ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Προσφυγή αρ. 448/2004

 

22 Δεκεμβρίου  2005

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ  28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ

Αιτητής,

 

- ν. -

 

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθών  η αίτηση.

 

------------------

Π. Παπασάββας,  για τον αιτητή

Αλ. Κουντουρή (κα), για τους καθών η αίτηση

-----------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή  ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (πιο κάτω «οι καθών η αίτηση») με την οποία, αφού επανεξέτασαν το αίτημα του μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρνήθηκαν ξανά να τον εγγράψουν ως χρηματιστή.

 

Γεγονότα

  Οι καθών η αίτηση αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου του 1993(Ν. 14(1)/93 ως έχει τροποποιηθεί) και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων κανονισμών. 

 

Κατά ή περί την 28/8/00 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί χρηματιστής και η αίτηση του απορρίφθηκε από τους καθών η αίτηση.  Καταχώρησε τότε την προσφυγή με αρ. 163/01 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 15/7/02 ακύρωσε την αρνητική απόφαση των καθών η αίτηση.  Προτού επανεξετάσουν το αίτημα οι καθών η αίτηση διεξήγαγαν περαιτέρω έρευνα και σε συνεδρία τους ημερ. 20/10/03 αποφάσισαν όπως απορρίψουν ξανά το αίτημα του αιτητή.  Πληροφόρησαν αυτόν σχετικά με επιστολή τους ημερ. 24/1/04 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί αιτητή

Παρόλο ότι στην ίδια την αίτηση (προσφυγή) διατυπώνονται 17 λόγοι ακύρωσης, με την αγόρευση του αιτητή ουσιαστικά προωθήθηκαν τα ακόλουθα:  (α) παραβίαση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 163/01 (β) παραβίαση του δικαιώματος εργασίας που προστατεύει το άρθρο 25 του Συντάγματος και (γ) βασιζόμενος ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στα παραρτήματα που συνοδεύουν την ένσταση προβάλλει τον γενικό ισχυρισμό ότι αποδεικνύονται όλοι οι λόγοι της αίτησης μεταξύ των οποίων η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. 

 

Το θεωρώ ορθό όπως αρχίσω την εξέταση της υπόθεσης από τον πρώτο λόγο δηλαδή της παραβίασης της απόφασης στην προσφυγή 163/01.  Είναι λοιπόν σημαντικό να δούμε το τι αποφάσισε το δικαστήριο στην εν λόγω προσφυγή του αιτητή. 

 

Στην προηγούμενη απόφαση των καθών η αίτηση, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε για το λόγο ότι «δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση του Κανονισμού 3 (1) (δ) των Κ.Δ.Π. 214/95 και Κ.Δ.Π. 342/97, που αναφέρεται στην πείρα για χρηματιστηριακά θέματα». 

 

Η κατάληξη του δικαστηρίου στην προσφυγή 163/01 ήταν (α) ότι «το Χ.Α.Κ. δεν ερεύνησε δεόντως τα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής για να διαπιστωθεί ο βαθμός της πείρας του αιτητή» και (β) «ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν λανθασμένης ερμηνείας του Κανονισμού».  Σχετικά με το (β) αναφέρθηκαν από το δικαστήριο τα εξής:

 

«Το υπηρεσιακό σημείωμα για το οποίο γίνεται λόγος στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ΧΑΚ δεν αφορά την περίπτωση του αιτητή γιατί σύμφωνα με την εισήγηση που περιέχεται στο εν λόγω σημείωμα «ο κανονισμός τίθεται σε εφαρμογή από Ιανουαρίου 2002».  Εδώ, η απόρριψη της αίτησης του αιτητή για εγγραφή στο βιβλίο των χρηματιστών έγινε στις 30/11/2000 δηλαδή, προτού τεθεί σε εφαρμογή η αμφιβόλου ορθότητας ερμηνεία του Κανονισμού 3(1)(δ) από το ΧΑΚ.

 

Για τους πιο πάνω λόγους αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα και στερείται επαρκούς αιτιολογίας.»

 

Η νέα (προσβαλλόμενη) απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή των καθών η αίτηση ημερ. 26/1/04 έχει ως ακολούθως:

 

«Θέμα  Επανεξέταση της απόφασης του Συμβουλίου για την αίτηση σας για εγγραφή ως Χρηματιστής

 

Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου επανεξέτασε την απόφαση του για απόρριψη της αίτησης σας για εγγραφή ως Χρηματιστής, που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή με αριθμό 163/2001.

 

Το Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση σας για το λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι πληρείτε την προϋπόθεση για «εχέγγυα ήθους» που  απαιτείται από τον Κανονισμό 4(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η νέα απόφαση των καθών η αίτηση, δεν περιέχει οτιδήποτε που να είναι αντίθετο με όσα αποφασίστηκαν από το δικαστήριο στην προσφυγή 163/01.  Αντίθετα φαίνεται ότι οι καθών η αίτηση προχώρησαν σε περαιτέρω έρευνα του θέματος των προσόντων του αιτητή.  Επομένως δεν βρίσκω να υπάρχει παράβαση του δεδικασμένου. 

 

Ο άλλος λόγος για τον οποίο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί είναι ότι με την άρνηση των καθών να τον εγγράψουν ως χρηματιστή παραβιάζεται το άρθρο 25 του Συντάγματος.  Στην αγόρευση του, πολύ περιγραμματικά, αναφέρεται ότι έπρεπε να ερμηνευθεί το άρθρο αυτό με τρόπο που να μην επηρεάζεται το δικαίωμα του για άσκηση του επαγγέλματος του χρηματιστή.

 

Σίγουρα το άρθρο 25 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ενός προσώπου «να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον, ή επικερδή εργασίαν».  Όμως το δικαιωμα αυτό υπόκειται σε περιορισμούς ή διατυπώσεις σχετικούς με τα προσόντα οι οποίοι περιορισμοί τίθενται διά νόμου.  (βλ. μεταξύ άλλων Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441).  Στη σελ. 447 διαβάζουμε τα εξής:

 

«Νομοθετική πρόνοια, για να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 25 θα πρέπει να περιορίζει ουσιαστικά και αυθαίρετα το δικαίωμα άσκησης κάποιου επαγγέλματος.  Διερωτώμαστε με ποίο τρόπο, ακόμα και αν ήταν έτσι, η απλή επανάληψη μιας προϋπόθεσης θα συνιστούσε παράνομο περιορισμό.»

 

Στρεφόμενος στα γεγονότα τη δικής μας υπόθεσης είμαι της άποψης ότι με το να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του Χρηματιστή που αναφέρονται στον Καν. 4(1) δεν συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος.   Τέτοιοι περιορισμοί δηλαδή που αναφέρονται σε προϋποθέσεις για την άσκηση ενός επαγγέλματος κρίθηκαν συνταγματικές για αριθμό νομοθετημάτων που αφορούν άλλα επαγγέλματα.  Παραπέμπω για παράδειγμα στις υποθέσεις The Board for Registrarion of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640  και Saba & Another v. Republic (1980) 3 C.L.R. 149.

 

Έτσι ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η νέα απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή δέουσας έρευνας.  Την επιστολή των καθών η αίτηση ημερ. 26/1/04 με την οποία πληροφόρησαν τον αιτητή για τη νέα απόρριψη του αιτήματος του, την παράθεσα πιο πάνω.  Είναι φανερό ότι στην επιστολή αυτή δεν παρέχεται καμιά απολύτως αιτιολογια γιατί ο αιτητής δεν πληροί την προϋπόθεση για «εχέγγυα ήθους» που απαιτείται από τους περί Αξιών και Αξιών Χρηματιστηρίου Κύπρου Κανονισμούς του 1995-1997 (Κ.Δ.Π. 214/95 και Κ.Δ.Π. 342/97).  Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νέος λόγος απόρριψης εμπεριέχει και το στοιχείο της ανεντιμότητας, κανονικά έπρεπε οι καθών η αίτηση να δώσουν επαρκή αιτιολογία γιατί ο αιτητής δεν έχει εχέγγυα ήθους.  Η ανάγκη αιτιολόγησης των ατομικών διοικητικών πράξεων έχει τονιστεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας.  Στην υπόθεση  Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, αναφέρονται τα εξής:

 

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου.  Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία.  «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

 

Όπως ήδη ανάφερα από απλή ανάγνωση της επιστολής της 26/1/04 φαίνεται ότι αυτή στερείται παντελώς οιασδήποτε αιτιολογίας.  Είναι γεγονός ότι υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης.  Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». 

 

Τα πιο πάνω υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την πρόσφατη απόφαση του Καλλή Δ, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Στη σελ. 20 της υπόθεσης Χαράλαμπος Πετεινός πιο πάνω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία «η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων:  267(45), 1144(46) (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186).  (Βλ. και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452/21.7.2000:

 

«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων.  Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων.  Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.  Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης.  Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο.  Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση.  Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97, το θέσαμε ως εξής:

 

«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου.  Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια.  Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της.  Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση.  (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185).  Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου «για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία λογικά εφικτή».  (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).»

 

 

Στη δική μας περίπτωση αν η επιστολή της 26/1/04 (επίδικη απόφαση) εξεταστεί από μόνη της, φαίνεται ότι στερείται παντελώς αιτιολογίας.  Επαναλαμβάνει απλώς το λεκτικό του Καν. 4 κάτι, που με όσα παράθεσα πιο πάνω, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία.  Το ερώτημα είναι αν η αιτιολογία συμπληρώνεται από το φάκελο της διοίκησης, εδώ των καθών η αίτηση.  Στο στάδιο των διευκρινίσεων δηλώθηκε ότι δεν υπάρχει φάκελος της υπόθεσης για να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου και ότι όλα τα σχετικά έγγραφα αποτελούν μέρος της δικογραφίας.  Κατατέθηκε επίσης ως τεκμήριο 1 το Εντυπο Αίτησης του αιτητή.  Στην αίτηση του αιτητή (τεκμ. 1), και ενώ αυτός, σύμφωνα με τους καθών, κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος, σε σχετική ερώτηση «Ασκείτε ή προτίθεστε να ασκήσετε οποιεσδήποτε άλλες εργασίες» διέγραψε το «ΝΑΙ» και άφησε το «ΟΧΙ.  Φαίνεται από τα έγγραφα που συνοδεύουν την ένσταση ότι είναι αυτός ο λόγος που προφανώς οδήγησε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, της οποίας ζητήθηκαν οι απόψεις, να εισηγηθεί στους καθών η αίτηση την απόρριψη του αιτήματος για το λόγο ότι η ενέργεια αυτή του αιτητή θεωρήθηκε ότι αποτελούσε ψευδή δήλωση.

 

Είμαι της άποψης ότι, ενόψει του γεγονότος ότι ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ότι δεν έχει «εχέγγυα ήθους» είναι σοβαρός, ιδιαίτερα εδώ που γνώριζαν από την αίτηση του ότι ο αιτητής είχε άδεια άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος, θα έπρεπε οι καθών η αίτηση, είτε να διερευνήσουν περαιτέρω το θέμα παρέχοντας την ευκαιρία στον αιτητή να εξηγήσει την απάντηση που έδωσε, είτε να δώσουν περαιτέρω αιτιολογία και όχι να υιοθετήσουν απλώς την άποψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.  Σημειώνω εδώ ότι προτού καταλήξουν οι καθών η αίτηση να ζητήσουν τις απόψεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η πρόθεση τους ήταν να εγκρίνουν το αίτημα του αιτητή.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθών η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                    Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο