ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 656/2003
και 692/2003
7 Νοεμβρίου, 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Προσφ. αρ. 656/03
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθών η αίτηση.
------------------
Προσφ. αρ. 692/03
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΥΝΤΖΟΣ
Αιτητής
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
.......................
Ο αιτητής στην 656/03 εμφανίζεται προσωπικά
Κ. Κενεβέζος , για τον αιτητή στην 692/03
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
Α. Κωνσταντίνου για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με τις πιο πάνω προσφυγές ο κάθε αιτητής προσβάλλει την προαγωγή του Γεώργιου Παπαγεωργίου (ενδιαφερόμενου μέρους) στη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που έγινε αναδρομικά από 15/3/01 κατόπιν επανεξέτασης.
Γεγονότα
Ο αιτητής στην προσφυγή 656/03 Βραχίμης Ι. Χατζηχάννα πρωτοδιορίστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία την 1/3/71. Στις 15/1/02 προάχθηκε στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄τάξης. Έκτοτε και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν στη μισθολογική κλίμακα Π 14 (Α12+2). Εκτός από το πρώτο του πτυχίο στη Γεωπονία, που ήταν 5ετούς διάρκειας στην Ελλάδα, κατέχει ΜSc in Agricultural Extension του Πανεπιστημίου Reading (Αγγλίας), Master of Public Administration West Virginia University (Η.Π.Α.), μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Αγροτική Ανάπτυξη και Προγραμματισμό (Ισραήλ) και μετεκπαίδευση στην Αμερικανική Κυβέρνηση διάρκειας ενός έτους στο Professional Development.
Ο αιτητής στην 692/03 Γεώργιος Προύντζος υπηρετεί από μακρού χρόνου στο Υπουργείο Υγείας κατόπιν μετακίνησης του από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τα απαιτούμενα από την επίδικη θέση προσόντα.
Με απόφαση των καθών η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3484 ημερ. 16/3/00 προήχθηκε στη θέση του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, μεταξύ άλλων, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Παπαγεωργίου. Ο αιτητής προσέβαλε την πιο πάνω προαγωγή με την προσφυγή 411/01 και το Ανώτατο Δικαστήριο στις 13/6/03 ακύρωσε την προαγωγή του ε.μ. Παρόμοια προσφυγή καταχώρησε και ο Χατζηχάννας, την 384/01, η οποία συνεκδικάστηκε με την 411/01 και επίσης είχε επιτύχει.
Μετά την εν λόγω ακυρωτική απόφαση οι καθών η αίτηση επανεξέτασαν το θέμα στις 18/6/03 και με νέα απόφαση τους που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3728 και ημερ. 27/6/03 προήξαν ξανά, το ε.μ. Παπαγεωργίου αναδρομικά από τις 15/3/01 με αποτέλεσμα την καταχώρηση από τους αιτητές των παρουσών προσφυγών.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Ο αιτητής στην 656/03 διατυπώνει στην αίτηση του 17 νομικούς λόγους οι οποίοι όμως στην ουσία τους μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο Σύνταγμα, το Νόμο, τους Κανονισμούς, τη χρηστή διοίκηση και λήφθηκε με κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
(β) Παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου.
(γ) Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) δεν ενήργησε ανεπηρέαστα, αλλά με προκατάληψη εναντίον του και/ή βασίστηκε σε παράνομες εκθέσεις και/ή αξιολογήσεις και/ή συστάσεις του Διευθυντή που ήσαν προϊόν προκατάληψης και αντίθετες προς τα στοιχεία των φακέλων.
(δ) Παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι ο αιτητής υπερτερούσε καταφανώς έναντι του ε.μ. σε προσόντα, πείρα και αξία.
Από πλευράς του αιτητή στην 692/03 διατυπώνονται 7 νομικοί λόγοι οι οποίοι ουσιαστικά είναι ίδιοι με τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής στην 656/03.
Εφόσον πρόκειται περί απόφασης μετά από επανεξέταση λόγω προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (εδώ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 384/01 του αιτητή Χατζηχάννα και 411/01 του αιτητή Προύντζου) θα εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό αμφοτέρων των αιτητών ότι παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου.
Επανεξέταση υπόθεσης μετά από ακυρωτική απόφαση - νομική πτυχή
Στην υπόθεση Μίκης Ζαπίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1098 σελ. 1105 η Ολομέλεια (7 δικαστές) του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε απόφαση που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η αρχή ότι τα Διοικητικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη προσφυγή στην οποία αφορά, είναι νομολογιακά θεμελιωμένη. Πρόσφατη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου δικαστηρίου στην υπόθεση Χαρής ν. Της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147 στην οποία γίνεται συζήτηση του θέματος με πλήρη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα ουσιώδες απόσπασμα:
«Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία, είναι δεσμευτικές επί όλων των οργάνων και αρχών της Δημοκρατίας (δες άρθρο 146.5 του Συντάγματος) και όλα τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα στην απόφαση.»
(Δες επίσης την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Καστελλάνου (1988) 3 Α.Α.Δ. 2249)
Στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 σελ. 609 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου ξεκίνησε αυτή ως εξής:
«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης. Όπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφήρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της. Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.
Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη. Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης. Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.»
Στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Α.Δ. (11 δικαστές) Δημοκρατία της Κύπρου μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας ν. Κατερίνας Κοντογιώργη Α.Ε. 2641, ημερ. 16/11/01 ο Νικολάου Δ, εκδίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας (6 δικαστές) στη σελ. 7 αναφέρει τα εξής
«Το ότι η επανεξέταση διενεργείται με αναφορά στο πραγματικό καθεστώς - το νομικό δεν απασχολεί εδώ - του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως βέβαια και των όποιων διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, αποτελεί το σταθερό σημείο από το οποίο θα προχωρήσουμε σε ανασκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την υπό εξέταση πτυχή του ζητήματος της προφορικής εξέτασης. Επαναλήφθηκε άλλωστε εντελώς πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2772, ημερ. 18 Ιουλίου 2001, την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης Δ.»
Οι αρχές αυτές ενσωματώνονται και στο άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158 (1)/99).
Ενόψει του γεγονότος ότι είναι η θέση των αιτητών ότι η Ε.Δ.Υ κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση παραγνώρισε ευρήματα του δικαστηρίου ενάντια της αρχής του δεδικασμένου, παραθέτω εδώ το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα υπόθεση Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, σελ. 614:
«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Όπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:
«As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication."
Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην προσφ. αρ. 515/93, Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατία, ημερ. 19/1/98 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:
«Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος .......................................
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»
Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας. Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο. Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res judicata pro veritate accipitur (Dig. 15,25), που συνδέθηκε με την αλήθεια των νομικών καταστάσεων. Αξίζει να παραθέσουμε από τη μελέτη του καθηγητή Χρίστου Μπάκα στον τόμο «Δεδικασμένο» του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1989) στη σελ. 50 που φανερώνει τη διαχρονική αξία του δόγματος:
«Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της .............. Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση ................»
Σχετικά με το ίδιο θέμα είναι και τα όσα αποφασίστηκαν στις υποθέσεις Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35 που επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή στην 692/03.
Επιστρέφοντας στη δική μας υπόθεση βλέπουμε ότι κατά την επανεξέταση (βλ. πρακτικό 18/6/03) η Ε.Δ.Υ. δηλώνει ότι λαμβάνει υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και εξετάζει αυτά υπό το φως των πιο πάνω ακυρωτικών αποφάσεων. Έτσι θεωρεί ως υποψηφίους για τη θέση τους Κουτουρούσιη Ελπινίκη, Παπαγεωργίου Γεώργιο (ε.μ.) Χατζηχάννα Βραχίμη (αιτητή στην 656/03) και Προύντζο Γεώργιο (αιτητή στην 692/03).
Αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, δηλαδή 10ετή πείρα σε θέματα διοίκησης και προσωπικού και 5ετή πείρα σε διευθυντικά-εποπτικά καθήκοντα, καταλήγει η Ε.Δ.Υ. ότι όλοι τα κατέχουν. Στη συνέχεια προχωρεί και εξετάζει κατά πόσο διαθέτουν ή όχι το πλεονέκτημα της κατοχής «μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοίκησης προσωπικού/δημόσιας διοίκησης/διεύθυνσης». Κατάληξε η Ε.Δ.Υ. ότι μεταπτυχιακά κατέχουν οι υποψήφιοι Κουτουρούσιη, Παπαγεωργίου (ε.μ.) Χατζχηχάννας (αιτητής στην 656/03) αλλά όχι ο Γεώργιος Προύντζος (αιτητής στην 692/03).
Στο κριτήριο της «μακράς και ευδόκιμης πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης» που επίσης λογίζεται ως πλεονέκτημα, η Ε.Δ.Υ. κατάληξε ότι τέτοια πείρα διαθέτουν οι Κουτουρούσιη και ο Προύντζος.
Στο θέμα «αξία» η Ε.Δ.Υ. κατάληξε ότι οι υποψήφιοι Κουτουρούσιη, Παπαγεωργίου και Προύντζος είχαν εξαιρετικές υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τα τελευταία 5 χρόνια ενώ ο Χατζηχάννας είχε αξιολογηθεί χαμηλότερα.
Στο κριτήριο της αρχαιότητας η Ε.ΔΥ. σημείωσε ότι οι Κουτουρούσιη, Προύντζος και Παπαγεωργίου κατέχουν θέση Διευθυντή Διοίκησης, (κλίμακα Α15) η πρώτη από 1/4/95 και οι άλλοι δυο 15/3/97. Έτσι προηγείται η Κουτουρούσιη, ακολουθεί ο Προύντζος ο οποίος προηγείται του ε.μ. με βάση την ημερομηνία προαγωγής του στην Α13 από 15/7/93 ενώ ο Παπαγεωργίου ε.μ. είχε προαχθεί στις 15/3/96. Τελευταίος ήταν ο Χατζηχάννας.
Τέλος η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη που είχε γίνει κατά την αρχική πλήρωση της θέσης και την κατάταξη τους ως ακολούθως: η Κουτουρούσιη Ελπινίκη: Πολύ καλή, ο Παπαγεωργίου Γεώργιος: Παρα πολύ καλός, Προύντζος Γεώργιος: Πολύ καλός+ (κατά πλειοψηφία), ο Χατζχηχάννας Βραχίμης: Καλός.
Υπόψη της Επιτροπής ήταν και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που είχε συστήσει τον Γεώργιο Προύντζο. Όμως η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ (Πρόεδρος και 2 μέλη) για τους λόγους που παραθέτουν, δεν υιοθέτησαν την σύσταση και αντί του αιτητή Προύντζου επέλεξαν το ε.μ. Παπαγεωργίου. Οι λόγοι αυτοί είναι (α) ότι αξιολογήθηκε στην ενώπιον της προφορική συνέντευξη με ψηλότερο επίπεδο, (β) ότι υπερέχει σε προσόντα (γ) ότι η κατά 9 μήνες αρχαιότητα του Γεώργιου Προύντζου στην προηγούμενη θέση δεν είχε αποφασιστική σημασία αφού πρόκειται για διευθυντική θέση (δ) ότι στην αξία είναι ίσοι το ε.μ.. η Κουτουρούσιη και ο Προύντζος και δεν υστερεί των άλλων στη διοικητική πείρα.
Η μειοψηφία (2 Μέλη) υποστήριξαν την προαγωγή του Προύντζου Γεώργιου ο οποίος είχε και τη σύσταση του διευθυντή.
Προχωρώ τώρα να παραθέσω το δεδικασμένο για τον κάθε αιτητή όπως τούτο προκύπτει από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 384/01 και 411/01 για να δούμε αν υπάρχει παραβίαση του με τη νέα απόφαση.
Για τον αιτητή Χατζηχάννα αποφασίστηκαν ουσιαστικά τα ακόλουθα:
«Εν τούτοις, βασίμως ο αιτητής παραπονείται σε σχέση με τον χειρισμό αναφορικά με τα προσόντα. Σημειώνω εν πρώτοις πως η πλειοψηφία της ΕΔΥ περιέλαβε στους λόγους επιλογής του ενδιαφερομένου προσώπου το γεγονός ότι κατέχει ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και συγκεκριμένα πτυχίο νομικής και Master of Public Administration του State University of New York of Albany". H EΔΥ δεν εξειδίκευσε ποιό ακαδημαϊκό προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου θεώρησε ως ανταποκρινόμενο στη βασική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέματα που καθορίζονται αλλά προκύπτει πως αυτό ήταν εκείνο της νομικής. Ενώ το δεύτερο από τα πιο πάνω, καθορίζεται ως το προσόν δυνάμει του οποίου ήδη κρίθηκε ότι είχε το πλεονέκτημα. Η αναφορά σ΄αυτά αφήνει την εντύπωση πως, τουλάχιστον ως προς το πτυχίο της νομικής, υπήρξε αναβάθμιση από πλευράς σημασίας σε σχέση με τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα που προβλέπονται ως βασικά. Παραπέμπω συναφώς στην απόφαση της Ολομέλειας στην Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης ΑΕ 2947 ημερομηνίας 29.5.02, στην οποία παρόμοιος χειρισμός κρίθηκε ανεπίτρεπτος. Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα σε σχέση με την επισήμανση από την ΕΔΥ, προφανώς ως στοιχείων υπεροχής του ενδιαφερομένου προσώπου, ορισμένων ακαδημαϊκών του προσόντων που δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας αφού παραμένει ακάλυπτο το γεγονός ότι και ο αιτητής διαθέτει σειρά τέτοιων ακαδημαϊκών προσόντων. Με αποτέλεσμα να αναζητείται η πρωτογενής κρίση του Δικαστηρίου, βεβαίως εκτός της δικαιοδοσίας του, αναφορικά με τη σχετικότητα και τη βαρύτητα του καθενός. Εν τέλει, όμως, που είναι και το σοβαρότερο, αν συνυπολογίσουμε την κατά τις αρχές σημασίας του, εντοπίζεται θεμελιώδες σφάλμα σε σχέση με την κατοχή πλεονεκτήματος από τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας. Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή πως κατά ελλιπή έρευνα και πλάνη δεν πιστώθηκε με το πλεονέκτημα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, ειδικά για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοίκησης προσωπικού/δημόσιας διοίκησης/διεύθυνσης. Ο αιτητής διαθέτει "Master in Public Administration" και η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε πως με αυτό ικανοποίησε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για το βασικό προβλεπόμενο προσόν. Δεν υπάρχει αντιγνωμία επ' αυτού ούτε και αμφισβητεί ο αιτητής πως αυτό το μεταπτυχιακό, όπως έκρινε η Ε.Δ.Υ., δε θα έπρεπε να μετρήσει διπλά, δηλαδή και ως πλεονέκτημα. Ο αιτητής στηρίζει το επιχείρημα του στην εισήγηση πως κακώς δεν μέτρησαν ως πλεονέκτημα τα πιο κάτω:
(α) το Μ.Sc in Agriculture Extension του Πανεπιστημίου Reading.
