ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 882
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 811/2004)
18 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 25, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΤΙΓΓΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης , για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία του γνωστοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση με επιστολή τους ημερ. 17.6.2004, και με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική του προσφυγή κατά της κρίσης του ως «προακτέου κατ΄ αρχαιότητα» αντί «προακτέου κατ΄ εκλογήν», για το έτος 2000, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η αίτηση είναι και τα ακόλουθα:
(α) Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση είναι αντίθετη με το νόμο και το Σύνταγμα. Λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και κατ΄ αντίθεση προς τους κανονισμούς, τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης.
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση παρόλο ότι λήφθηκε, αδικαιολόγητα δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή για αλλότριο λόγο ή προς βλάβη του αιτητή.
(γ) Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της αρχής της χρηστής διοίκησης και ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο και/ή με κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας για αλλότριους σκοπούς.
(δ) Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς έρευνας.
Τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης είναι τα εξής:
Κατά το έτος 2000 ο αιτητής κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ως προακτέος στη θέση Αντισυνταγματάρχη, κατ΄ αρχαιότητα αντί κατ΄ εκλογή. Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή, ημερ. 18.6.2000 η οποία υπογράφηκε από τον τότε Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και λήφθηκε από τον αιτητή στις 22.6.2000. Εντός της προθεσμίας των 15 ημερών που προβλέπονται από τον Κανονισμό 43(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990-1992, όπως τροποποιήθηκαν, ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Πέρασαν σχεδόν 4 χρόνια από τότε και ο αιτητής δεν έλαβε οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, παρά τις επιστολές που είχε στείλει κατά το έτος 2003. Τελικά, μετά από επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 6.5.2004, στάληκε επιστολή στο δικηγόρο του αιτητή, ημερ. 17.6.2004, από το Επιτελείο του Υπουργού ΄Αμυνας με την οποία ο δικηγόρος του αιτητή πληροφορείτο ότι η ιεραρχική προσφυγή του πελάτη του εξετάστηκε από το Συμβούλιο Επανακρίσεων κατά τη συνεδρίαση που έγινε στις 30.10.2000 και απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία. ΄Οπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 17.6.2004 το Συμβούλιο απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα πειθαρχικού παραπτώματος με το οποίο βαρύνετο ο αιτητής και για το οποίο είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά στις 11.12.1992 από τον τότε Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς. Στο τέλος της προαναφερόμενης επιστολής αναγράφεται πως η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων δεν γνωστοποιήθηκε στον αιτητή προφανώς από παραδρομή και ότι εν πάση περιπτώσει από 22.12.2000 ο αιτητής είχε προαχθεί στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 43Α (γ) (i) των προαναφερόμενων κανονισμών (το οποίο προστέθηκε με την Κ.Δ.Π. 157/91) οι κριθέντες ως «προακτέοι κατ΄ εκλογή» προηγούνται των κριθέντων ως «προακτέων κατ΄ αρχαιότητα». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως στην προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 17.6.2004 δεν επισυνάφθηκε οποιοδήποτε πρακτικό της συνεδριάσεως του Συμβουλίου Επανακρίσεων ημερ. 30.10.2000, ή οποιασδήποτε άλλης ημερομηνίας.
Στην ένσταση που καταχωρήθηκε αναφέρονται τα γεγονότα στα οποία βασίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση και επισυνάπτονται και 11 τεκμήρια και πάλι όμως δεν επισυνάπτεται οποιοδήποτε πρακτικό συνεδριάσεως του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Το σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου Επανακρίσεων ημερ. 30.10.2000 επισυνάπτεται μόνον στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 10.6.2005, ως Τεκμήριο Α.
Mε απασχόλησαν κατά προτεραιότητα τα εξής τρία βασικά παράπονα του αιτητή:
(α) Η μεγάλη καθυστέρηση στην κοινοποίηση της απόφασης της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής.
(β) Η έλλειψη παρουσίασης-επισύναψης του πρακτικού της συνεδρίασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων, ημερ. 30.10.2000, κατά την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του, τόσο στην επιστολή ημερ. 17.6.2004 του Υπουργείου ΄Αμυνας προς το δικηγόρο του αιτητή, όσο και στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, και
(γ) Το κατά πόσο η σύνθεση του Συμβουλίου Επανακρίσεων παραβιάζει τους Κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
΄Οσον αφορά τη μεγάλη καθυστέρηση των σχεδόν 4 χρόνων στην απάντηση των καθ΄ ων η αίτηση προς τον αιτητή, αναφορικά με την ιεραρχική του προσφυγή, θεωρώ ότι αυτή όντως παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Συνιστά βασική αρχή του διοικητικού δικαίου πως τα διοικητικά όργανα όταν ασκούν τη διακριτική τους εξουσία πρέπει να κατευθύνονται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Η έννοια της χρηστής διοίκησης είναι γενική και δεν προσδιορίζεται με συγκεκριμένο ορισμό. Γενικά είναι παραδεκτό πως οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις (Δέστε: ΄Αρθρο 50 του Ν 158(Ι)/99, Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτοπούλου «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου», ΄Εκδοση 1978, σελ. 88 και Νίκου Χρ. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο ΄Ελεγχος Δημόσιας Διοίκησης», Β΄ έκδοση, σελ. 359-369).
Η υποχρέωση της Διοίκησης συνίσταται στη «λήψη» απόφασης εντός ευλόγου χρόνου, ενώ στην προκείμενη περίπτωση η μεγάλη καθυστέρηση σημειώθηκε στην «κοινοποίηση» της απόφασης στον αιτητή. Παρατηρώ επίσης ότι η ιεραρχική προσφυγή που καταχώρισε ο αιτητής έγινε δυνάμει του Καν. 43(2) των προαναφερόμενων κανονισμών και δεν επηρεάζεται από το άρθρο 29 του Συντάγματος. Δεν μου διαφεύγει ακόμη ότι η καταχώριση της προσφυγής έγινε στις 12.8.2004, μετά δηλαδή που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή (με επιστολή ημερ. 17.6.2004) η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του.
Σύμφωνα με τη Siaftacolas v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1268, αν μετά την προσβολή της παράλειψης της διοίκησης, ο αιτητής πάρει απάντηση αλλά δεν έχει προκληθεί βλάβη στον αιτητή από την καθυστέρηση, ο αιτητής χάνει το έννομο του συμφέρον.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι καθ΄ ων η αίτηση απάντησαν, τελικά, στον αιτητή πριν την καταχώριση της προσφυγής του και δεν υπάρχει ισχυρισμός πως η μεγάλη καθυστέρηση στην κοινοποίηση της απάντησης των καθ΄ ων αναφορικά με την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, του προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη.
Επομένως ο πρώτος λόγος δεν είναι λόγος ακύρωσης.
Το δεύτερο ζήτημα που με απασχόλησε είναι εκείνο της έλλειψης παρουσίασης πρακτικού στην προαναφερόμενη κοινοποίηση της απόφασης στον αιτητή ημερ. 17.6.2004 καθώς και της έλλειψης παρουσίασης πρακτικού στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση. Κρίνω ότι η μη παρουσίαση του πρακτικού της συνεδριάσεως του Συμβουλίου Επανακρίσεων ημερ. 30.10.2000 κατά την κοινοποίηση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 17.6.2004 και η μη επισύναψη του στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση θεραπεύθηκε με την εκ των υστέρων επισύναψη του εν λόγω πρακτικού στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, δεδομένου πως η αυθεντικότητα του πρακτικού εκείνου, δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή.
Τα όσα λέχθηκαν στην Dome Investments Limited ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 741 δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
Το τρίτο ζήτημα είναι εκείνο της ισχυριζόμενης παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να είναι κριτής στην ίδια του την υπόθεση. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η παρουσία του Υπουργού ΄Αμυνας στο Συμβούλιο Επανακρίσεων συνιστά παράβαση της προαναφερόμενης αρχής.
Η σύνθεση των Συμβουλίων Κρίσεων και Επανακρίσεων βασίζεται και επιβάλλεται από τους προαναφερόμενους κανονισμούς και η εγκυρότητα των κανονισμών δεν προσβλήθηκε για λόγους αντισυνταγματικότητας, ως ultra vires ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, εφόσον το Διοικητικό ΄Οργανο συστάθηκε σύμφωνα με έγκυρο κανονισμό, δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσης της απόφασης του, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν κατ΄ ανάγκη και ακύρωση του κανονισμού, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν ζητήθηκε ούτε και υποστηρίχθηκε.
Ως προς το ζήτημα της μη ορθής τήρησης των πρακτικών, που επίσης ηγέρθη από τον αιτητή, παρατηρώ τα εξής. Στην προκείμενη περίπτωση τηρήθηκε ένα μόνο πρακτικό για τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων της 10 και 11.5.2000 στο οποίο καταγράφονται τα γεγονότα και δίδεται σαφής εικόνα για το τί έλαβε χώρα και στις δύο συνεδριάσεις. Παρόλο που υπάρχει μια τυπική παράβαση τύπου (δεν τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά) τη θεωρώ ως μη ουσιώδη και επομένως ως μη επιφέρουσα ακυρότητα. (Δέστε: Καν. 40(4) της Κ.Δ.Π. 90/90 και ΄Αρθρο 13 του Ν 158(Ι)/1999).
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης θεωρώ ότι ήταν απόλυτα θεμιτό για τους καθ΄ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη τους προηγούμενη πειθαρχική ποινή που είχε επιβληθεί στον αιτητή και δεν είχε παραγραφεί.
Δεν θεωρώ πως, η πράξη των καθ΄ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη τους, κατά την αξιολόγηση των θετικών και αρνητικών στοιχείων του αιτητή, την προαναφερόμενη πειθαρχική ποινή με την οποία βαρύνετο, συνιστά υπέρβαση εξουσίας ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης. Κρίνω ότι στην προκείμενη περίπτωση δόθηκε μεν η δέουσα αλλά όχι υπέρμετρη σημασία στο προηγούμενο παράπτωμα και πειθαρχική ποινή του αιτητή (γι΄ αυτό και ο αιτητής προήχθη κατ΄ αρχαιότητα) και ότι η σχετική κρίση του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Δέστε: Υπόθεση 182/2002, Ευστάθιος Γουλιέλμου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19.9.2003 και Υπόθεση 56/2001, Λεωνίδας Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26.2.2002).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.