ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 17
13 Ιανουαρίου, 2005
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 725/2002)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 872/2002)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 725/2002, 872/2002)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σχέδια υπηρεσίας ― Κατά πόσο παραβιάζει την αρχή της ισότητας το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Υπεύθυνου Σύνταξης.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Πτυχές της νομιμότητας της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Λόγοι που αφορούν την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων ― Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν αποδεικνύεται έκδηλη υπεροχή.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Υπεύθυνου Σύνταξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ενόψει των προνοιών του άρθρου 12 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου Κεφ. 300Α (ως έχει τροποποιηθεί) που προνοεί περί της εξουσίας έκδοσης κανονισμών σχετικά με υπαλλήλους του Ρ.Ι.Κ., καθώς και του Καν. 11 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87), δυνάμει των οποίων εκδόθηκε το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας, δεν δημιουργείται οποιαδήποτε ανισότητα που να παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος. Σχετικη με το θέμα είναι και η υπόθεση Ηλιάνα Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας αρ. υπόθεση 67/2003 ημερ. 24/3/04.
2. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα αναφορικά με το δίπλωμα του ε.μ., αυτός δεν είναι ορθός. Σύμφωνα με τη νομολογία η εξέταση του θέματος κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του αρμοδίου για το διορισμό και/ή προαγωγή οργάνου. Το Δικαστήριο τότε μόνο δικαιολογείται να παρέμβει όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη.
Δεν υπάρχει τέτοια πλάνη περί τα πράγματα ή τέτοια έλλειψη της δέουσας έρευνας εν προκειμένω που να δικαιολογείται η παρέμβαση του δικαστηρίου.
3. Αναφορικά και με τις δύο προσφυγές, προβάλλεται κοινός ο νομικός ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει και ότι δόθηκε σ' αυτή υπέρμετρη βαρύτητα.
Δεν είναι ορθή η εισήγηση ότι έχει δοθεί ανεπίτρεπτο προβάδισμα στο ε.μ.. Η αναφορά του Διευθυντή στα καθήκοντα του ενδιαφερομένου μέρους ήταν ένας από έξι συνολικά λόγους γιατί κατάληγε να συστήσει το ε.μ. Επίσης η έμφαση ήταν στο ότι η συμβολή του ε.μ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στην Κυπριακή Πρεσβεία στην Αθήνα ήταν σημαντική και όχι στο γεγονός ότι του ανατέθηκαν τα εν λόγω καθήκοντα, κάτι που μπορούσε να γίνει και για τους υπόλοιπους υποψήφιους. Περαιτέρω τα καθήκοντα της επίδικης θέσης την καθιστούν ψηλή στην ιεραρχία ούτως ώστε και η διακριτική ευχέρεια του καθού η αίτηση να είναι ευρύτερη. Τα όσα έχει αναφέρει ο Διευθυντής στη σύστασή του είναι σε αρμονία με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Επίσης αυτά συνάδουν με το περιεχόμενο του φακέλου. Ο ισχυρισμός των συνηγόρων των αιτητών ότι πάσχει η σύσταση, δεν ευσταθεί.
4. Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός από τον αιτητή στην 725/02 ότι η αντιπαραβολή των προσόντων του αιτητή με το ε.μ. δε θα μπορούσε να οδηγήσει στο Συμβούλιο στην κατάληξη να επιλέξει το ε.μ. εκτός αν βρισκόταν σε πλάνη.
Έχει όμως νομολογηθεί ότι ακόμη και η αισθητή υπεροχή υποψηφίων στις εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης. Μόνο όπου η υπεροχή είναι έκδηλη και σε βαθμό που να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση, στοιχειοθετείται λόγος για επέμβαση από το δικαστήριο στην απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Στην απουσία έκδηλης υπεροχής, η επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου αποτελεί ευθύνη του διοικητικού οργάνου στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία για την στελέχωση της υπηρεσίας. Πεδίο για δικαστική επέμβαση παρέχεται μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ληφθείσα απόφαση δεν ήταν λογικά εφικτή. Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να διασαλεύει τη βάση της απόφασης του καθού η αίτηση. Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί και αυτός ο ισχυρισμός.
5. Σύμφωνα με τον τελευταίο ισχυρισμό αμφοτέρων των αιτητών η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Από το πρακτικό όμως της 9/7/02 προκύπτουν αρκετά γεγονότα που παρέχουν στον ακυρωτικό δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί τα στοιχεία εκείνα στη βάση των οποίων κατέληξε η διοίκηση στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Η απόφαση του καθού η αίτηση στη παρούσα περίπτωση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 67/2003, ημερ. 24.3.2004,
Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,
Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,
Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250,
Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Δ.Δ. 1318,
Μοδίτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,
Χωραττά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 326,
Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338,
ΧατζηΚυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 491,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Hajiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,
Φράγκου ν. Δημοκρατιας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,
Ευαγγέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 (Α) Α.Α.Δ. 634.
Προσφυγές.
Κ. Κενεβέζος, για Ν. Παπαδόπουλο, για τον Αιτητή στην 725/2002.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην 872/2002.
Π. Πολυβίου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ε/Μ Κώστα Γεννάρη, και στις δύο προσφυγές
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές τους οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης του καθού η αίτηση Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (στο εξής Ρ.Ι.Κ.) η οποία τους γνωστοποιήθηκε με την εγκύκλιο επιστολή του Γενικού Διευθυντή του καθού ημερ. 10/7/02 και με την οποία προάχθηκε από την 1/8/02 στη θέση υπεύθυνου Σύνταξης το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κώστας Γεννάρης αντί του αιτητή στην κάθε υπόθεση.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Με εγκύκλιο επιστολή αρ. 3/2002 και ημερομηνία 16/1/02 προκηρύχθηκε μια θέση Υπεύθυνου Σύνταξης, που είναι θέση προαγωγής, στην Κλίμακα Α11. Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ήσαν τα ακόλουθα:
«(1) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος σε ένα από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Δημοσιογραφία, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, Κοινωνικές Επιστήμες, Πολιτικές Επιστήμες, Φιλολογία, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at-Law) ή άλλο συναφές κατά την κρίση του διοικητικού Συμβουλίου θέμα
ή
άλλο από τα πιο πάνω πανεπιστημιακό προσόν και μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή Τίτλο σε ένα από τα αναφερόμενα πιο πάνω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών
ή
για πρόσωπα που υπηρετούσαν στο Ρ.Ι.Κ κατά την 1/1/2001 μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Συντάκτη.
(2) Πολύ καλή γνώση του περί Ρ.Ι.Κ. Νόμων και Κανονισμών και των Θεσμών και διοικητικών διαδικασιών που ισχύουν στο Ρ.Ι.Κ.
(3) Πολύ καλή γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας. Για το προσωπικό που ήταν στην υπηρεσία του Ρ.Ι.Κ την 1/1/2001 απαιτείται «καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας» αντί «πολύ καλή».
(4) Πολύ καλή γνώση χρήσης Ηλεκτρονικού Υπολογιστή.
(5) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, ευθυκρισία.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (στο εξής Σ.Ε.) για την εν λόγω θέση συνεδρίασε στις 4/4/2002. Από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας προκύπτουν, περιληπτικά τα ακόλουθα:
«Παρόντες κατά τη συνεδρία ήσαν οι εξής:
Χρύσανθος Χατζηιωάννου, Αναπλ. Δ/ντής Προσωπικού και Διοίκησης ως Πρόεδρος,
Ευάγγελος Λουκά, Τμηματάρχης Ειδήσεων & Επικαίρων ως Μέλος
Μιχαλάκης Τοφαρίδης, Τμηματάρχης Προγραμ. Τηλεόρασης ως Μέλος
Ανδρέας Λυμπουρής, Πρόεδρος ΕΥΡΙΚ, Μέλος
Τάσος Ταντελές, ΕΥΡΙΚ ως Μέλος
Κώστας Κόρτας, ΕΥΡΙΚ ως Μέλος
Ανδρούλα Πολυκάρπου ως Γραμματέας.
Το Μέλος της Επιτροπής Ευάγγελος Λουκά προσήλθε στη συνεδρία, παρέδωσε σημείωμα με τις απόψεις του και αποχώρησε............................»
Αφού ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανέγνωσε το σημείωμα του κ. Λουκά ενώπιον των μελών και συζήτησαν το θέμα, κατέληξαν ότι μπορούσε να συνεχίσει η συνεδρία χωρίς την παρουσία του κ. Λουκά. Ενώπιον της Επιτροπής υπήρχαν αιτήσεις από τα πιο κάτω πρόσωπα όπως τούτα φαίνονται με αλφαβητική σειρά. (1) Γεννάρης Κώστας, (2) Γεωργιάδου Ανδρούλα (3) Νικολάου Ιωάννης (4) Πιερίδης Κυριάκος (5) Σιδηρόπουλος Δημήτρης.
Η Επιτροπή αφού μελέτησε τα ενώπιον της έγγραφα και προσωπικούς φακέλους κατέληξε ότι όλοι οι αιτητές πληρούσαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόν της παραγράφου (1) επειδή κατείχαν σχετικό δίπλωμα ή πτυχίο το οποίο και κατονομάζουν για τον κάθε υποψήφιο καθώς επίσης και τα προσόντα που αναφέρονται στις παραγράφους (2), (3), (45) και (5). Το ε.μ. Κώστας Γενάρης κατείχε δίπλωμα in Industrial Relations and Trade Unions Studies του Middlesex Polytechnic. Ο αιτητής στην 725/02 Γιάννης Νικολάου κατείχε πτυχίο δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Σόφιας «Kliment Ohridski". Ο δε αιτητής στην 872/02 Δημήτρης Σιδηρόπουλος πτυχίο Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή παρέπεμψε στο Διοικητικό Συμβούλιο για τα περαιτέρω ως κατάλληλους για προαγωγή όλους τους προαναφερθέντες υποψηφίους. Επίσης η Σ.Ε. αποφάσισε ομόφωνα ότι με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της δεν κρινόταν αναγκαίο να γίνουν προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων.
Στις 9/7/02 το Διοικητικό Συμβούλιο του καθού η αίτηση προχώρησε στην πλήρωση της θέσης. Παραθέτω αυτούσια τα πρακτικά καθώς και τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.
«190. Πλήρωση 1 θέσης Υπεύθυνος Σύνταξης
Πριν την οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος το Συμβούλιο είχε ενώπιον τυ τα Πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για τη θέση ημ. 4/4/2002 και τα επισυναπτόμενα σ' αυτά ακόλουθα έγγραφα:
1. Εγκύκλιο Προκήρυξης της θέσης ημ. 16.1.2002
2. Το σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης
3. Βιογραφικά Σημειώματα των υποψηφίων
4. Κατάλογο κατ' αρχαιότητα των υποψηφίων
5. Κατάλογο με τις βαθμολογίες των υποψηφίων για τα έτη 1997-2001
Είχαν επίσης ενώπιον του τους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων και τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που περιέχουν τη βαθμολογία και την αξιολόγηση της απόδοσης τους για το σύνολο της υπηρεσίας τους στο ΡΙΚ.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι ο Τμηματάρχης Ειδήσεων & Επικαίρων κ. Ευάγγελος Λουκά απεχώρησε από τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής και δεν υπέγραψε το σχετικό πρακτικό.
Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής έχει μόνο συμβουλευτική ιδιότητα, ότι όλοι οι υποψήφιοι κρίθηκαν ως κατάλληλοι για τη θέση, και ότι η απόφαση επιλογής ανήκει αποκλειστικά στο ιδιο το Συμβούλιο, αποφάσισε να παραγνωρίσει την αποχώρηση του κ. Ευάγγελου Λουκά και την μη υπογραφή από τον ίδιο του σχετικού πρακτικού.
Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο αποφάσισε να εξετάσει την ουσία του θέματος.
Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον του έγγραφα και φακέλους σε σύγκριση με το περιεχόμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα.
Το Συμβούλιο, πέραν της κατοχής των ακαδημαϊκών προσόντων που επεσήμανε η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, σημείωσε ότι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν επίσης τη διαζευκτική απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, δηλ. μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Συντάκτη κατά την 1.1.2001.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι η θέση Συντάκτη εισήχθη με το νέο οργανόγραμμα (δεν υπήρχε προηγουμένως) και αντικατέστησε τη θέση Συντάκτη Β΄που κατέχουν όλοι οι υποψήφιοι. Επομένως, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναφορά στη θέση Συντάκτη στο υπό κρίση Σχέδιο Υπηρεσίας, έπρεπε και/ή μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανεφέρετο στη κατοχή της θέσης Συντάκτη Β, η οποία με το νέο οργανόγραμμα αντικαταστάθηκε κατά το 2001 με τη θέση Συντάκτη.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε στην αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου χωριστά και σε σύγκριση με τον κάθε ένα από τους άλλους υποψηφίους. Το Συμβούλιο εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από τους φακέλους των υποψηφίων.
Αναφορικά με τους υποψηφίους γενικά, το Συμβούλιο σημείωσε τα πιο κάτω:
Σ' ότι αφορά την αξία όλοι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι δεδομένου οι τυχόν διαφορές στη βαθμολογία τους είναι αμελητέες.
Σ' ότι αφορά τα απαιτούμενα προσόντα όλοι οι υποψήφιοι τα πληρούν.
Σ' ότι αφορά την αρχαιότητα στην παρούσα θέση οι υποψήφιοι διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία, εκτός του Σιδηρόπουλου Δημήτρη. Ελαφρύ προβάδισμα στην προηγούμενη θέση έναντι του Γεννάρη Κώστα έχουν οι Γεωργιάδου Ανδρούλα, Νικολάου Ιωάννης και Πιερίδης Κυριάκος (ενός μηνός).
Στο σημείο αυτό κλήθηκε στην αίθουσα ο Αν. Γενικός Διευθυντής και του ζητήθηκε να προβεί σε σύσταση αναφορικά με τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Ο Αν. Γενικός Διευθυντής ανέφερε τα πιο κάτω:
Eνώπιον του Συμβουλίου υπάρχουν αξιόλογοι υποψήφιοι, και η επιλογή μεταξύ τους δεν είναι εύκολη. Γνωρίζω προσωπικά την εργασία και την προσφορά τους καθ' ότι, σαν Αν. Γενικός Διευθυντής, έχω καθημερινή επαφή και επικοινωνία με το Τμήμα Ειδήσεων & Επικαίρων και τα στελέχη του. Έχοντας προβληματισθεί έντονα για το θέμα, η άποψη μου είναι ότι επικρατέστερος για προαγωγή είναι ο Γεννάρης Κώστας, για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους:
Με βάση τα στοιχεία ενώπιον του Συμβουλίου, καθώς και τα στοιχεία του φακέλου του και επίσης με βάση τη δική μου πείρα και γνώση, ο Γεννάρης Κώστας διακρίνεται για την πλούσια προσφορά του στον τομέα της δημοσιογραφίας και τις εν γένει ικανότητες του.
Έχει καταδείξει μεγάλες δυνατότητες για ερευνητική δημοσιογραφία.
Έχει αναλάβει την οργάνωση, καταρτισμό και παραγωγή απαιτητικών προγραμμάτων.
Διετέλεσε Σύμβουλος Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στην Αθήνα όπου η συμβολή του ήταν σημαντική.
Διετέλεσε ανταποκριτής αρκετών εφημερίδων στο εξωτερικό.
Έχει λάβει αρκετές συγχαρητήριες επιστολές από το εξωτερικό και το εσωτερικό για την πολύτιμη προσφορά και συμβολή του σε διάφορα προγράμματα του ΡΙΚ και του εξωτερικού (συμπεριλαμβανομένου και βραβείου για τη συμμετοχή του σε διαγωνισμό για την παραγωγή ντοκυμανταίρ «We and our County")
Συμπερασματικά, κρίνω ότι ο Γεννάρης Κώστας είναι ένας εξαίρετος δημοσιογράφος, με μεγάλη προσφορά στο ΡΙΚ, και τον θεωρώ σαν τον καταλληλότερο για προαγωγή στη θέση του Υπεύθυνου Σύνταξης,
Στο σημείο αυτό απεχώρησε από την αίθουσα ο Αν. Γενικός Διευθυντής.
Το Συμβούλιο, μετά από προσεκτική μελέτη όλων των στοιχείων ενώπιον του, συμφώνησε με τη σύσταση/άποψη του Αν. Γενικού Διευθυντή. Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο Αν. Γενικός Διευθυντής είχε την απαιτούμενη γνώση και πείρα των στελεχών του Τμήματος Ειδήσεων & Επικαίρων για να προβεί στη σχετική σύσταση.
Η σύσταση/άποψη του Αν. Γενικού Διευθυντή αντιμετωπίστηκε από το Συμβούλιο με βάση τις πάγιες αρχές της νομολογίας, όπως εκτίθενται στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Κωνσταντινίδου και σε κατοπινή νομολογία (και η οποία είχε επεξηγηθεί πολλές φορές από το Νομικό Συμβουλο).
Το Συμβούλιο, αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, έκρινε ότι η σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή δεν ήταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων. Το Συμβούλιο, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, έκρινε ότι ο καταλληλότερος για προαγωγή είναι ο Γεννάρης Κώστας και αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή του στη θέση Υπεύθυνος Σύνταξης από 1.8.2002.»
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ - ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Με την γραπτή του αγόρευση ο αιτητής Γιάννης Νικολάου (725/02) προβάλλει τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς: (α) παρανομία του σχεδίου υπηρεσίας (β) παράνομη η σύσταση του προϊσταμένου Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και υπέρμετρη βαρύτητα στη σύσταση (γ) έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα και (δ) έλλειψη αιτιολογίας. Από πλευράς του αιτητή Δημήτρη Σιδηρόπουλου (872/02) προβλήθηκαν τα εξής: (α) έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα και μη κατοχή αυτών από το ε.μ. (β) ότι πάσχει η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.
Προχωρώ στην εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών.
Παρανομία του Σχεδίου Υπηρεσίας
Σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό, το σχέδιο υπηρεσίας πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το αποφασίζον όργανο συνιστά παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος) αφού με το σχέδιο υπηρεσίας υπήρξε ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό, με την παράγραφο 1 του σχεδίου εξομοιώνονται πλήρως οι προσοντούχοι πτυχιούχοι με το θέμα και/ή το αντικείμενο υποψήφιοι όπως είναι ο αιτητής καθώς και άλλοι υποψήφιοι, με υποψήφιους οι οποίοι δε διαθέτουν τα απαιτούμενα με το θέμα προσόντα, με αποτέλεσμα να παραχωρείται στο αποφασίζον όργανο η αποκλειστική εξουσία να εξετάζει και αποφασίζει με βάση αυθαίρετες ερμηνείες στο κατά πόσο ένα πτυχίο προσομοιάζει ή είναι συναφές με το αντικείμενο και το θέμα που απαιτείται για την επίδικη θέση. Αποτέλεσμα της πιο πάνω παρανομίας ήταν να θεωρηθεί ότι το δίπλωμα που κατείχε το ε.μ. πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα. Ουσιαστικά έγινε εξίσωση ανόμοιων περιπτώσεων με αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Εξέτασα με προσοχή τον πιο πάνω ισχυρισμό. Αφού όμως έλαβα υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 12 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου Κεφ. 300Α (ως έχει τροποποιηθεί) που προνοεί περί της εξουσίας έκδοσης κανονισμών σχετικά με υπαλλήλους του Ρ.Ι.Κ., καθώς και τον Καν. 11 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87), δυνάμει των οποίων εκδόθηκε το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας έχω καταλήξει ότι δεν δημιουργείται οποιαδήποτε ανισότητα που να παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος. Σχετικη με το θέμα είναι και η υπόθεση Ηλιάνα Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας αρ. υπόθεση 67/2003 ημερ. 24/3/04, την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος του ε.μ., όπου ο Καλλής Δ. ανάφερε τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την αρχή της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει τις αυθαίρετες διαφοροποιήσεις και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125, 131).
Το άρ. 1/90 παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καταρτίσει σχέδια υπηρεσίας στα οποία να καθορίζονται «τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της». Εδώ το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε ότι υποψήφιοι που κατέχουν τα προσόντα της επίδικης σημείωσης ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην μεν παραγ. 3(1) το μόνο προσόν που απαιτείται είναι ακαδημαϊκό, στη δε επίδικη σημείωση απαιτείται ακαδημαϊκό προσόν και τριετής πείρα. Ο Νομοθέτης θέλησε να εντάξει στις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και πρόσωπα που είχαν τη σχετική πείρα. Το άρ. 27 του Νόμου 1/90 παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο απεριόριστη εξουσία καθορισμού των προσόντων και δεν βλέπω πως έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας με το να περιληφθούν διαζευκτικές πρόνοιες στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, το επίμαχο Σχέδιο Υπηρεσίας φωτογραφίζει μερικά από τα ε.μ. δεν το καθιστά αντίθετο προς το αρ. 28 του Συντάγματος. Αυτό γιατί, σύμφωνα με το σχετικό ερμηνευτικό κανόνα, τα δικαστήρια ασχολούνται με τη συνταγματικότητα ενός Νόμου και δεν ασχολούνται με τα κίνητρα, την πολιτική του ή τη σοφία του (Board for registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654). Επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί η σχετική εισήγηση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»
Στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής τα ανωτέρω. Έτσι η εισήγηση ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος, απορρίπτεται.
Παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό της δικηγόρου του αιτητή στην 872/02 ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα αναφορικά με το δίπλωμα του ε.μ. μπορώ να πω χωρίς δυσκολία ότι δε με βρίσκει σύμφωνο. Σύμφωνα με τη νομολογία η εξέταση του θέματος κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του αρμοδίου για το διορισμό και/ή προαγωγή οργάνου. Το Δικαστήριο τότε μόνο δικαιολογείται να παρέμβει όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 Γεώργιος Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250). Άλλη περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να παρέμβει είναι εκεί που η ερμηνεία που έδωσε το αρμόδιο όργανο δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.A.Δ. 1318).
Από το πρακτικό της συνεδρίας του καθού η αίτηση προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο σημείωσε ότι όλοι υποψήφιοι ικανοποιούσαν και τη διαζευκτική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή «μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Συντάκτη κατά την 1/1/2001». Το Συμβούλιο μάλιστα σημείωσε διευκρινιστικά ότι η αναφορά στη θέση Συντάκτη στο υπό κρίση σχέδιο υπηρεσίας έπρεπε και μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναφέρετο στην κατοχή της θέσης Συντάκτη Β΄ η οποία με το νέο οργανόγραμμα αντικαταστάθηκε κατά το 2001 με τη θέση Συντάκτη. Κατά συνέπεια δεν βλέπω να υπάρχει τέτοια πλάνη περί τα πράγματα ή τέτοια έλλειψη της δέουσας έρευνας που να δικαιολογείται η παρέμβαση του δικαστηρίου.
Ισχυρισμός για παρανομία στη σύσταση του Διευθυντή
Αναφορικά τώρα και με τις δυο προσφυγές, προβάλλεται κοινός ο νομικός ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει και ότι δόθηκε σ' αυτή υπέρμετρη βαρύτητα.
Σε ότι αφορά τη σύσταση η νομολογία έχει ευθυγραμμιστεί στην υπόθεση Ιωάννη Μοδίτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, όπου μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Ήταν η θέση της δικηγόρου του αιτητή στην προσφ. 872/02 ότι ο Διευθυντής δια της αναφοράς του ότι το ε.μ. διετέλεσε Σύμβουλος Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στην Αθήνα και ανταποκριτής αρκετών εφημερίδων στο εξωτερικό ως λόγων που τον διακρίνουν, δίνει ανεπίτρεπτο προβάδισμα και πλεονέκτημα υπέρ του ε.μ., αφού και οι δυο υποψήφιοι ευρίσκοντο στην ίδια θέση και μπορούσαν να εκτελούν τα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση ότι έχει δοθεί ανεπίτρεπτο προβάδισμα στο ε.μ.. Η υπόθεση Θεόδωρου Χωραττά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 326, Καλλής Δ., που επικαλείται η δικηγόρος του αιτητή και η οποία, εκ πρώτης όψης, αφήνει να εννοηθεί ότι η αναφορά του Αν. Διευθυντή ότι το ε.μ. εκτέλεσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί στην Ελλάδα ως ανεπίτρεπτη, σε τελική ανάλυση διαφοροποιείται. Εδώ η αναφορά στα εν λόγω καθήκοντα ήταν ένας από έξι συνολικά λόγους γιατί κατάληγε να συστήσει το ε.μ. Επίσης η έμφαση ήταν στο ότι η συμβολή του ε.μ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στην Κυπριακή Πρεσβεία στην Αθήνα ήταν σημαντική και όχι στο γεγονός ότι του ανατέθηκαν τα εν λόγω καθήκοντα, κάτι που μπορούσε να γίνει και για τους υπόλοιπους υποψήφιους. Περαιτέρω αν δούμε τα καθήκοντα της επίδικης θέσης προσέχουμε ότι τούτα είναι τέτοια που την καθιστούν ψηλή στην ιεραρχία ούτως ώστε και η διακριτική ευχέρεια του καθού η αίτηση να είναι ευρύτερη. Τα όσα έχει αναφέρει ο Διευθυντής στη σύσταση του είναι σε αρμονία με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Επίσης αυτά συνάδουν με το περιεχόμενο του φακέλου. Επομένως δεν είναι σε σύγκρουση με τα στοιχεία του φακέλου όπως είναι η εισήγηση της δικηγόρου του αιτητή στην υπόθεση αρ. 872/02. Κατά συνέπεια η σύσταση του Διευθυντή βρίσκεται εντός των πλαισίων της πιο πάνω απόφασης ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η σύσταση σε υποθέσεις όπως στην παρούσα, έχει νομολογηθεί ότι δεν έχει τη σημασία της σύστασης προϊσταμένου τμήματος βάσει των προνοιών του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (όπως τροποποιήθηκε) (βλ. Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338 και Διονυσία ΧατζηΚυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 491). Κατά συνέπεια είναι απόλυτα ορθό και στα πλαίσια της επαρκούς έρευνας που ορίζει το άρθρ.8 (1) της Κ.Δ.Π. 317/87 για το Διοικητικό Συμβούλιο, στο έργο του για να καταλήξει στον καταλληλότερο, να λαμβάνει τις απόψεις των υπηρεσιακών παραγόντων. Καταλήγω λοιπόν ότι ο ισχυρισμός των συνηγόρων των αιτητών ότι πάσχει η σύσταση, δεν ευσταθεί.
Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός από τον αιτητή στην 725/02 ότι η αντιπαραβολή των προσόντων του αιτητή με το ε.μ. δε θα μπορούσε να οδηγήσει στο Συμβούλιο στην κατάληξη να επιλέξει το ε.μ. εκτός αν βρισκόταν σε πλάνη.Διαφωνώ και με αυτή την εισήγηση. Από έρευνα των σχετικών φακέλων, των πρακτικών και πινάκων αρχαιότητας, προκύπτει ότι το Συμβούλιο σημείωσε και έλαβε υπόψη τις αμελητέες διαφορές στη βαθμολογία καθώς και την κατά ένα μήνα αρχαιότητα του αιτητή. Έχει εξάλλου νομολογηθεί ότι ακόμη και η αισθητή υπεροχή υποψηφίων στις εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης. Μόνο όπου η υπεροχή είναι έκδηλη και σε βαθμό που να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση, στοιχειοθετείται λόγος για επέμβαση από το δικαστήριο στην απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Στην απουσία έκδηλης υπεροχής, η επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου αποτελεί ευθύνη του διοικητικού οργάνου στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία για την στελέχωση της υπηρεσίας. Πεδίο για δικαστική επέμβαση παρέχεται μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ληφθείσα απόφαση δεν ήταν λογικά εφικτή (βλ. μεταξύ άλλων Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76 και Hajiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041). Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να διασαλεύει τη βάση της απόφασης του καθού η αίτηση. Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί και αυτός ο ισχυρισμός.
Αιτιολογία
Σύμφωνα με τον τελευταίο ισχυρισμό αμφοτέρων των αιτητών η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Μπορώ να πω, χωρίς καμιά δυσκολία, ότι διαφωνώ και με αυτή την εισήγηση. Από το πρακτικό της 9/7/02 προκύπτουν αρκετά γεγονότα που παρέχουν στον ακυρωτικό δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί τα στοιχεία εκείνα στη βάση των οποίων κατέληξε η διοίκηση στην προσβαλλόμενη απόφαση. (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 272-273).
Τέλος αναφέρω ότι σύμφωνα με νομολογία, στην οποία παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ε.μ. (βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., ανωτέρω), η υπόθεση κρίνεται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:
«Η υπόθεση αυτή θα κριθεί με βάση τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από το Δικαστήριο τούτο:
1. Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή.
2. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αlexandros Christou and Others and the Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 1, σελ. 6, Charalambos Georghiades and Another v. Republic (Public Service Commission) (1970) 3 C.L.R. 257, στη σελ. 268, Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74, σελ. 82, Piperi and Ohters v. Republic (ανωτέρω) Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852).
Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε (Niki Michael (No.1) v. Republic (Public Service Commission) (1975) 3 C.L.R. 136, Evgeniou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 239, HadjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041)».
Με την φράση «έκδηλη υπεροχή» εννοείται τέτοια υπεροχή ενός προσώπου που να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων λαμβανομένων υπόψη της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό πρέπει να προκύπτει και εντυπωσιάζει από την πρώτη ματιά (Ευαγγέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 (Α) Α.Α.Δ. 634). Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η απόφαση του καθού η αίτηση στη δική μας περίπτωση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ως αποτέλεσμα οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ του καθού η αίτηση και του ε.μ., όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.