ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 137

18 Φεβρουαρίου, 2005

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 28, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 517/2004)

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ― Κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 12 ― Κατά πόσο η απαγόρευση του non bis in idem, ισχύει και στην περίπτωση που της ποινικής καταδίκης έπεται πειθαρχική.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Το ακυρωτικό δικαστήριο εξετάζει μόνο την νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.

Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή, την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων Αστυνομίας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή του ως προς την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, που του είχε επιβληθεί από την Πειθαρχική Επιτροπή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή ότι η προώθηση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι αντισυνταγματική, διότι παραβιάζει το Άρθρο 12 του Συντάγματος, αυτός δεν ευσταθεί αφού το Άρθρο τούτο δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες αλλά σε ποινικές. Προφανώς γι' αυτό το λόγο ο Καν. 49 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) εισήξε πρόνοια παρόμοια με αυτή του Άρθρου 12 του Συντάγματος για πειθαρχικές διαδικασίες.

Το ότι μια πειθαρχική διαδικασία που στηρίζεται στα ίδια γεγονότα για τα οποία ένα πρόσωπο έχει καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο, δεν αποτελεί παραβίαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος, υποστηρίζεται και από νομολογία.

2.  Με βάση την ίδια νομολογία το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.

3.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε και τον Καν. 52 των προαναφερθέντων κανονισμών. Όχι μόνο δεν βοηθά τη θέση που προώθησε, ότι δηλαδή υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, αλλά από το λεκτικό του εν λόγω κανονισμού που μιλά για «Μέλος της Δύναμης που δικάστηκε για ποινικό αδίκημα και δε βρέθηκε ένοχο .....» φαίνεται ότι για πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόζονται τα όσα προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου άλλως Μαλέκκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 50,

Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839,

R. v. Mozora (1970) 3 C.L.R. 210,

Lambrou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 379,

Mythyllos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 698,

Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515,

Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438,

Lambrakis v. Republic (1973) 3 C.L.R. 29,

Kolokotronis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 418.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου, Νομική Λειτουργός, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων Αστυνομίας ημερ. 29/4/04 με την οποία απέρριψαν την έφεση του κατά της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής ημερ. 8/1/04 και επιβεβαίωσαν και/ή επικύρωσαν την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, είναι παράνομη και άκυρη.

Στην αίτηση (προσφυγή) προβάλλονται διάφοροι νομικοί λόγοι, οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως: η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών που δεν προβλέπουν για δεύτερη τιμωρία και μάλιστα βαρύτερη της ποινικής, καθώς και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της αναλογικότητας και του Άρθρου 12 του Συντάγματος. Είναι περαιτέρω αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.

Γεγονότα

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως φαίνονται στην αίτηση και ένσταση είναι απλά, αποτελούν κοινό έδαφος και έχουν ως εξής:

Ο αιτητής γράφτηκε στην Αστυνομία στις 3/9/01. Στις 22/9/02 υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγ. Νάπας. Ενώ ήταν καθήκον και ταγμένος για την περιφρούρηση του νόμου και της τάξης οικειοποιήθηκε το χρηματικό ποσό των £134 που αποτελούσε ευρεθείσα περιουσία και φυλαγόταν στον Αστυνομικό Σταθμό Αγ. Νάπας. Διώχθηκε ποινικά για το αδίκημα της κλοπής από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 267 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του Νόμου 166/87 στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου αρ. 562/03.  Μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος και στις 30/6/03 καταδικάστηκε σε πρόστιμο £500.

Στη συνέχεια ακολούθησε η πειθαρχική δίωξη του αιτητή με βάση τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89, όπως έχει τροποποιηθεί με τη Κ.Δ.Π. 215/04). Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης ο Αρχηγός Αστυνομίας μετά από έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως αποφάσισε όπως την πειθαρχική υπόθεση (Αμμόχωστος 1/02) εκδικάσει Πειθαρχική Επιτροπή. Η εν λόγω Επιτροπή ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχει ο Καν. 16 των προαναφερθέντων κανονισμών, δηλώνοντας ότι εξάντλησε κάθε επιείκεια, επέβαλε στον αιτητή την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση αφού κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή και στις δυο κατηγορίες που καταγράφονται στο πειθαρχικό έντυπο. Εναντίον της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής ο αιτητής άσκησε έφεση (2/04) και έτσι η εκτέλεση της ποινής αναστάληκε με βάση τον Καν. 30 των προαναφερθέντων Κανονισμών μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Στις 29/4/04 (μετά από δύο συνεδρίες του Συμβουλίου Εφέσεων στις 12/3/04 και 30/3/04) αποφασίστηκε ότι δε δικαιολογείται οποιαδήποτε άλλη απόφαση από την απόρριψη της έφεσης με αποτέλεσμα η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση που επιβλήθηκε από την Πειθαρχική Επιτροπή να παραμείνει σε ισχύ.  Την απόφαση αυτή του Συμβουλίου Εφέσεων προσέβαλε ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή.

Οι καθών η αίτηση με την ένσταση τους απορρίπτουν τους νομικούς ισχυρισμούς του αιτητή και υποστηρίζουν τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης.

Νομικοί Ισχυρισμοί

Παρά το ότι στην αίτηση διατυπώνονται διάφοροι νομικοί λόγοι, με τη γραπτή τους αγόρευση η πλευρά του αιτητή ουσιαστικά ανάπτυξαν ένα λόγο, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 12 του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορός του, μεταξύ άλλων, βασίστηκε στα όσα αναφέρονται στο Σύγγραμμα του κ. Γεώργιου Μ. Πική «ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» (2003) τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τώρα Δικαστή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, σελ. 82 και στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσόστομου Ματθαίου άλλως Μαλέκκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 50, Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839 καθώς και στον Καν. 52 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89). Κατέληξε ότι εφόσον για το αδίκημα της κλοπής των £134 καθώς και των £2.50 για τσιγάρα τιμωρήθηκε ποινικά με £500 πρόστιμο, η πειθαρχική του καταδίκη καταλήγει σε δεύτερη ποινή για το ίδιο αδίκημα και μάλιστα άκρως επαχθή, κατά παράβαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Είναι επίσης στερητική του δικαιώματος εργασίας.

Από πλευράς των καθών η αίτηση υποστηρίχθηκε ότι η πειθαρχική διαδικασία παρόλο ότι στηρίζεται στα ίδια γεγονότα που οδήγησαν στην ποινική καταδίκη, δεν απαγορεύεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος αφού οι διατάξεις του Άρθρου αυτού, σύμφωνα με νομολογία την οποία παρέθεσαν, δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε πειθαρχικές διαδικασίες.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή ότι η προώθηση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι αντισυνταγματική διότι παραβιάζει το Άρθρο 12 του Συντάγματος, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί αφού το Άρθρο τούτο δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες αλλά σε ποινικές. (βλ. Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» (2000) του Ανδρέα Ν. Λοΐζου σελ. 81). Προφανώς γιαυτό το λόγο ο Καν. 49 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) εισήξε πρόνοια παρόμοια με αυτή του Άρθρου 12 του Συντάγματος για πειθαρχικές διαδικασίες. Με τον εν λόγω κανονισμό προβλέπεται ότι «πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον μέλους της Αστυνομίας για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε». Στη δική μας περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω κανονισμός αφού δεν έχουμε περίπτωση που να είχε δικαστεί πειθαρχικά ο αιτητής και να βρεθεί ένοχος ή αθωωθεί και να ακολούθησε νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο θέμα.

Το ότι μια πειθαρχική διαδικασία που στηρίζεται στα ίδια γεγονότα για τα οποία ένα πρόσωπο έχει καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο δεν αποτελεί παραβίαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος, υποστηρίζεται και από νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η δικηγόρος των καθών η αίτηση (βλ. μεταξύ άλλων R. v. Mozora (1970) 3 C.L.R. 210, Lambrou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 379, 386, Mythyllos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 698, 705, 706, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515, 517).

Με βάση τις ίδιες αυθεντίες (βλ. ιδιαίτερα R. v. Mozoras και Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω) το Δικαστήριο τούτο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.

Εξέτασα τα όσα επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή από το προαναφερθεν σύγγραμμα του κ. Γ. Μ. Πική και τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσόστομου Ματθαίου και Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου. Έχω καταλήξει ότι τα όσα εκεί αναφέρονται δεν οδηγούν στην απόφαση ότι δεν μπορεί να υπάρχει και πειθαρχική διαδικασία για τα ίδια γεγονότα για τα οποία υπήρξε καταδίκη από το ποινικό δικαστήριο.  Αντίθετα η ποινική καταδίκη αποτελεί τη βάση για πειθαρχική δίωξη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε και τον Καν. 52 των προαναφερθέντων κανονισμών. Όχι μόνο δε βοηθά τη θέση που προώθησε, ότι δηλαδή υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, αλλά από το λεκτικό του εν λόγω κανονισμού που μιλά για «Μέλος της Δύναμης που δικάστηκε για ποινικό αδίκημα και δε βρέθηκε ένοχο .....» φαίνεται ότι για πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο, όπως η δική μας περίπτωση, δεν εφαρμόζονται τα όσα προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας που χαρακτηρίζει την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση (βλ. μεταξύ άλλων Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438, Lambrakis v. Republic (1973) 3 C.L.R. 29 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 418) και επομένως η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο