ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 39

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1177/2003)

 

26 Ιανουαρίου, 2006

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΛΕΥΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

                   2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

 

Ν. Μιχαηλίδης, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Υπαστυνόμος Λεύκος Κυριακίδης (αιτητής) προσβάλλει την εγκυρότητα της προαγωγής των Δημήτρη Δημητρίου, Δημήτρη Πιτσιλλίδη, Κύπρου Μιχαηλίδη και Αιμίλιου Λάμπρου (ενδιαφερόμενων μερών) στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.

 

(α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ.

Η αξιολόγηση των υποψηφίων για την προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου διεξάγεται από το Συμβούλιο Κρίσεως. Η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως καθορίζεται με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), ο οποίος προνοεί ότι,

 

"Καθιδρύεται Συμβούλιο Κρίσεως που αποτελείται από τον Υπαρχηγό της Δύναμης ως Πρόεδρο και δύο Ανώτερους Αξιωματικούς ως μέλη, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό:

 

     Νοείται ότι αντί του Υπαρχηγού της Δύναμης ο Υπουργός δύναται κατόπιν διαβουλεύσεων μετά του Αρχηγού να διορίσει ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Δύναμης ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως:

 

     Νοείται περαιτέρω ότι τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν δύνανται να ορισθούν ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως."

 

 

Επειδή ο τότε Υπαρχηγός της Αστυνομίας, Ανδρέας Στεφάνου, θα έπαιρνε προαφυπηρετική άδεια, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Κανονισμός 8 ενέκρινε την αναβολή διορισμού του Συμβουλίου Κρίσεως για το έτος 2003. Τελικά στις 18/6/2003 ο Υπουργός διόρισε το Γεώργιο Βούτουνο, Βοηθό Αρχηγό, ως Πρόεδρο και τους Νίκο Στέλικο και Θεόδωρο Θεοδωρίδη, Ανώτερους Αστυνόμους, ως Μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως για την κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου. Το Συμβούλιο Κρίσεως διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων σε θέματα Αστυνομικής Πρακτικής Εφαρμογής και Γενικών Γνώσεων βαθμολογώντας τους σε ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και αξιολόγησε και βαθμολόγησε τους υποψηφίους, κατάρτισε πίνακα των συστηνομένων κατά αλφαβητική σειρά τον οποίον και υπέβαλε στον Αρχηγό. Ο πίνακας συμπεριλάμβανε 42 υποψήφιους που είχαν συγκεντρώσει γενική συνολική βαθμολογία από 74,63 μέχρι 84,36 μονάδες. Ο αιτητής που συγκέντρωσε 72,75 μονάδες δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των συσταθέντων. Ο Αρχηγός, με βάση τον κατάλογο αυτό, αφού κατέταξε τους προτεινόμενους κατά σειρά βαθμολογίας, προήγαγε 17 υποψηφίους. Οι προαγωγές των ενδιαφερόμενων μερών που είχαν ισχύ από 22/9/2003, εγκρίθηκαν στη συνέχεια από τον Υπουργό και δημοσιεύτηκαν στις "Εβδομαδιαίες Διαταγές" της Αστυνομίας στις 22/9/2003.

 

(β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών θεωρώντας μεταξύ άλλων ως παράνομη

 

(i)                 Τη σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, και

 

(ii)               Την αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων του ειδικού εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

 

