ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 4 ΑΑΔ 527
22 Ιουνίου, 2005
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 829/2004)
Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ― Συντάξεις και φιλοδωρήματα υπαλλήλων ― Οι περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 281/80) ― Περιστάσεις της πεπλανημένης εφαρμογής τους στην κριθείσα περίπτωση κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας του αιτητή.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να του καταβάλουν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα (σύνταξη και εφ' άπαξ ποσό).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Προέχει ο προσδιορισμός της σχέσης αιτητή και Συμβουλίου κατά το χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Φαίνεται από το ιστορικό της υπόθεσης ότι κατά το συγκεκριμένο χρόνο, η υπάρχουσα έννομη σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου διατηρείτο σε ισχύ. Ο αιτητής ήταν ακόμα υπάλληλος του Συμβουλίου σε μόνιμη συντάξιμη θέση και πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τους Κανονισμούς για χορήγηση σύνταξης. Η έννομη αυτή σχέση δεν είχε διακοπεί προηγουμένως ούτε είχαν επέλθει τέτοιες μεταβολές ώστε να επηρεάζονται τα συνταξιοδοτικά κλπ δικαιώματα του αιτητή. Η ποινική δίωξη που εκκρεμούσε εναντίον του, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αφορούσε, δεν αποτελεί νόμιμη δικαιολογία αποστέρησης της άμεσης καταβολής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αιτητή, εφόσον δεν είχε ακόμα καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας, η σημασία του οποίου έχει υπογραμμιστεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τίποτε δεν εμπόδιζε το Συμβούλιο βάσει του κανονιστικού πλαισίου με το οποίο λειτουργούσε να αποδώσει άμεσα στον αιτητή τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και ανάλογα με την αθώωση ή την καταδίκη του σε μεταγενέστερο στάδιο να ρυθμίσει ή να αφαιρέσει τα δικαιώματα αυτά. Σχετικοί επί του προκειμένου είναι οι Κανονισμοί 58 και 59 (ΚΔΠ 166/95) καθώς και ο Καν. 28 των Κανονισμών οι πρόνοιες του οποίου είναι αρκούντως διαφωτιστικές καθόσον αφορά στις ρυθμίσεις ανάλογων περιπτώσεων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης η δε άρνηση του Συμβουλίου να χορηγήσει άμεσα στον αιτητή τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και ωφελήματα είναι παράνομη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,
Minelli v. Switzerland, Series A no. 62 (1983) 5 E.H.R.R. 554.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Αιμιλιανίδης, για το Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατείχε θέση Γενικού Διευθυντή του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας από 1.10.78. Ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου στις 13.8.02 εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία γνωστοποιούσε απόφαση του για διαγραφή του αιτητή από το τηρούμενο μητρώο των εγκεκριμένων λογιστών Κύπρου. Η απόφαση είχε άμεση ισχύ και λήφθηκε ύστερα από διερεύνηση καταγγελίας εναντίον του αιτητή. Διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν υπήρξε ποτέ μέλος του αγγλικού σώματος λογιστών The Association of Chartered Certified Accountants (ACCA) και ότι η εγγραφή του στο μητρώο το 1970, ήταν αποτέλεσμα πλάνης αναφορικά με την ύπαρξη των απαιτούμενων για την εγγραφή του προσόντων. Ενόψει τούτου, και επειδή το πιο πάνω προσόν ήταν αναγκαίο για το διορισμό του αιτητή στη θέση του Γενικού Διευθυντή του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου με επιστολή του ημερ. 14.8.02, κάλεσε τον αιτητή να προσκομίσει οποιαδήποτε βεβαίωση εγγραφής που να αμφισβητεί την ανακοίνωση του συνδέσμου. Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε. Υπέβαλε όμως παραίτηση με ισχύ από 31.7.02 και ταυτόχρονα ζήτησε να του καταβληθούν το εφάπαξ ποσό και η μηνιαία σύνταξη που δικαιούταν. Τα αιτήματα του αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά και το Συμβούλιο, σε συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 19.8.02, αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
Εναντίον του αιτητή ασκήθηκε ποινική δίωξη και το Συμβούλιο αποφάσισε, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία είχε κατηγορηθεί ο αιτητής, να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στην ποινική υπόθεση. Ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 3.6.04 ζήτησε να του καταβληθούν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα αφού συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας του. Το Συμβούλιο, επιλήφθηκε του θέματος στη συνεδρία του ημερ. 21.6.04. Κατόπιν συζήτησης των προτάσεων που τέθηκαν, τα μέλη αποφάσισαν κατά πλειοψηφία τα ακόλουθα:
«2ο Ψήφισμα: «Να μην καταβληθεί προς το παρόν στον κ. Γιάλλουρο οποιοδήποτε ποσό τόσο ετήσιας σύνταξης όσο και εφ' άπαξ ποσό, δεδομένου του γεγονότος ότι ακόμη εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ποινική δίωξη που άσκησε εναντίον του κ. Γιάλλουρου η Νομική Υπηρεσία του Κράτους και το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα μετά την τελική έκβαση της ποινικής δίωξης από το Δικαστήριο.»
Το Συμβούλιο με επιστολή του ημερ. 29.7.04, κοινοποίησε την πιο πάνω απόφασή του στον αιτητή. Η εν λόγω απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση που έλαβε και κοινοποίησε στον αιτητή 29.7.04 ο καθ' ου να μη διευθετήσει άμεσα το δημόσιο δικαίωμα και/ή ωφελήματα που έχει ο αιτητής λόγω αφυπηρέτησης του, υπό μορφή σύνταξης και εφ' άπαξ είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Διαταγή του Δικαστηρίου ότι η οφειλόμενη ενέργεια κατά Νόμο για καταβολή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αιτητή αποτελεί παράλειψη από πλευράς καθ' ου που δεν μπορεί να συνεχίσει και άρα θα πρέπει να διαταχθεί όπως διενεργηθεί από πλευράς καθ' ου παν ότι πρέπει να διενεργηθεί κατά το Νόμο.
Γ. Έξοδα και ΦΠΑ.»
Υποστηρίχθηκε ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή, κατοχυρώνονται με τους περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας Κανονισμούς ΚΔΠ 281/80 (στο εξής οι «Κανονισμοί») και ότι αποτελούν δημόσιο δικαίωμα που προστατεύεται ευρέως από τη νομολογία και έπρεπε να είχαν καταβληθεί στον αιτητή κατά την αφυπηρέτηση του. Λέγει επίσης ο αιτητής ότι η απόφαση του Συμβουλίου να του στερήσει τα προμνησθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα κλπ είναι αναιτιολόγητη και ισοδυναμεί με πρόωρη τιμωρία, κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας.
Το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι κατά το χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εκκρεμούσε η ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή για κατηγορίες που αφορούσαν άμεσα το θέμα της έννομης σχέσης Συμβουλίου και αιτητή δηλαδή, της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου καθώς και στο θέμα των ζητημάτων που προέκυψαν σχετικά με τα προσόντα του αιτητή. Και επειδή το αποτέλεσμα της πιο πάνω διαδικασίας θα ήταν στοιχείο καταλυτικό της οριστικής ρύθμισης των συνταξιοδοτικών κλπ δικαιωμάτων του αιτητή, η επίδικη απόφαση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.
Έχω τη γνώμη ότι προέχει ο προσδιορισμός της σχέσης αιτητή και Συμβουλίου κατά το χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Φαίνεται από το ιστορικό της υπόθεσης ότι κατά το συγκεκριμένο χρόνο, η υπάρχουσα έννομη σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου διατηρείτο σε ισχύ. Ο αιτητής ήταν ακόμα υπάλληλος του Συμβουλίου σε μόνιμη συντάξιμη θέση και πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τους Κανονισμούς για χορήγηση σύνταξης. Η έννομη αυτή σχέση δεν είχε διακοπεί προηγουμένως ούτε είχαν επέλθει τέτοιες μεταβολές ώστε να επηρεάζονται τα συνταξιοδοτικά κλπ δικαιώματα του αιτητή. Η ποινική δίωξη που εκκρεμούσε εναντίον του, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αφορούσε, δεν αποτελεί νόμιμη δικαιολογία αποστέρησης της άμεσης καταβολής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αιτητή, εφόσον δεν είχε ακόμα καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Θεωρώ πως η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας, η σημασία του οποίου έχει υπογραμμιστεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ηλίας Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, Minelli v. Switzerland, Series A no. 62 (1983) 5 E.H.R.R. 554.
Τίποτε δεν εμπόδιζε το Συμβούλιο βάσει του κανονιστικού πλαισίου με το οποίο λειτουργούσε να αποδώσει άμεσα στον αιτητή τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και ανάλογα με την αθώωση ή την καταδίκη του σε μεταγενέστερο στάδιο να ρυθμίσει ή να αφαιρέσει τα δικαιώματα αυτά. Σχετικοί επί του προκειμένου είναι οι Κανονισμοί 58 και 59 (ΚΔΠ 166/95) καθώς και ο Καν. 28 των Κανονισμών οι πρόνοιες του οποίου είναι αρκούντως διαφωτιστικές καθόσον αφορά στις ρυθμίσεις ανάλογων περιπτώσεων. Ο κανονισμός 28 προβλέπει,
«28. Εάν υπάλληλος εις τον οποίον εχορηγήθη σύνταξις ή έτερον ωφέλημα αφυπηρετήσεως δυνάμει των παρόντων Κανονισμών καταδικασθή εις φυλάκισιν υπ' αρμοδίου Δικαστηρίου δι' αδίκημα ενέχον έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα, το Συμβούλιον τη εγκρίσει του Υπουργού δύναται να διατάξη όπως διακοπή αμέσως η καταβολή της συντάξεως ή του ετέρου ωφελήματος αφυπηρετήσεως: ..................................»
Καταλήγοντας αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης η δε άρνηση του Συμβουλίου να χορηγήσει άμεσα στον αιτητή τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και ωφελήματα είναι παράνομη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα της υπόθεσης να πληρωθούν από το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.