ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIANNAKIS S. DROUSSIOTIS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF FINANCE AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 15
LIBERTY P.L.C. ν. REGISTRAR OF TRADE MARKS (1986) 3 CLR 2564
JMC Polytradc ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 294
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Σεργίδου Λουκία A. ν. Δήμου Λευκωσίας και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 189
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 4 ΑΑΔ 759
26 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΔΗΜΟY ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 48/2004)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει την άρνηση χορήγησης πιστοποιητικού τελικής έγκρισης διαχωρισμού γης σε οικόπεδα στην περίπτωση που την αίτηση διαχωρισμού είχε υποβάλει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της γης.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις ανεπάρκειας της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση Δήμου να μην τους χορηγήσει πιστοποιητικό τελικής έγκρισης διαχωρισμού της ακίνητης ιδιοκτησίας τους σε οικόπεδα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστικά ένσταση υποστηρίζοντας ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος καθότι το πρόσωπο που νομιμοποιείται είναι η Κτηματική Γ.Π.Τ. Λτδ, η οποία σε όλο τον ουσιώδη χρόνο ήταν η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και το πρόσωπο που καταχώρησε την αίτηση διαχωρισμού.
Σε κάποιο στάδιο, οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση αποδέκτηκαν ότι οι αιτητές ήταν ιδιοκτήτες του τεμαχίου, τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και κατά την καταχώρηση της προσφυγής, εξακολουθούν δε να είναι οι ιδιοκτήτες μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με παγιωμένη αρχή της νομολογίας, το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία. Κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την καταχώρηση της αίτησης και κατά τη συζήτησή της.
Προκύπτει ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον, τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού ήταν ήδη ιδιοκτήτες του συγκεκριμένου ακινήτου, όσο βέβαια και μεταγενεστέρως, κατά την καταχώρηση της αίτησης και κατά τη συζήτησή της. Από την άλλη, η προσβαλλόμενη πράξη σαφώς τους προκαλεί βλάβη υπό ιδιότητα η οποία αναγνωρίζεται από το νόμο. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη τους στερεί τη δυνατότητα αξιοποίησης του ακινήτου τους.
Για σκοπούς εννόμου συμφέροντος δεν ενδιαφέρει αν οι αιτητές είναι ή όχι κάτοχοι άδειας βάσει του άρθρου 10 του Κεφ. 96.
2. Οι αιτητές, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Πράγματι, η εξήγηση που τους δόθηκε είναι λακωνική.
Καμιά περαιτέρω αιτιολογία δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο.
Το ανεπιθύμητο μιας απόφασης δεν μπορεί να κριθεί αυθαίρετα και υποκειμενικά, αλλά η κρίση πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και η εξουσία να ασκείται με εύλογο τρόπο. Δεν χωρεί απεριόριστη διακριτική εξουσία στο δημόσιο δίκαιο. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται από δικηγόρο του διοικητικού οργάνου κατά τη διάρκεια διαδικασίας της προσφυγής, δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας, η οποία πρέπει να δίδεται στον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Dias United Publications Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Σεργίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189,
JMC Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294,
Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15,
Liberty P.L.C. v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 C.L.R. 2564,
Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1997) 3 Α.Α.Δ. 332.
Προσφυγή.
Χ. Νικολάου για Πατρ. Παύλου, για την Αιτήτρια.
Κ. Τσιρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 18.9.2003, σύμφωνα με την οποία αποφάσισαν να μη χορηγήσουν πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για το διαχωρισμό σε οικόπεδα του Τεμαχίου 279, Φύλλο/Σχέδιο 54/33, υπ' αρ. εγγραφής 22198, στην Αγία Φύλα, Λεμεσού. Η αίτηση διαχωρισμού σε οικόπεδα του πιο πάνω τεμαχίου υποβλήθηκε αρχικά από τους πρώην ιδιοκτήτες του τεμαχίου την Κτηματική Γ.Π.Τ. Λτδ, στις 4.5.1985. Η άδεια εκδόθηκε στις 9.10.1985 και ανανεώθηκε κατά καιρούς.
Στις 31.8.1999 οι καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές ότι για να μπορέσουν να εγγράψουν τα νέα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν από το διαχωρισμό, θα έπρεπε να προσκομίσουν πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Εν τω μεταξύ μετά την υποβολή αίτησης για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στα διαχωρισθέντα οικόπεδα, έγινε γνωστό στους καθ' ων η αίτηση ότι το τεμάχιο επηρεαζόταν από την εναέρια γραμμή ηλεκτρικού ρεύματος Μονής-Πολεμιδίων, 132 ΚV, διπλού κυκλώματος.
Ακολούθησε η ανταλλαγή πολλών επιστολών μεταξύ των αιτητών και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Εν τω μεταξύ οι αιτητές υπέβαλαν αιτήσεις προς την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας και το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για έκδοση σχετικών αδειών.
Στις 27.9.2000 η Α.Η.Κ. πληροφόρησε τους αιτητές ότι εν όψει της προώθησης συγκεκριμένης νομοθεσίας, δεν μπορούσε να προχωρήσει στην ηλεκτροδότηση των οικοπέδων τους. Ύστερα από σχετική αλληλογραφία καταχωρήθηκε αγωγή από τους αιτητές εναντίον της Α.Η.Κ. για αθέτηση της μεταξύ τους συμφωνίας.
Τελικά, η Α.Η.Κ. στις 19.11.2002, ενέκρινε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με συγκεκριμένους όρους, τους οποίους προφανώς οι αιτητές αποδέκτηκαν, αφού κατέβαλαν και τα επιβληθέντα δικαιώματα. Έτσι η Α.Η.Κ. στις 18.3.2003 πληροφόρησε τους καθ' ων η αίτηση ότι οι αιτητές είχαν εκπληρώσει τους όρους που η ίδια είχε θέσει για ηλεκτροδότηση των οικοπέδων.
Ακολούθησε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου στις 18.9.2003, στην οποία κατά πλειοψηφία, απορρίφθηκε η αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης «λόγω ύπαρξης καλωδίων υψηλής τάσης της Α.Η.Κ.». Αυτή την απόφαση προσβάλλουν οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή.
Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστικά ένσταση υποστηρίζοντας ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος καθότι το πρόσωπο που νομιμοποιείται είναι η Κτηματική Γ.Π.Τ. Λτδ, η οποία σε όλο τον ουσιώδη χρόνο ήταν η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και το πρόσωπο που καταχώρησε την αίτηση διαχωρισμού.
Σε κάποιο στάδιο, οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση αποδέκτηκαν ότι οι αιτητές ήταν ιδιοκτήτες του τεμαχίου, τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και κατά την καταχώρηση της προσφυγής, εξακολουθούν δε να είναι οι ιδιοκτήτες μέχρι σήμερα.
Το άρθρο 10 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, παραπέμπει, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, στον κάτοχο της άδειας και συνεπώς δεν είναι δυνατή η έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης σε πρόσωπο άλλο από τον κάτοχο της άδειας διαχωρισμού.
Οι αιτητές, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι έχουν έννομο συμφέρον. Είναι κοινά αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι οι αιτητές είναι οι ιδιοκτήτες του συγκεκριμένου ακινήτου, έχει δε εκδοθεί και σχετικός τίτλος ημερ. 5.4.2000.
Σύμφωνα με παγιωμένη αρχή της νομολογίας, το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία. Κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την καταχώρηση άσκησης της αίτησης και κατά τη συζήτησή της (Dias United Publications Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 555 και Σεργίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189).
Εξ άλλου, στη μελέτη του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 1977, σελ. 358, αναφέρεται ότι για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αίτησης ακυρώσεως, απαιτείται όπως: (α) η προσβαλλόμενη πράξη προξενεί υλική ή ηθική βλάβη στον αιτούντα και (β) ο αιτών να υφίσταται τη βλάβη υπό ορισμένη ιδιότητα αναγνωριζομένη υπό των κανόνων δικαίου, δηλαδή να υφίσταται μία ειδική έννομη σχέση αυτού προς την προσβαλλόμενη πράξη. Η έννοια του εννόμου συμφέροντος είναι εν προκειμένω ευρύτερη της έννοιας του δικαιώματος του αναγνωριζομένου από τους κανόνες του διοικητικού ή του ιδιωτικού δικαίου και αφορά πάσα νομική κατάσταση προς την οποία ο αιτών έχει έναν ειδικό σύνδεσμο και η οποία διά της προσβαλλόμενης πράξης μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση σ' αυτόν υλικής ή ηθικής βλάβης.
Προκύπτει ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον, τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού ήταν ήδη ιδιοκτήτες του συγκεκριμένου ακινήτου, όσο βέβαια και μεταγενεστέρως, κατά την καταχώρηση της αίτησης και κατά τη συζήτησή της. Από την άλλη, η προσβαλλόμενη πράξη σαφώς τους προκαλεί βλάβη υπό ιδιότητα η οποία αναγνωρίζεται από το νόμο. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη τους στερεί τη δυνατότητα αξιοποίησης του ακινήτου τους και από το διοικητικό φάκελο φαίνεται ότι υπάρχει αλληλογραφία μεταξύ των αιτητών και των καθ' ων η αίτηση για το θέμα.
Επίσης, προκύπτει ότι είναι καταφανής ο δυσμενής επηρεασμός των αιτητών, αφού, ενώ έχει το τεμάχιο διαχωριστεί, σύμφωνα με την άδεια οικοδομής, σε οικόπεδα, αυτά δεν μπορούν να είναι οικοδομήσιμα, αφού δεν εκδόθηκε η τελική έγκριση. Προφανώς για σκοπούς εννόμου συμφέροντος δεν ενδιαφέρει αν οι αιτητές είναι ή όχι κάτοχοι άδειας βάσει του άρθρου 10 του Κεφ. 96.
Οι αιτητές, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Πράγματι, η εξήγηση που τους δόθηκε είναι λακωνική. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα:
«Υπέρ της άποψης να μην εκδοθεί το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης λόγω της ύπαρξης καλωδίων υψηλής τάσης της Α.Η.Κ. τάχθηκαν 7 μέλη, δηλαδή οι κ.κ. Χ. Αγαθαγγέλου, Γ. Θωμά, Μ. Καλογερόπουλος, Τ. Τσαππαρέλλας, Κ. Χρίστου, Χ. Χωματά και Γ. Ψαράς.»
Η πιο πάνω αιτιολογία, υποστηρίζουν, είναι ανεπαρκής. Δόθηκε ως αν να είναι αφ' εαυτής επεξηγηματική ή ότι η φυσική παρουσία καλωδίων είναι από μόνη της αρκετός λόγος για απόρριψη της αίτησής τους.
Η μόνη αρμόδια να εκφέρει γνώμη, η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, τελικά συγκατατέθηκε, υπό όρους, στην ηλεκτροδότηση των διαχωρισθέντων οικοπέδων.
Στην ένσταση ο ευπαίδευτος συνήγορός τους αναφέρει ότι οι καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν τη χορήγηση του απαιτούμενου πιστοποιητικού, λαμβάνοντας υπ' όψιν στον υπέρτατο βαθμό το δημόσιο συμφέρον, όπως εξειδικεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στη δημόσια υγεία. Η αιτιολογία όμως θα πρέπει να δίδεται είτε στην απόφαση, είτε στο διοικητικό φάκελο. Ο,τιδήποτε περιέχεται στην ένσταση ή στην αγόρευση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, δεν μπορεί να αποτελεί αιτιολογία.
Θα προσπαθήσω να εξετάσω κατά πόσο η αιτιολογία μπορεί να εξαχθεί από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που έχει κατατεθεί ενώπιόν μου. Η εξέταση του φακέλου κανένα απολύτως στοιχείο δεν αποκαλύπτει που να αναφέρεται στο θέμα της προστασίας ή της υγείας του κοινού. Καμιά έρευνα ή μελέτη ή έστω και απλή αναφορά δεν υπάρχει που να αιτιολογεί την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να μην παράσχουν το πιστοποιητικό έγκρισης, λόγω της ύπαρξης των καλωδίων.
Είναι αλήθεια ότι η Α.Η.Κ. είχε αρχικά κάποιες ενστάσεις, τις οποίες όμως ήρε στη συνέχεια, πληροφορώντας τελικά τους καθ' ων η αίτηση στις 18.3.2003 ότι διευθέτησε τελειωτικά το όλο θέμα, συστήνοντας την προώθηση του διαχωρισμού. Ακολούθησαν στις 11.4.2003 οι εισηγήσεις του τεχνικού και το υπηρεσιακό σημείωμα του νομικού λειτουργού των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 11.6.2003, στο οποίο γίνεται αναφορά στον όρο της Α.Η.Κ. για επιβολή περιορισμού στο ύψος της οικοδομής, που θα έπρεπε να επιτρεπόταν να ανεγερθεί σε ένα από τα οικόπεδα. Το θέμα είχε παραπεμφθεί στο νομικό λειτουργό του Δήμου από την Επιτροπή Οικοδομών στις 26.5.2003. Επισημάνθηκε ότι όλες οι αρχές κοινής ωφελείας συναινούσαν στην έκδοση του πιστοποιητικού, έστω και με όρους. Η Επιτροπή Οικοδομών συνήλθε ξανά στις 15.7.2003 και αφού έλαβε υπ' όψιν το περιεχόμενο της νομικής γνωμάτευσης παρέπεμψε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο. Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη μη έκδοση του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.
Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι καμιά αιτιολογία δεν προκύπτει από το φάκελο. Όπως είδαμε και προηγουμένως δεν είναι αρκετή η αναφορά στην ύπαρξη καλωδίων υπεράνω των διαχωρισθέντων οικοπέδων. Θα έπρεπε να εξηγηθεί γιατί, εν όψει ιδιαίτερα και της θετικής για τους αιτητές αντιμετώπισης από την πλέον αρμόδια υπηρεσία, την Α.Η.Κ., με ποιό τρόπο η ύπαρξη των καλωδίων αυτών επηρεάζει το δημόσιο συμφέρον ή την υγεία και ασφάλεια του κοινού.
Χρήσιμη αναφορά στο θέμα της αιτιολογίας μπορεί να γίνει στην υπόθεση JMC Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, 300-302 όπου λέχθηκε ότι το ανεπιθύμητο μιας απόφασης δεν μπορεί να κριθεί αυθαίρετα και υποκειμενικά, αλλά η κρίση πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και η εξουσία να ασκείται με εύλογο τρόπο. Δεν χωρεί απεριόριστη διακριτική εξουσία στο δημόσιο δίκαιο. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται από δικηγόρο του διοικητικού οργάνου κατά τη διάρκεια διαδικασίας της προσφυγής, δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας, η οποία πρέπει να δίδεται στον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της απόφασης (βλέπε και Yiannakis S. Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, 23, Liberty P.L.C. v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 C.L.R. 2564 και JMC Polytrade v. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Βλέπε ακόμα Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1997) 3 Α.Α.Δ. 332, 336).
Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και σαν τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.