(i)     Η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν παράνομη γιατί δεν συμμετείχε σε αυτό ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας όπως επιβάλλεται από τον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 52/89, αφού ο λόγος της αντικατάστασής του (προαφυπηρετική άδεια) δεν τον απήλλασσε από το καθήκον του να προεδρεύσει του Συμβουλίου Κρίσεως. Είναι η θέση του αιτητή, ότι η επικείμενη αφυπηρέτηση του Υπαρχηγού δεν συνιστούσε ανυπέρβλητη δυσκολία συμμετοχής του στο Συμβούλιο Κρίσεως και οι καθ'ων η αίτηση θα μπορούσαν να προβούν σε όλες τις αναγκαίες διευθετήσεις ώστε ο Υπαρχηγός να εξαντλούσε μέρος της προαφυπηρετικής του άδειας πριν την έναρξη των εργασιών του Συμβουλίου Κρίσεως και να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση του έργου του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν σύμφωνη με τον Κανονισμό 7, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα για διορισμό ενός από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Αστυνομίας ως Προέδρου του Συμβουλίου Κρίσεως αντί του Υπαρχηγού, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του Κανονισμού 7 τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν μπορούν να διορισθούν ως μέλη και του Συμβουλίου Κρίσεως. Επομένως, κατά την εισήγηση των καθ'ων η αίτηση, η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως με ένα Βοηθό Αρχηγό ως Πρόεδρο και δύο Ανώτερους Υπαστυνόμους ως μέλη ήταν απόλυτα νόμιμη, αφού ο τότε Υπαρχηγός, Ανδρέας Στεφάνου, αναχώρησε με προαφυπηρετική άδεια στις 13/5/2003 και η συμμετοχή του στο νέο Συμβούλιο Κρίσεως κατέστη αδύνατη και ο νέος Υπαρχηγός Χ. Κουλέντης, δεν μπορούσε να συμμετάσχει λόγω κωλύματος αφού είχε συμμετάσχει στην ίδια διαδικασία στην Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Η εισήγηση του αιτητή είναι ανεδαφική. Όπως προκύπτει από τη σχετική επιστολή του Αρχηγού προς τον Υπουργό ημερομηνίας 27/3/2003, ο τότε Υπαρχηγός επρόκειτο να αναχωρήσει με προαφυπηρετική άδεια στις 13/5/2003 και έτσι ήταν αδύνατη η συμμετοχή του στο νέο Συμβούλιο Κρίσεως γιατί οι διαδικασίες προσωπικών συνεντεύξεων και η κατάρτιση καταλόγου εκείνων που θα συστήνονταν για προαγωγή απαιτούσαν, όπως σημειώθηκε, μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν αναμενόταν να ολοκληρωθούν πριν από την πιο πάνω ημερομηνία. Γι' αυτό το λόγο, μετά από τις διαβουλεύσεις του Αρχηγού με τον Υπουργό, ο τελευταίος, αφού ενέκρινε στις 10/4/2003 την αναβολή διορισμού του Συμβουλίου Κρίσεως για το 2003, προχώρησε τελικά στις 18/6/2003 στο διορισμό του Συμβουλίου Κρίσεως για την κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή, τοποθετώντας σε αυτό ως Πρόεδρο το Γεώργιο Βούτουνο, Βοηθό Αρχηγό, αφού ο Υπαρχηγός είχε ήδη αναχωρήσει με αφυπηρετική άδεια. Ο Υπουργός άσκησε τη σχετική εξουσία του με βάση την επιφύλαξη του Κανονισμού 7 πιο πάνω, ο οποίος προβλέπει ότι είναι δυνατός ο διορισμός ως Προέδρου του Συμβουλίου Κρίσεως, ενός εκ των Βοηθών Αρχηγών της Αστυνομίας αντί του Υπαρχηγού. Ο πιο πάνω Κανονισμός δεν περιορίζει τη σχετική εξουσία του Υπουργού, μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει "ανυπέρβλητη δυσκολία" εκτέλεσης των συναφών καθηκόντων από τον Υπαρχηγό. Η μόνη προϋπόθεση που τίθεται στον πιο πάνω Κανονισμό για να είναι νόμιμος ο διορισμός ενός από τους Βοηθούς Αρχηγούς στο Συμβούλιο Κρίσεως αντί του Υπαρχηγού, είναι οι προηγούμενες διαβουλεύσεις μεταξύ Υπουργού και Αρχηγού. Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί ότι έλαβαν πράγματι χώρα, μέσω της αλληλογραφίας που προαναφέρθηκε, οι απαραίτητες διαβουλεύσεις. Επομένως, ο διορισμός του Βοηθού Αρχηγού ως Προέδρου του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν νόμιμος και ο ισχυρισμός για παράνομη σύνθεση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

(ii)   Η αξιολόγηση των κριτηρίων του εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι οι καθ'ων η αίτηση υποβάθμισαν χωρίς αιτιολογία τη σημασία του ακαδημαϊκού προσόντος του Πτυχίου της Νομικής που κατείχε, παραβιάζοντας κατ' αυτό τον τρόπο τις πρόνοιες των Κανονισμών 3(2) και (3) που καθορίζουν ότι κατά την προαγωγική διαδικασία θα προσδίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην αξία και στα προσόντα και ότι πανεπιστημιακό δίπλωμα σε θέμα συναφές με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρείται επιπρόσθετο προσόν. Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση υποστήριξαν ότι το Πτυχίο της Νομικής του αιτητή εκτιμήθηκε δεόντως όπως φαίνεται και από τη ρητή αναφορά τους στην αξιολόγηση του αιτητή.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η διαφορά στην τελική βαθμολογία προέκυψε από τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και της προσωπικής συνέντευξης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, από τις οποίες ο αιτητής αποκόμισε 4,67 και 6,33 μονάδες, με ανώτατη βαθμολογία 12,00 και 9,00 αντίστοιχα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογήθηκαν με την ανώτατη βαθμολογία, εκτός από τον Κύπρο Μιχαηλίδη που συγκέντρωσε 9,17 μονάδες για την προφορική εξέταση και 8,83 μονάδες για την προσωπική συνέντευξη. Επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα διέθετε μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Δημήτρης Δημητρίου (Πτυχίο Επιστήμης, Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων), ενώ για το Πτυχίο Νομικής του αιτητή το Συμβούλιο Κρίσεως σημείωσε απλά ως παρατήρηση ότι "λήφθηκε υπόψη". Σημειώνεται ότι στον κατάλογο των συσταθέντων από τον οποίον αποκλείστηκε ο αιτητής, είχε συμπεριληφθεί και τελικά προήχθη και ο πτυχιούχος Νομικής Δ. Πολυκάρπου, με ρητή μάλιστα αναφορά στο επιπρόσθετο προσόν του. Από το πιο πάνω προκύπτει ότι το Συμβούλιο Κρίσεως απέκλεισε τον αιτητή βασιζόμενο στην χαμηλότερη βαθμολογία του, σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, στην προφορική εξέταση και την προσωπική συνέντευξη, τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα το Πτυχίο Νομικής, που είναι ούτως ή άλλως απόλυτα σχετικό με τα αστυνομικά καθήκοντα. Η νομολογία επιβάλλει σε αυτή την περίπτωση ότι η μη επιλογή υποψηφίου ο οποίος κατέχει πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Στην υπόθεση Αντώνης Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 876/2001 της 24/2/2003) στην οποία εξεταζόταν το ίδιο θέμα, είχα σημειώσει τα πιο κάτω:

 

     "Αναφορικά με την κατοχή από τον αιτητή του πτυχίου Νομικής έχει σημειωθεί στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως και στις "Παρατηρήσεις" του εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως ότι "λήφθηκε υπόψη και το πτυχίο της Νομικής που κατέχει ο υποψήφιος". Παρά το γεγονός αυτό ο αιτητής δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο των συσταθέντων, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε διευκρίνιση για τον αποκλεισμό του. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η απόφαση αρμόδιου οργάνου για τη μη επιλογή υποψηφίου που κατέχει πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει ένα υποψήφιο που κατέχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για προαγωγή αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς προς το σκοπό της απρόσκοπτης δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Σ. Νικήτα στην υπόθεση Θεοδόση Ιωαννίδη ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 943/94 της 27/3/1997),

 

     "Ο Καν. 3(3) αποσκοπούσε στην εισαγωγή πιο αξιοκρατικών κριτηρίων για την ανέλιξη των αξιωματικών της αστυνομίας στους ψηλότερους βαθμούς. Περιττό να τονισθεί η σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος ιδιαίτερα της νομικής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Ασφαλώς το αρμόδιο όργανο έχει εξουσία να προτιμήσει υποψήφιο χωρίς πρόσθετο προσόν, αλλά σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται από τη νομολογία καθήκον ειδικής αιτιολόγησης της απόφασης του."

 

 

       Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Οδυσσέα Γιωργάκη και άλλοι  ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 243/92 της 27/9/1993) όπου τονίστηκε από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη ότι,

 

     "Η κατοχή πρόσθετου προσόντος δεν παρέχει μη ανατρέψιμο προβάδισμα. Στα πλαίσια του συνόλου των δεδομένων μπορεί να παραγνωριστεί. Αυτή η παραγνώριση όμως πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ειδικού συλλογισμού. Όπως παρατηρήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέα Γεωργίου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία Α.Ε. 525 της 16 Ιουνίου 1989 "η χαραγμένη από το Ανώτατο Δικαστήριο νομολογιακή κατεύθυνση, που ακολουθείται αταλάντευτα τα τελευταία χρόνια" επιβάλλει την ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης πρόσθετου προσόντος. Η μη εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης αφαιρεί από την πράξη το κύρος της. (Βλ. επίσης Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου και άλλοι Α.Ε. 1693 της 16 Ιουλίου 1993).

 

Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε στο φάκελο και ειδικά στην έκθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας και στην απόφαση του Υπουργού που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοια ειδική αιτιολόγηση. Η εισήγηση που έγινε για την αναζήτηση της απαιτούμενης αιτιολογίας στο φάκελο, ιδιαίτερα ενόψει της αναφοράς στην απόφαση του υπουργού σε "όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο" βρίσκεται σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία πάνω στο θέμα. Η ειδική αιτιολογία για την οποία μιλούμε θα πρέπει να είναι ρητά διατυπωμένη. Αρκεί να αναφερθώ στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α. Γεωργίου και άλλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Προσφυγή 213/84 και άλλες της 31 Ιουλίου 1989. "Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφανίζεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το διοικητικό Δικαστήριο."

 

 

     Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί η παράλειψη ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης του πτυχίου της Νομικής, που χαρακτηρίζεται στους Κανονισμούς ως επιπρόσθετο προσόν, τεκμηριώνει λόγο ακυρότητας."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο Κρίσεως όφειλε να αιτιολογήσει ειδικά τον αποκλεισμό του αιτητή, ο οποίος ήταν κάτοχος Πτυχίου της Νομικής, από τον πίνακα των συσταθέντων. Η πιο πάνω παράλειψή του στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                   Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο