ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 130
17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 2005
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΡΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 604/2003)
Δεδικασμένο ― Προϋποθέσεις δημιουργίας ― Δεν υπήρχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Κατά πόσο η διοίκηση δύναται να μεταβάλει άποψη για θέματα που δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, κατά την επανεξέταση.
Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου που δεν κατέχει τα απαραίτητα προς προαγωγή προσόντα, να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφου του.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου (αναδρομικώς μετά από επανεξέταση) στη θέση Διευθυντή Προσωπικού των καθ' ων η αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής ισχυρίζεται η Α.Η.Κ. δεν είχε κανένα δικαίωμα να μεταβάλει την προηγούμενη απόφασή της, με την οποία έκρινε τον αιτητή προσοντούχο.
Πράγματι στην πρώτη διαδικασία που κατέληξε σε προαγωγή του Ε/Μ και η οποία όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και η Α.Η.Κ., αποφάσισαν ότι ο αιτητής κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαραίτητα προσόντα.
Είναι η θέση του αιτητή ότι υπήρξε παράβαση του δεδικασμένου, γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφασή του αποδέχθηκε ότι ο αιτητής κατείχε τα προσόντα και η Α.Η.Κ. δεν την εφεσίβαλε.
Είναι προφανές όμως από την απλή ανάγνωση της απόφασης, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα των προσόντων του αιτητή, ούτε και αποτελεί τούτο θέμα του σκεπτικού της απόφασης. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί μέρος του δεδικασμένου σύμφωνα με τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.
2. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι κατά την επανεξέταση δεν μπορεί η Α.Η.Κ. να διαφοροποιήσει τη θέση της και να κρίνει ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, χωρίς να υπάρξουν νέα γεγονότα και κατ' ακολουθία νέα έρευνα.
Δεν υιοθετείται η θέση αυτή του αιτητή. Η καθ' ης η αίτηση είχε το δικαίωμα να επανεξετάσει το θέμα, εφόσον δεν εκαλύπτετο από το δεδικασμένο, και να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται από τη νομολογία είναι όπως η τέτοια απόφαση να αιτιολογείται. Και στην παρούσα υπόθεση η καθ' ης η αίτηση δίδει επαρκή αιτιολογία για την απόφασή της.
3. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια αρχή και να αποφασίσει αντίθετα με ό,τι η τελευταία αποφάσισε. Κριτήριο για το θέμα αποτελεί η διαπίστωση ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.
Η απόφαση της αρμοδίας αρχής εν προκειμένω λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, γι' αυτό και η απόφαση της ήταν αιτιολογημένη, εφικτή και εύλογη. Κατά συνέπεια ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την επίδικη πράξη και ως εκ τούτου η προσφυγή του είναι απαράδεκτη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηγέρου ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 977/2000, ημερ. 27.2.2003,
Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5,
Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527,
Πογιατζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 422.
Προσφυγή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ' ης η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης με Α. Μαρκίδη, για το Ε/Μ.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:-
«1. Δήλωση Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή την 23.4.2003 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α να προάξουν τον Μιχαήλ Αντωνίου στη θέση του διευθυντή Προσωπικού από 1.8.2000 αντί τον αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και/ή
2. Διάταγμα Δικαστηρίου ακυρούν την ιδίαν ως άνω πράξη ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση.»
Στις 8.3.2000 η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (Α.Η.Κ.) κυκλοφόρησε γνωστοποίηση για την πλήρωση μιας θέσης Διευθυντή Προσωπικού, η οποία είναι θέση προαγωγής. Ανάμεσα σε άλλους, αποτάθηκαν για τη θέση ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ).
Σε συνεδρία της, στις 25.4.2000, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Α.Η.Κ. για θέματα προσωπικού επιλήφθηκε του θέματος της προαγωγής στην επίδικη θέση και αποφάσισε να συστήσει στην καθ' ης η αίτηση την προαγωγή του Ε/Μ.
Σε συνεδρία της η καθ' ης η αίτηση, στις 16.5.2000 αποφάσισε να προσφέρει την προαγωγή στο Ε/Μ.
Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωση της προαγωγής του Ε/Μ. Στις 27.2.2003 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση προαγωγής του Ε/Μ για το λόγο ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων (Βλέπε: Χαρίλαος Χατζηγέρου ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 977/2000, ημερ. 27.2.2003)
Η καθ' ης η αίτηση, εν όψει της πιο πάνω ακύρωσης, συνήλθε σε συνεδρία στις 4.3.2003 και αποφάσισε την παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για επανεξέταση.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, μετά από προβληματισμό και διεξοδική διερεύνηση του θέματος της κατοχής του απαιτούμενου από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντος του Πανεπιστημιακού διπλώματος κατέληξε ότι ο αιτητής δεν το κατείχε και έτσι τον απέκλεισε από την περαιτέρω πορεία της επανεξέτασης. Σύστησε δε και πάλιν το Ε/Μ για προαγωγή. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν κατείχε πανεπιστημιακό τίτλο, βασικό προσόν, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας που έχει ως εξής:-
«University decree or diploma or other academic qualification which, in the discretion of the Authority may be considered equivalent in Engineering, Accountancy, Law, Personnel Management and Industrial Relations.»
Η καθ' ης η αίτηση σε συνεδρία της στις 22.4.2003 υιοθετώντας τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Διευθυντή αποφάσισε να προαγάγει αναδρομικά και πάλιν το Ε/Μ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ως λόγους ακύρωσης έθεσε δύο ερωτήματα: «(α) κατά πόσο δικαιούτο η Α.Η.Κ. να κρίνει ότι ο αιτητής δεν είχε τα προσόντα και (β) αν ναι κατά πόσο ο αιτητής έχει τα απαιτούμενα προσόντα».
Όσον αφορά το πρώτο «ερώτημα» ο αιτητής ισχυρίζεται η Α.Η.Κ. δεν είχε κανένα δικαίωμα να μεταβάλει την προηγούμενη απόφαση της με την οποία έκρινε τον αιτητή προσοντούχο.
Πράγματι στην πρώτη διαδικασία που κατέληξε σε προαγωγή του Ε/Μ και η οποία όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και η Α.Η.Κ. αποφάσισαν ότι ο αιτητής κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαραίτητα προσόντα.
Είναι η θέση του αιτητή ότι υπήρξε παράβαση του δεδικασμένου γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφαση του (βλέπε Χατζηγέρου πιο πάνω) αποδέχθηκε ότι ο αιτητής κατείχε τα προσόντα και η Α.Η.Κ. δεν την εφεσίβαλε.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Είναι προφανές από την απλή ανάγνωση της πιο πάνω απόφασης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα των προσόντων του αιτητή ούτε και αποτελεί τούτο θέμα του σκεπτικού της απόφασης. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί μέρος του δεδικασμένου σύμφωνα με τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι κατά την επανεξέταση δεν μπορεί η Α.Η.Κ. να διαφοροποιήσει τη θέση της και να κρίνει ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα χωρίς να υπάρξουν νέα γεγονότα και κατ' ακολουθία νέα έρευνα.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Η καθ' ης η αίτηση είχε το δικαίωμα να επανεξετάσει το θέμα, εφόσον δεν εκαλύπτετο από το δεδικασμένο, και να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται από τη νομολογία είναι όπως η τέτοια απόφαση να αιτιολογείται.
Απάντηση σε όλα τα τεθέντα ερωτήματα του αιτητή δίδει η νομολογία και ιδιαίτερα η απόφαση στην Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5, η οποία υιοθέτησε την Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527.
Στις δύο πιο πάνω αποφάσεις έχουν δοθεί πλήρεις και σαφείς απαντήσεις σε όσα ο αιτητής προβάλλει. Παραπέμπουμε στα πιο κάτω αποσπάσματα από τη Χατζηχάννα (Αρ. 2) (πιο πάνω) που αποτελούν την απάντηση και σ' αυτή την υπόθεση:-
«Πρώτα όσον αφορά το δεδικασμένο που, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, δημιουργήθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας (Βραχίμης Χ"Χάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 216). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας κατέληξε ότι το μόνο που αποφασίσθηκε στην απόφαση αυτή ήταν ότι δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η κατάληξη της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(2) ενόψει της αντιφατικότητας που παρουσιάσθηκε σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις της όσον αφορά την απαιτούμενη πείρα. Δεν είχε αποφασισθεί από την Ολομέλεια θέμα κατοχής από τον εφεσείοντα του προσόντος της παραγράφου 3(1) ούτως ώστε να δημιουργηθεί δεδικασμένο. Ήταν δε επιτρεπτό στην ΕΔΥ να ασχοληθεί κατά την επανεξέταση με το θέμα της κατοχής του προσόντος, από τον εφεσείοντα, της παραγράφου 3(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη επί του θέματος ως εξής:
«Από τα όσα ήδη ανέφερα περιγραφικά, καθίσταται πρόδηλο και δεν χρειάζεται συζήτηση ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παράγραφος 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από δεδικασμένο. Επομένως μπορούσε να περιληφθεί στην επανεξέταση. Είναι δε επιτρεπτό το διαφορετικό αποτέλεσμα: βλ. Frangoullides and Another v. Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680. Ωστόσο, η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη χρειάζεται αιτιολογία. Αλλιώς η παρέκκλιση, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, θα εμφάνιζε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Αυτή είναι η έννοια της Κώστα Αδαμίδη ν. Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 642/97 ημερ. 24.9.1999 (Χατζηχαμπή, Δ.) στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής και στην οποία υιοθετούνται τα όσα λέχθηκαν για τέτοιες περιπτώσεις από τον Νικολαΐδη Δ. στην Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2768.»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε. Δεν υπήρξε, ούτε παραβιάσθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο, σύμφωνα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία.
Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. (Βλέπε Frangoullides and Another V.P.S.C. (πιο πάνω) νομολογία που επικαλέσθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο). Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ' ότι προηγουμένως, κατάληξή της. Άλλως, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.»
Συμφωνούμε επίσης με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ΕΔΥ αιτιολόγησε δεόντως τη νέα διαφορετική προσέγγιση της ως προς τα προσόντα του αιτητή. Στην απόφαση της Ολομέλειας Χατζηχάννας (αρ. 2) (πιο πάνω) αναφέρονται και τα ακόλουθα που δίδουν πλήρη απάντηση στο θέμα:-
«Έχουμε την άποψη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε επισταμένα, ένα προς ένα, τα προσόντα του αιτητή όπως έπραξε και η ΕΔΥ και κατέληξαν δικαιολογημένα ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται από την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Τούτο, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτόδηλο. Η ΕΔΥ λογικά δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.»
Και στην παρούσα υπόθεση η καθ' ης η αίτηση δίδει επαρκή αιτιολογία για την απόφαση της.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι το εγειρόμενο θέμα καλύπτεται από την υπόθεση Π. Πογιατζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 η οποία απέκλεισε από τη Διοίκηση το δικαίωμα να εξετάσει ζήτημα μη κατοχής προσόντος από υποψήφιο όταν το προσόν αυτό ήταν απαιτούμενο στην προηγούμενη θέση που κατείχε. Η θέση της νομολογίας είναι δεδομένη και δεσμευτική. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν τα γεγονότα που συνηγορούν για την επικράτηση της αρχής αυτής. Ο αιτητής κατείχε τη θέση του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών. Για τη θέση αυτή δεν απαιτείτο οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν πανεπιστημιακού επιπέδου αλλά ο υποψήφιος να είναι «μέλος σ' ένα από τα πιο κάτω Σώματα Επαγγελματιών Λογιστών .....». Κατά συνέπεια το ζήτημα του αιτητή δεν καλύπτεται από την πιο πάνω αυθεντία (Πογιατζής).
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα ((β) πιο πάνω) έχω να παρατηρήσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια αρχή και να αποφασίσει αντίθετα με ότι η τελευταία αποφάσισε. Κριτήριο για το θέμα αποτελεί η διαπίστωση ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.
Έχω καταλήξει ότι η απόφαση της αρμοδίας αρχής λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα γι' αυτό και η απόφαση της ήταν αιτιολογημένη, εφικτή και εύλογη.
Εν όψει της κατάληξης μου αυτής καταλήγω ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την επίδικη πράξη και ως εκ τούτου η προσφυγή του είναι απαράδεκτη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.