(β) το μεταπτυχιακό δίπλωμα, όπως το περιγράφει, στην Αγροτική Ανάπτυξη και Προγραμματισμό από το Ισραήλ.
(γ) μετεκπαίδευση διάρκειας 10 μηνών στην Αμερική στην Professional Development.
Πέρα από τους ισχυρισμούς ουσίας σε σχέση με το επίπεδο και το περιεχόμενο των πιο πάνω, ο αιτητής επικαλέστηκε σειρά προηγούμενων αποφάσεων Συμβουλευτικών Επιτροπών και της Ε.Δ.Υ αλλά και αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας πως η Ε.Δ.Υ. ήταν αντιφατική στους χειρισμούς της σε σχέση με την ανταπόκριση αυτών των ακαδημαϊκών του προσόντων σε απαιτήσεις σχεδίων υπηρεσίας όμοιων με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Οι καθ΄ ών η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαφωνούν και ανέπτυξαν τις δικές τους εκτιμήσεις αναφορικά με τα συμπεράσματα που δικαιολογείται να προκύψουν από τον όγκο των εγγράφων που έχουν κατατεθεί και που έχουν επεξηγηθεί ακόμα και με συμπληρωματικές αγορεύσεις. Δε νομίζω όμως πως, ενόψει του χειρισμού της Ε.Δ.Υ., στον οποίο θα αναφερθώ αμέσως μετά, παρέχεται δικαιοδοτική δυνατότητα να ανατρέξει το ίδιο το δικαστήριο σε προηγούμενα πρακτικά και αποφάσεις για να εξάξει δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώσει δική του κρίση.
Η Ε.Δ.Υ., στο πρακτικό της ημερ. 5/1/01, δίνει την ακόλουθη εξήγηση σε σχέση με το λόγο για τον οποίο έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε πλεονέκτημα:
"Όσον αφορά τον υποψήφιο Βραχίμη Χ"Χάννα, που διαθέτει Master in Public Administration η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κρίνεται ότι αυτός δε διέθετε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακό διπλώματος, αφού η κατοχή του εν λόγω προσόντος τον καθιστά προσοντούχο υποψήφιο με βάση τη σημείωση ότι ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα".
Αυτά, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα άλλα που επικαλείται ο αιτητής, μεταξύ των οποίων το αναφερόμενο στην Agriculture Extension, που δεν αμφισβητείται ότι είναι μεταπτυχιακό. Επομένως, τουλάχιστον σε ότι αφορά αυτό το μεταπτυχιακό προκύπτει ενδεχόμενο πλάνης αφού, από το πρακτικό που τηρήθηκε αφήνεται να νοηθεί ή τουλάχιστον δεν μπορεί να αποκλεισθεί πως η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε με την αντίληψη πως ο αιτητής δε διαθέτει άλλο μεταπτυχιακό.
Όπως έχω σημειώσει έχει αναπτυχθεί σειρά επιχειρημάτων αναφορικά με το κατά πόσον αυτό το μεταπτυχιακό, ενόψει του περιεχομένου του ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν έχω επ' αυτού οτιδήποτε που να μπορεί να θεωρηθεί ως κρίση της Ε.Δ.Υ. και, όπως έχω σημειώσει, δε θα ήταν δυνατό να διαμορφώσω πρωτογενή κρίση ή ακόμη και να επεκταθώ στους ισχυρισμούς αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό αντιφατική στάση της Ε.Δ.Υ. Προκύπτει όμως παρόμοιο ζήτημα και σε σχέση με το περιγραφόμενο ως μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Αγροτική Ανάπτυξη και Προγραμματισμό. Βεβαίως εγείρονται επ' αυτού αμφισβητήσεις αναφορικά με το κατά πόσο είναι πράγματι μεταπτυχιακό δίπλωμα και σημειώνω εδώ την περιγραφή του στα έγγραφα που έχουν προσκομισθεί ως Certificate of Post-Graduate Course in Comprehensive Regional Development Planning αλλά τέθηκαν ενώπιον μου και πρακτικά Συμβουλευτικών Επιτροπών και της Ε.Δ.Υ. στα οποία αυτό ρητά περιγράφεται ως μεταπτυχιακό δίπλωμα.
Το τρίτο από τα ακαδημαϊκά προσόντα που εξειδίκευσε ο αιτητής, εκείνο της Professional Development περιγράφεται ως πιστοποιητικό κτηθέν μετά από μετεκπαίδευση και θα πρέπει και επ' αυτού η ΕΔΥ να διαμορφώσει άποψη, κατά τα ανωτέρω. Στην απουσία τέτοιου υπόβαθρου, δεν θα επεκταθώ σε πρωτογενείς κρίσεις.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Για τον αιτητή Προύντζο, αφού το δικαστήριο παραθέτει τους αντίστοιχους ισχυρισμούς των διαδίκων (α) στο θέμα κατά πόσον το ε.μ. κατείχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας βασικό προσόν, (β) στο θέμα αξία και γ) ότι ο γενικός διευθυντής σύστησε τον αιτητή, ουσιαστικά αποφάσισε τα εξής:
«Ανήκει κατ΄εξοχήν στη διοίκηση το έργο της ερμηνείας και της εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας και το Δικαστήριο ασκεί αναθεωρητικό έλεγχο με δοσμένη την κατά περίπτωση, κρίση της. Αυτό σημαίνει πως η διοίκηση, εν προκειμένω η ΕΔΥ, οφείλει και να ερμηνεύει το σχέδιο υπηρεσίας αλλά και να εξηγεί την εφαρμογή του στην περίπτωση. Εδώ, περιορίστηκε στη γενική δήλωση ότι:
"´Oλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα όσο και την πρόνοια για δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία σε θέματα διοίκησης προσωπικού από την οποία πενταετής υπηρεσία σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών."
Χωρίς οποιασδήποτε μορφής επεξήγηση. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες ο φάκελος αναδεικνύεται ως επαρκές συμπλήρωμα. Αυτό, όμως, όταν η αιτιολογική σκέψη προβάλλει αναντιλέκτως από το φάκελο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η αναζήτηση, αξιολόγηση και συσχετισμός στοιχείων από το φάκελο από το ίδιο το Δικαστήριο, θα έχει ουσιαστικά το χαρακτήρα πρωτογενούς κρίσης που δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου.
Όσα επισημάνθηκαν από τον αιτητή δημιουργούν θέμα αναφορικά με τη βάση πάνω στην οποία η ΕΔΥ στήριξε την κρίση της σε σχέση με την πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου και κατά τα δυο της σκέλη, ως απαιτούμενου βασικού προσόντος. Ενδεχόμενη δική μου αναζήτηση, ενόψει των επιχειρημάτων από την άλλη πλευρά, δεν θα ήταν συναρτημένη προς ό,τι θα μπορούσε αναντιλέκτως να προσδιοριστεί ως η αιτιολογική βάση της ΕΔΥ. Επομένως, αν την επιχειρούσα θα υπερέβαινα τα δικαιοδοτικά όρια της ακυρωτικής δίκης.
Είναι, βεβαίως, η νομολογία μας πως από την κατοχή θέσης για την οποία απαιτείται όμοιο προσόν, τεκμαίρεται η κατοχή του και σε σχέση με τη νέα θέση. Δεν έχουμε όμως τέτοια περίπτωση εδώ. Το σχέδιο υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων που κατείχε στο παρελθόν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι, ως προς το θέμα που μας απασχολεί, εμφανώς διαφορετικό και, περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως από τους διάφορους συλλογισμούς, με παραπομπή σε άλλες διαδικασίες, πολύ λιγότερο όταν αφορούν σε άλλους, είναι δυνατό να εξαχθούν μονοσήμαντα συμπεράσματα ή, εν πάση περιπτώσει, να εντάξουν την περίπτωση στην πιο πάνω αρχή. Με αυτά υπόψη δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες ή άλλες κρίσεις. Η ΕΔΥ θα έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα και απερίσπαστη να καταλήξει, εξηγώντας βέβαια και τους λόγους της όποιας κατάληξής της.
Στοιχειοθετήθηκαν όμως και άλλοι λόγοι ακυρότητας. Αφορούν στην τελική σύγκριση. Κατ΄αρχάς η ΕΔΥ θεώρησε ότι και οι "εμπειρίες" του ενδιαφερομένου προσώπου στις διάφορες θέσεις στις οποίες υπηρέτησε τον καθιστούν, σε συσχετισμό προς τα άλλα, καταλληλότερο. Αυτό τελεί σε συνάρτηση και προς τα σχετιζόμενα με την πείρα του ως βασικού προσόντος αλλά προκύπτει και άλλη διάσταση. ΄Ηταν ο αιτητής και όχι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που είχε το πλεονέκτημα της ευδόκιμης πείρας σε καθήκοντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και δημιουργείται τουλάχιστον ερωτηματικό αναφορικά με το πώς με παραπομπή στις προηγούμενες θέσεις του ενδιαφερομένου προσώπου κρίθηκε ότι οι εμπειρίες του "μπορούν να το βοηθήσουν να ανταποκριθεί επαρκέστερα στα καθήκοντα της θέσης". Αλλά και αναφορικά με το πώς στη συνέχεια, ενώ ο αιτητής είχε το πλεονέκτημα της πείρας, σημειώθηκε ότι έχει "όπως και ο επιλεγείς εμπειρίες στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης".
Στο τέλος η ΕΔΥ, εννοώντας πάντα την πλειοψηφία της, συγκρίνοντας ιδιαίτερα τον αιτητή με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σημειώνει ως λόγο της επιλογής του καταλληλότερου την καλύτερη απόδοσή του στην προφορική εξέταση και το ότι έχει υπέρτερα προσόντα. Αυτό το απόσπασμα δύσκολα εναρμονίζεται προς όσα είχαν σημειωθεί προηγουμένως ως λόγοι της κρίσης της. Και, περαιτέρω, δημιουργείται ερώτημα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η ΕΔΥ προσέγγισε το γεγονός ότι και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει το πλεονέκτημα. Είχαν και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πτυχίο νομικής. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε μεταπτυχιακό που ο αιτητής δεν κατείχε αλλά ο δεύτερος είχε το πλεονέκτημα της πείρας. Ποιά είναι η λογική της υποβάθμισης ουσιαστικά του ενός έναντι του άλλου όταν το σχέδιο υπηρεσίας δεν τα κατατάσσει κατά σειρά σπουδαιότητας; Προκύπτει, επομένως, και επ' αυτού ζήτημα σε σχέση με την επάρκεια της αιτιολόγησης της τελικής κρίσης της ΕΔΥ. Πολύ περισσότερο ενόψει και της αναφοράς σε προσόντα που δεν απαιτούνται σε σχέση με τα οποία αναμένεται ευκρινής προσέγγιση τόσο αναφορικά με τη σχετικότητα και συνεπώς την αντίστοιχη βαρύτητά τους όσο και με ενδεχομένως τέτοια προσόντα του αιτητή.
Η σημασία της σύστασης και η δυνατότητα παραγνώρισής της όπως και η βαρύτητα της προφορικής εξέτασης και των προσόντων που δεν απαιτούνται συναρτώνται προς το σύνολο των στοιχείων και θα εναπόκειται στην ΕΔΥ, υπό το φως των κρίσεων και της αιτιολόγησης τους κατά την επανεξέταση, να τα δει συνολικά.»
(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Από τα πιο πάνω προσέχουμε ότι το δικαστήριο δεν είχε προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα γεγονότων υπέρ των αιτητών που να αποτελεί δεδικασμένο. Η ουσία της απόφασης του δικαστηρίου (και τούτο φαίνεται ιδιαίτερα στα σημεία που έχω υπογραμμίσει) ήταν ότι η Ε.Δ.Υ. είτε δεν αιτιολόγησε ικανοποιητικά επι μέρους αποφάσεις της, είτε δεν ερεύνησε επαρκώς το θέμα.
Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. εξετάζοντας εκ νέου το κατά πόσο το ε.μ. απαιτούσε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, έπραξε αυτό που είχε αποφασίσει το δικαστήριο, δηλαδή προχώρησε να εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους για την απόφαση της. Καταλήγοντας και πάλιν ότι το ε.μ. ικανοποιεί τόσο την πρόνοια για 10ετή πείρα σε θέματα διοίκησης προσωπικού όσο και για 5ετή πείρα σε διευθυντικά-εποπτικά καθήκοντα, ενήργησε με τρόπο που δεν παραβιάζει οποιοδήποτε δεδικασμένο αφού τώρα, σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά, έδωσε εξηγήσεις για την απόφαση της. ΄Ετσι ο ισχυρισμός του αιτητή στην 692/03 περί παραβίασης του δεδικασμένου απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον αιτητή Χατζηχάννα ο ίδιος θεωρεί ότι υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου από το γεγονός και μόνο ότι η Ε.Δ.Υ. επαναπροήγαγε το ε.μ. Δεν εξηγεί όμως πώς παραβιάστηκε το δεδικασμένο πέραν του ισχυρισμού ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ερεύνησε το θέμα και δεν αιτιολόγησε την απόφαση της. Όμως από απλή ανάγνωση των πρακτικών της 18/6/03, φαίνεται να υπάρχουν πλήρεις λόγοι και εξηγήσεις γιατί προτίμησε το ε.μ.
Αναφορικά με το παράπονο του αιτητή Χατζηχάννα στο θέμα της κατοχής του πλεονεκτήματος, ότι δηλαδή η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη όλα τα προσόντα του που αποτελούν πλεονέκτημα αναφέρω τα εξής:
«Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε τα ακόλουθα:
3.(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: δημόσια διοίκηση, Διοίκηση επιχειρήσεων, Διοίκηση προσωπικού, εργασιακές σχέσεις, οικονομικά, πολιτικές ή κλασσικές επιστήμες, νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at law) δημόσιες σχέσεις, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία.
Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».
Η Ε.Δ.Υ. ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας και κατέληξε ότι τα δυο πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μεταπτυχιακό το οποίο να αποτελεί πλεονέκτημα. Στο μέρος αυτό το σχέδιο υπηρεσίας προέβλεπε ως ακολούθως:
«Πλεονεκτήματα
(α) Μακρά και ευδόκιμη πείρα σε καθήκοντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ή/και
(β) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοίκησης προσωπικού/δημόσιας διοίκησης/διεύθυνσης.»
Με αυτά τα δεδομένα και έχοντας υπόψη την αρχή ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. και ότι το δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν επεμβαίνει στην κρίση της διοίκησης εκτός αν η απόφαση στην οποία κατέληξε το όργανο δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, καταλήγω ότι ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή επίσης δεν ευσταθεί. Για το θέμα αυτό βλέπε μεταξύ άλλων Παπαλεοντίου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 211, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.α. (1990) 3(ΣΤ) Α.Α.Δ. 4316 Σαββίδου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410 και Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, 545, όπου ο Δικαστής Καλλής εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας ανάφερε τα ακόλουθα:
«Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας μας, ότι η ευθύνη της ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας. Δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από το διορίζον όργανο ήταν εύλογη, έστω και αν το Δικαστήριο έχει διαφορετική γνώμη (βλ. Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 61, 69, Πέτσας ν. Δημοκρατίας, 3 R.S.C.C. 60 Δημοκρατία ν. Αϊβαλιώτης (1971) 3 Α.Α.Δ. 89, Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 513, 519, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 513, 519, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) Α.Α.Δ. 376, 391).»
Πάνω στο ίδιο θέμα σχετικές είναι και οι υποθέσεις Δαυίδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ 696 και Δημοκρατία ν. Μαρίλιας Παντζαρή-Ελισσαίου κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168.
Άλλος ισχυρισμός του αιτητή Χατζηχάννα είναι ότι υπερέχει έκδηλα έναντι του ε.μ. και κατά τη γνώμη του κατέχει το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα εις πολλαπλούν. Παραθέτει στη γραπτή του αγόρευση μεγάλο αριθμό πιστοποιητικών, που κατά τη γνώμη του αποτελούν πρόσθετα προσόντα.
Η θέση του αιτητή ότι κατέχει, λόγω των προσόντων του το πλεονέκτημα εις πολλαπλούν, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Παραπέμπω στην υπόθεση Μουμτζή ν. Δημοκρατίας (910/95) ημερ. 23/4/97 στην οποία το δικαστήριο σε σχέση με παρόμοιο ισχυρισμό, ότι δηλαδή το πρόσθετο προσόν του αιτητή ήταν υπέρτερο του ε.μ., ανάφερε τα ακόλουθα:
«Έχει νομολογηθεί ότι προσόντα πρόσθετα από εκείνα που προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής μόνο σημασίας για διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή (βλέπε: Δημοκρατία ν. Κακκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Hadjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041). Έπεται κατά συνέπεια ότι τα οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. Η Ε.Δ.Υ. δεν έκαμε ιδιαίτερη μνεία στα πρόσθετα προσόντα είτε του αιτητή είτε του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά αναφέρει ότι τα έλαβε υπόψη όπως φαίνονται στον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων. Είναι, επομένως πρόδηλο ότι η Ε.Δ.Υ. γνώριζε και έλαβε υπόψη της τα επιπρόσθετα προσόντα των υποψηφίων. Έχει δε νομολογηθεί ότι δεν είναι αναγκαίο για την Ε.Δ.Υ. να αναφέρει στην αιτιολογία της απόφασης όλα τα στοιχεία που αξιολόγησε και έλαβε υπόψη της (βλέπε Φακοντής ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 753, ημερ. 21.7.89).»
Σύμφωνα με τη νομολογία για να ευσταθεί ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή πρέπει αυτή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Στην Γρηγορίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 σελ. 734 ο Δικαστής Καλλής ανάφερε τα ακόλουθα:
«Για να ευσταθήσει ο ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη υπεροχή πρέπει η υπεροχή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από πρώτη ματιά (Βλ. ΧατζηΣάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76,78 - απόφαση Πική Δ., όπως ήταν τότε.»
Τα ίδια έχουν λεχθεί και στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στο θέμα αυτό ήταν εντός του πεδίου της διακριτικής της εξουσίας και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου τούτου. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η σύσταση του διευθυντή επηρεάζετο από προκατάληψη εναντίον του, επίσης δεν ευσταθεί. Σχετικά με το θέμα αυτό είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Φλωρεντία Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε 3355 ημερ. 10/11/04, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η μεροληψία θα πρέπει να αποδεικνύεται και σε αυτή την περίπτωση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν στοιχειοθετούνται παρόμοιοι ισχυρισμοί (βλ. σχετικά Christou ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 και Soteriadou & Others ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 921)."
Με βάση τα πιο πάνω οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης και μεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύονται με μαρτυρία. Απλή παράθεση και ισχυρισμός περί ύπαρξης τους, δεν είναι αρκετό. Στην παρούσα περίπτωση κρίνω ότι τα όσα επικαλείται ο αιτητής έχουν παραμείνει ως απλοί ισχυρισμοί. Έτσι ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή 656/03 θα πρέπει να απορριφθεί.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της προσφυγης 692/03, αφού στο θέμα του δεδικασμένου έκρινα ότι τούτο δεν έχει παραβιαστεί. Ο αιτητής στην 692/03, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις, φαίνεται να είχε αξιολογηθεί καλύτερα από τον αιτητή Χατζηχάννα. Ήταν δηλαδή πιο κοντά στο ε.μ. Το ερώτημα όμως είναι αν η γενική εικόνα δείχνει ότι ο αιτητής Προύντζος έχει, όχι απλώς υπεροχή, αλλά έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ. Με βάση τη νομική πτυχή που έχω ήδη παραθέσει όταν εξέταζα την προσφυγή του Χατζηχάννα, καταλήγω ότι και εδώ ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τέτοια υπεροχή. Αιτητής και ε.μ. ήσαν προσοντούχοι και ικανοί για τη θέση. Όμως η Ε,.Δ.Υ. η οποία σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που αφορά θέση ψηλά στην ιεραρχία έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζής (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,54 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 19) επέλεξε το ε.μ. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνον αν αποδειχθεί ότι αυτή ασκήθηκε παράνομα, κάτι που εδώ δεν έχει αποδειχθεί.
Στην Δημοκρατίας ν. Πανταζής (πιο πάνω) σελ. 54 διαβάζουμε τα εξης:
«Η θέση είναι διευθυντική. Είναι η ανώτερη θέση στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης. Η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής είναι ευρεία - (βλ. Andreas Frangos v. Republic (Publice Service Commission) (1970) 3 C.L.R. 312, Charalambos Michael Ierides v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 9 και στην έφεση Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165.)»
Έτσι στην εν λόγω υπόθεση παρόλο που ο αιτητής και το ε.μ. χαρακτηρίστηκαν από το δικαστήριο και οι δυο ως «προσοντούχοι, ικανοί δημόσιοι υπάλληλοι», κατέληξε ότι δε θα επενέβαινε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής αν η απόφαση της κρινόταν εύλογα επιτρεπτή.
Στη δική μας περίπτωση στα τρία βασικά κριτήρια επιλογής ο αιτητής και το ε.μ. ήσαν κατά το μάλλον ή ήττον οι ίδιοι. Σημειώνω επίσης ότι είχαν ουσιαστικά την ίδια αρχαιότητα αφού προήχθηκαν στην τελευταία τους θέση την ίδια μέρα (15/3/97). Απλώς ο αιτητής είχε 8 μήνες αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση (είχε προαχθεί στις 15/7/93 ενώ το ε.μ. στις 15/4/94), η οποία όμως, σύμφωνα με τη νομολογία που ανάφερα πιο πάνω, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα.
Με βάση όλα τα πιο πάνω δε βρίσκω καλό λόγο να επέμβω στη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. Η απόφαση της για προαγωγή του ε.μ. ήταν εύλογα επιτρεπτή. Έτσι και αυτή η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα οι παρούσες προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθών η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη, με τις προσφυγές, απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4 (α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς