ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 616/2004)

 

4 Νοεμβρίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA  28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Π. Παύλου, για τον Αιτητή.

 

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.04.2004 και με την οποία επέλεξαν τον Δημήτρη Ιωάννου στην μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Α απο την 1.12.03 αντί και /ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη , παράνομη και  στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

 

Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για τις θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη για τη Φυσική Αγωγή (η επίδικη θέση).

 

 Τα κύρια σημεία του ιστορικού θα διευκολύνουν στην καλύτερη κατανόηση της επιχειρηματολογίας των μερών.

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού διαβίβασε έγκριση της αρμόδιας Αρχής για πλήρωση 3 θέσεων  Βοηθού Διευθυντή Α Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Φυσική Αγωγή.

 

Η ΕΕΥ αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων που είναι  θέσεις προαγωγής.

 

Κατάλογος όλων των αιτητών μαζί με τις αιτήσεις τους, αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης καθώς και οι φάκελοι υπηρεσιακών εκθέσεων διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης που βάσει του νόμου είναι ο πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατόπιν μελέτης των προσωπικών φακέλων των αιτητών, προέβηκε στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας τους και της αρχαιότητας τους με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(4)(α) και (4)(γ) του Νόμου . Προχώρησε επίσης στη μελέτη των προσόντων των υποψηφίων, σημειώνοντας ότι μόνο ο αιτητής από τους υποψήφιους των οποίων το σύνολο των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή είχε επιπρόσθετα προσόντα  (κατέχει πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών). 

 

Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής με έγγραφο του ημερ.19.9.2003, διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τον κατάλογο των  υποψηφίων τους οποίους αυτή σύστησε με σειρά προτεραιότητας στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

 

Πρώτος στον κατάλογο της Συμβουλευτικής ήταν ο κ. Πετρίδης Ανδρέας με σύνολο μονάδων 197.50, ακολουθούσε  ο αιτητής και ο Τσιάκκιρος Γεώργιος  με σύνολο μονάδων 196.50. Ο αιτητής συγκέντρωσε αναλυτικότερα : Μονάδες αξίας 190, μονάδες αρχαιότητας 5,50 και μία μονάδα σε προσόντα. Το όνομα του ενδιαφερόμενου προσώπου  κ. Ιωάννου Δημήτρη ήταν πέμπτο στον κατάλογο προτεινομένων για προαγωγή, συγκεντρώνοντας βαθμολογία 193.50 (Μονάδες αξίας 190, μονάδες αρχαιότητας 3,50 και 0 μονάδες αναφορικά με τα προσόντα).

 

Κατά τη συνεδρίαση της ημερομηνίας 8.10.2003, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από ενδιαφερόμενους για αναθεώρηση του καταλόγου των προτεινόμενων υποψηφίων που είχε ετοιμάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Για τον κατάλογο υποβλήθηκε μία ένσταση, που προερχόταν από τον κ. Τσιάκκιρο Γεώργιο.

 

Μετά την εξέταση της ένστασης του κ.Τσιάκκιρου, η Επιτροπή αποφάσισε να τον πληροφορήσει ότι έγινε αποδεκτή παραχωρώντας του 4.66 μονάδες αρχαιότητας, αντί 4 που του είχε  παραχωρήσει η Συμβουλευτική επιτροπή, με αποτέλεσμα η συνολική βαθμολογία του να ανέλθει σε 197.16.

 

Εν συνεχεία η ΕΕΥ προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που είχε καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή και διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας των υπό πλήρωση θέσεων, και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8) του Νόμου. Στον τελικό αυτό κατάλογο πρώτο ήταν σημειωμένο το όνομα  του  κ. Πετρίδη Ανδρέα με σύνολο μονάδων 197.50, δεύτερο του κ. Τσιάκκιρου Γεώργιου με 197.16. Ακολουθούσε το όνομα του αιτητή με σύνολο μονάδων 196.50. Το όνομα του ενδιαφερόμενου προσώπου  ήταν σημειωμένο πέμπτο στη σειρά του καταλόγου με σύνολο μονάδων 193,50. 

 

Η ΕΕΥ, αφού κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων τους οποίους θα καλούσε  σε συνέντευξη, προκαθόρισε τη βαρύτητα που θα δινόταν στα κριτήρια του άρθρου 35Β (10)(β) του νόμου ως ακολούθως:

 «ΚΡΙΤΗΡΙΑ                                                                                                   ΜΟΝΑΔΕΣ

 

- Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα                                1.0

 

-Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του

Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη       1.0      

Φυσική Αγωγή

                                                                                          

                                          

-Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων

σχετικών με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης                                        1.0

 

-Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης                                   1.0

απόψεων και θέσεων

 

-Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία)                 0.5

        

-Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια)                0.5»

 

 Για την ίση μεταχείριση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη αποφασίστηκε να  χρησιμοποιηθούν παράλληλες ερωτήσεις στους ακόλουθους τομείς:

 

«11.1 Παρακολούθηση των σύγχρονων τάσεων της εκπαίδευσης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από επιμορφωτική δραστηριότητα, συγγραφική δράση και παρακολούθηση της σύγχρονης βιβλιογραφίας.

 

11.2 Αντίληψη του ρόλου του Βοηθού Διευθυντή Α σχολείων μέσης γενικής εκπαίδευσης και των ευθυνών της θέσης, όπως αυτά εκφράζονται με στρατηγικά σχέδια δράσης, ιεράρχηση καθηκόντων στους τρεις τομείς δράσης που ορίζει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ,επιδίωξη συγκεκριμένων  στόχων σε κάθε τομέα και στρατηγική πραγμάτωσης των στόχων.

 

11.3 Ανάλυση διοικητικών προβλημάτων τα οποία προκύπτουν κατά την άσκηση του ρόλου με ειδικότερες ερωτήσεις σε προβλήματα που δημιουργούνται, παραλείψεις που σημειώθηκαν και τρόποι αντιμετώπισης.»

 

Σημειώθηκε περαιτέρω ότι οι απαντήσεις στους πιο πάνω  τομείς θα παρείχαν αρκετές ενδείξεις για να αξιολογηθεί η επάρκεια των υποψηφίων και στα κριτήρια δεξιότητα επικοινωνίας, γλωσσική επάρκεια, προσωπικότητα.

 

 

Οι προσωπικές συνεντεύξεις έγιναν στις 31.10.2003 και προσήλθαν οι πέντε από τους οκτώ υποψηφίους (μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο).

 

Η Επιτροπή αξιολόγησε την απόδοση κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη με μονάδες και για κάθε κριτήριο χωριστά. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αναλυόταν περιγραφικά και παρουσιαζόταν αριθμητικά σε συνοπτικό πίνακα. Το άθροισμα των επιμέρους κρίσεων μεταφράστηκε σε γενικό χαρακτηρισμό με βάση την κλίμακα αξιολόγησης όπως καθορίζεται στο άρθρο 35(10)(β).

 

Η ΕΕΥ πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μονάδων ενός εκάστου των υποψηφίων που διαμορφώθηκε από:

«i. τις μονάδες που η Συμβουλευτική Επιτροπή κατένειμε σε κάθε υποψήφιο, και όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά από εξέταση των υποβληθεισών ενστάσεων και από έλεγχο της νομιμότητας του καταλόγου και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλέπε άρθρο 35Β(8)), και

 

ii.  τις μονάδες που η Επιτροπή έδωσε κατά την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη.»

 

Με βάση τα πιο πάνω,  η ΕΕΥ αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στους κ.κ. Τσίακκιρο Γεώργιο (198.16), Ιωάννου Δημήτρη (198) και Πετρίδη Ανδρέα (198) που είχαν συγκεντρώσει τις περισσότερες μονάδες.

 

Ο αιτητής έλαβε σύνολο  μονάδων 197.50.

 

Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής επιχειρηματολογεί ότι ενόψει της ανατροπής της συνολικής του βαθμολογίας που ουσιαστικά ακολούθησε τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, η ΕΕΥ δέν έδωσε σαφή , επαρκή και ικανοποιητική αιτιολογία (α) για την τόσο χαμηλή βαθμολογία ως προς την απόδοση του στην προσωπική συνέντευξη σε σύγκριση με την τόσο ψηλή βαθμολογία του ενδιαφερόμενου προσώπου και β) για την προτίμηση της υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου λόγω της υπεροχής ή της υψηλότερης βαθμολογίας του στην προσωπική συνέντευξη, μη λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη και αγνοώντας την υπεροχή του αιτητή   σε σχέση με τα υπόλοιπα προσόντα.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, ή ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 35 Β (4)(β) και συνεπώς λανθασμένα έδωσε μόνο μία μονάδα στον αιτητή αντί 2 για  το ότι κατέχει, επιπρόσθετα, πτυχίο νομικής.

 

Ισχυρίζεται τέλος ο αιτητής ότι η καθ΄ ης η αίτηση απέδωσε υπερβολική βαρύτητα στις προσωπικές συνεντεύξεις με αποτέλεσμα να παραγνωριστεί  η υπεροχή του αιτητή σε προσόντα.

 

Πριν την εξέταση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί η προδικαστική ένσταση που εγείρει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  στη γραπτή του  αγόρευση .

 

Ας σημειωθεί  ότι το θέμα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ισχυρίζεται ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον για να προσβάλει την επίδικη απόφαση για το λόγο ότι έχει ήδη προαχθεί στην επίδικη θέση.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει την αρχή ότι, η ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος που πλήττεται ευθέως με την πράξη που προσβάλλεται αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 146.2 του Συντάγματος.

 

Το έννομο δε αυτό συμφέρον πρέπει να υπάρχει και στα τρία ουσιώδη στάδια της διαδικασίας: (α) κατά το χρόνο λήψης της επίδικης πράξης, (β) κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, και (γ) κατά τη δίκη (Δέστε: Φρειδερίκου Τσολάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 689/90, ημερ. 29.11.91 και Karapataki v. Republic (1982) 3 CLR 88).

 

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η μή προαγωγή του αιτητή στην επίδικη θέση κατά τον ουσιώδη χρόνο (ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης ) έχει παράγει δυσμενή αποτελέσματα γι΄ αυτόν. Επομένως ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης έστω και άν έχει προαχθεί σε κατοπινό στάδιο στη θέση Βοηθού Διευθυντή Α, στα πλαίσια άλλης προαγωγικής  διαδικασίας .Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης με σκοπό τη διεκδίκηση  αναδρομικής προαγωγής  στη θέση Βοηθού Διευθυντή Α στα πλαίσια διαδικασίας επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης.  Συνεπώς η προδικαστική ένσταση για έλλειψη έννομου συμφέροντος του αιτητή στην έγερση της προσφυγής δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης που επικαλείται ο αιτητής.

 

Θα εξετάσω πρώτα τους ισχυρισμούς του περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας για το ότι η ΕΕΥ βαθμολόγησε τόσο χαμηλά τον αιτητή σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως προς την απόδοση του στην προσωπική συνέντευξη και ή αντίστροφα γιατί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο βαθμολογήθηκε τόσο ψηλά σε σχέση με τον αιτητή .Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποβάλλει ειδικότερα ότι η μή αποκάλυψη των στοιχείων εκείνων και δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη καθώς και η μή παράθεση των σκέψεων που οδήγησαν στη συγκεκριμένη κρίση και στα συγκεκριμένα συμπεράσματα και εντυπώσεις  των μελών της ΕΕΥ αναφορικά με την απόδοση του αιτητή στην προφορική εξέταση σε σύγκριση με αυτή του ενδιαφερόμενου προσώπου, καθιστά, αυθαίρετη την ανατροπή της ψηλότερης βαθμολογίας του αιτητή  που είχε συγκριτικά με αυτή του ενδιαφερόμενου προσώπου πρίν τη διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μη αναφορά στο τί αναμενόταν να περιέχουν οι ορθές απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, η μη αναφορά στις απαντήσεις που έδωσε ο εξεταζόμενος και περαιτέρω η έλλειψη εξηγήσεων που θα δικαιολογούσαν τα συγκεκριμένα συμπεράσματα ή εντυπώσεις., καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο.

 

Από  τις αξιολογήσεις των υποψηφίων όπως αυτές φαίνονται στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής (ημερ. 17.11.2003), προκύπτει ότι η ΕΕΥ στηριζόμενη στα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια που είχε προκαθορίσει όπως ρητά αναφέρεται προς τούτο στα σχετικά πρακτικά της, βαθμολόγησε τόσο τον αιτητή όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σύμφωνα με την απόδοση τους κατά την προφορική τους συνέντευξη παραθέτοντας επαρκή αιτιολόγηση  αναφορικά με το χαρακτηρισμό του καθενός. Η αιτιολόγηση είναι τέτοια που δικαιολογεί καλύτερη  βαθμολογία για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Προκύπτει συναφώς ότι η Επιτροπή εν προκειμένω παρείχε τη σχετική αιτιολογία αναφορικά με τα στοιχεία κρίσης που έλαβε υπόψη και ποιά ήταν η απόδοση του κάθε υποψηφίου σε κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά.

 

Το θέμα ωστόσο της διαφοράς στη βαθμολογία ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις και αν αυτή θα έπρεπε να ήταν 0.30 για το πρώτο κριτήριο αξιολόγησης της προσωπικής συνέντευξης  ή 0.40 για το δεύτερο  ή λιγότερη, αυτό είναι θέμα που σύμφωνα με τη νομολογία δεν ελέγχεται από το δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σχετικά με το θέμα της βαθμολογίας των υποψηφίων (Δέστε: Κώστας Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 (Στ) Α.Α.Δ. 4499).  Η  νοητική λειτουργία των μελών του Συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το δικαστήριο. (Δέστε: Σ. Σωτηρίου. ν. Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452 και τη σχετική επίσης  υπόθεση Ελένη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, αρ. 654/93, ημερ. 15/7/94 σελ. 2 και 3 (Κωνσταντινίδης Δ).

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Καψού ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 574, που αφορούσε τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε κατά την προφορική εξέταση ότι ο αιτητής/εφεσείων δεν διέθετε (για πρώτο διορισμό) το προσόν της παραγράφου 3(α)(ιιι) του σχεδίου υπηρεσίας παρά το γεγονός ότι είχε πολύχρονη ευδόκιμη υπηρεσία στο Υπουργείο Εξωτερικών με εξαίρετες εκθέσεις. Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και η Ολομέλεια έκρινε ότι ήταν ορθή η απόφαση της Ε.Δ.Υ. και η κρίση της Σ.Ε.

 

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν υπήρχε παρανομία στο ότι δόθηκε προβάδισμα σε μονάδες στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως προς την αξιολόγηση της απόδοσης του κατά την προφορική συνέντευξη.  Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ενεργώντας στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας ενομιμοποιείτο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου  35Β(10) των Περι Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 ως 2003,  να προβεί στη δική της εκτίμηση κατά την προφορική συνέντευξη ενός εκάστου υποψηφίου και να αυξήσει τις μονάδες του απο 1-5.

 

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί και το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή περί έλλειψης αιτιολογίας για την προτίμηση της ΕΕΥ υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου λόγω της υπεροχής ή της υψηλότερης βαθμολογίας του στην προσωπική συνέντευξη.

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιό βαθμό λήφθηκε υπόψη η βαθμολογία στην προφορική συνέντευξη σε σύγκριση με τα υπόλοιπα προσόντα των υποψηφίων και αν η απόφαση της ΕΕΥ να προτιμήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στηριζόμενη  αποκλειστικά στο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε συγκεντρώσει περισσότερες μονάδες  ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί και σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν μπορεί να δίδεται τέτοια μεγάλη σημασία στο αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης  συνέντευξης αλλά έπρεπε καθώς διατείνεται ο αιτητής ,ιδιαίτερα εδώ που είναι θέση προαγωγής, το θέμα να εξεταστεί αφού ληφθεί υπόψη η συνολική υπεροχή του αιτητή και στα άλλα κριτήρια όπως η μακρά υπηρεσία και ακαδημαϊκά προσόντα. Επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124, Mιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ. υποθ. αρ. 116/02, ημερ. 31/3/93, Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 298 για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό ότι δεν πρέπει να δίδεται  μεγάλη βαρύτητα στη συνέντευξη.

 

Στην υπόθεση Smyrnios v. Republic (ανωτέρω) σελ. 135 λέχθηκε ότι:

 

«The impression created by a candidate at the interview is not the most safe way of assessing a candidate because, inter alia, of the necessarily rather short duration of each interview and of the undeniable possibilities of an adroit candidate making the Commission think more highly of him than he deserves or a timid or nervous candidate not being able to show his real merit (Triantafyllides and Others v. The Republic (Public Service Commission) (1970) 3 CLR 235)».

 

 

 

 

 

 

Ο παράγων της συνέντευξης είναι συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και όχι το κύριο στοιχείο. Στην υπόθεση Ελένη Πίπη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. υποθ. αρ. 1201/99, ημερ. 21/12/00, ο Χατζηχαμπής Δ., μεταξύ άλλων, ανάφερε τα εξής:

 

«......  Η σχετικότητα του παράγοντα της συνέντευξης, ως μάλιστα συμπληρωματικού και όχι κύριου στοιχείου κρίσεως της αξίας, δεν είναι, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, αποφασιστικής σημασίας, η δε απόδοση τέτοιας σημασίας σε αυτή και μάλιστα προκειμένου περί ελάχιστης, αν όχι επαναλαμβάνω πλασματικής διαφοράς αξιολόγησης όπως στην προκείμενη περίπτωση την ανάγει σε υποκειμενικό και αυτοτελές υπερκριτήριο και δεν αιτιολογείται από τα δεδομένα.»

 

 

Η ίδια πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 35Β (10)(α) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002, όπου διαβάζουμε: «Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης».

 

Το  θέμα αύξησης των μονάδων από την ΕΕΥ διέπεται από το άρθρο 35Β(10)(β) όπως  τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99 και το οποίο διαλαμβάνει τα  ακόλουθα:

 

«35B(10) Mετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

 

(α) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3):

 

(ι) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

(ιι) το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.

 

(ιιι) την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις:

 

Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.

 

(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4), τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 6, ως ακολούθως:

(i) μέχρι 5, ανάλογα με την απόδοση κάθε υποψήφιου στην προσωπική συνέντευξη ως ακολούθως:

 

5 μονάδες για εξαιρετική απόδοση.

 

4,5 μονάδες για σχεδόν εξαιρετική απόδοση.

 

3,5 μονάδες για πάρα πολύ καλή απόδοση.

 

3 μονάδες για πολύ απόδοση.

 

2,5 μονάδες για σχεδόν πολύ καλή απόδοση.

 

2 μονάδες για σχεδόν πολύ καλή απόδοση.

 

1 μονάδα για σχεδόν καλή απόδοση.

 

0,5 μονάδα για μέτρια απόδοση.

 

Νοείται ότι η Επιτροπή, για την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στην προσωπική συνέντευξη, θα λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για το κάθε ένα από τα οποία προκαθορίζει τη βαρύτητα του σε μονάδες:

 

Ενημέρωση σε θέματα της ειδικότητάς του ή, σε περίπτωση πλήρωσης διοικητικής θέσης, σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα.

 

Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης.

 

Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων σχετικών με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, σε περίπτωση πλήρωσης διοικητικής θέσης.

 

Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων.

 

Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία).

 

Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια).

 

(ii) 0,5 μέχρι 1 μονάδα, που δίνεται με αιτιολογημένη απόφαση για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης και το οποίο αποκτήθηκε από τον υποψήφιο μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αιτήσεων.»

 

 

Με βάση το πιο πάνω άρθρο, τίθενται κριτήρια για σκοπούς αύξησης των μονάδων από την ΕΕΥ όπως φαίνονται στον κατάλογο που καταρτίζει η ΣΕ με βάση το άρθρο 35Β(4). Δεν υπάρχει ωστόσο πρόνοια ότι η ΕΕΥ θα πρέπει να συμβουλεύεται ξανά το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Αυτό επιβαλλόταν πριν την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου (νομοθετικό καθεστώς και νομολογία που ίσχυε πριν τη θέσπιση του Νόμου του 44(1)/99). Το λεκτικό του άρθρου 35Β (10) (β) πριν τη τροποποιήση του με το Ν44(Ι)/99 προέβλεπε ότι από τη στιγμή που η ΕΕΥ αποφάσιζε να υιοθετήσει το μέτρο της αυξήσεως, η αύξηση θα έπρεπε  να αναφέρεται και στους δύο τομείς που καλύπτονταν από το άρθρο 35Β (10) (β), δηλαδή:

 

(ι) την εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και

 

(ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των

υπηρεσιακών εκθέσεων).

 

 

Μετά την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου, δεν απαιτείται ότι η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για την αύξηση των πέντε (5) μονάδων πρέπει να στηρίζεται στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, αλλά μπορεί να στηρίζεται μόνο στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.

 

Ούτε στην τελική της απόφαση η ΕΕΥ είναι υπόχρεη να εξετάσει ξανά και να κάμει ειδική αναφορά στους προσωπικούς φακέλους και φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

 

Λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 35Β(10)(β) που ισχύει στη δική μας περίπτωση όπως τροποποιήθηκε με το Ν.44(Ι)/99 σε αντιδιαστολή με το άρθρο 35(10)(α) του ιδίου Νόμου, η ΕΕΥ δεν είναι υπόχρεη να αναφέρει στην τελική της κρίση ότι έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων καθώς και των φακέλων των εμπιστευτικών εκθέσεων και γενικά τα προσόντα και τη πείρα των υποψηφίων. Συναφώς είναι αρκετό να βασίσει την τελική της κατάληξη μόνο στο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες (όπως έπραξε εν προκειμένω) έστω και αν το προβάδισμα  του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν ελάχιστο (0,50 μονάδες).

 

Αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 35Β(10)(β) που ισχύει στη δική μας περίπτωση σε αντιδιαστολή με το άρθρο 35(10)(α) σχετική είναι και η απόφαση στην  Προσφυγή αρ. 293/03, Ιωάννης Κτωρίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30/8/2004  του Φωτίου, Δ..

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι εφόσον η απόφαση της Ε.Ε.Υ. έχει αιτιολογία που στηρίζεται και συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2003 όπως τροποποιήθηκε και τύχαινε εφαρμογής κατά τον ουσιώδη χρόνο, o σχετικός λόγος ακύρωσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι η ΕΕΥ ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, ασκώντας κακώς τη διακριτική της ευχέρεια δίδοντας στον αιτητή μόνο μία μονάδα για το πτυχίο νομικής που κατέχει αντί δύο μονάδες, κατά παράβαση του άρθρου 35Β(4)(β) (ιιι), όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν την τροποποίηση του με το Ν 44(Ι)/2004.

 

Το άρθρο 35Β(4)(β) του Νόμου προνοεί τα εξής:

 

«(4) όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας, η οποία θα καθορίζεται με την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

 

(α) .................................................. .................

 

(β) προσόντα:

 

1 έως 5 μονάδες, που δίδονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση της, για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης ως ακολούθως:

 

(ι) 5 μονάδες για διδακτορικό τίτλο

 

(ιι) 3 μονάδες για μεταπτυχιακό τίτλο «Μαστερ»

 

(ιιι) 2 μονάδες για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο

διάρκειας ενός τουλάχιστον ακδημαϊκού έτους

 

v) 0,5-1 μονάδα για άλλο πρόσθετο προσόν:

Νοείται ότι για τον ίδιο ή ισότιμο τίτλο, δίπλωμα, πτυχίο ή άλλο πρόσθετο προσόν απονέμονται πάντα ίσες μονάδες.

 

Νοείται ........................................»

 

Είναι πρόδηλο ότι με βάση την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, πρόσθετα προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, μπορεί να έχουν κάποια βαρύτητα υπέρ του υποψηφίου που τα κατέχει, μέσα στο γενικό κριτήριο του καταλληλότερου υποψηφίου. Το ερώτημα ωστόσο εν προκειμένω είναι αν καλύπτεται η περίπτωση από τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(4)(β)(ιιι) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99)

 

Αντιλαμβάνομαι και ερμηνεύω τη φράση στην παράγραφο (ιιι) της εν λόγω νομοθετικής πρόνοιας 35Β(4)(β) «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους» να σημαίνει ότι απαιτείται ο χρόνος φοίτησης για εξασφάλιση του σχετικού πτυχίου να είναι τουλάχιστον ενός έτους.

 

Ο αιτητής κατέχει πτυχίο Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου βέβαια ο χρόνος φοίτησης είναι 4 έτη. Του δόθηκε όμως μόνο μία μονάδα χωρίς καμία εξήγηση.

 

Συναφώς η Συμβουλευτική Επιτροπή που κατάρτισε τον κατάλογο των υποψηφίων και σε αυτόν παράθεσε τη βαθμολογία τους, είτε προέβηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω νομοθετικής πρόνοιας είτε δεν έκανε τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει ότι το προσόν του αιτητή αποτελούσε πτυχίο που για την εξασφάλιση του σαφώς χρειάζεται φοίτηση πέραν του ενός έτους.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι υπήρχε νομικό ή πραγματικό σφάλμα στην απόφαση της Σ.Ε. να δώσει στον αιτητή μία μονάδα  αφού αυτός κατείχε πτυχίο Νομικής.

 

Η ΕΕΥ με τη σειρά της εσφαλμένα και ανεξήγητα δεν διόρθωσε τον κατάλογο που η Συμβουλευτική κατάρτισε (Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8),  όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5(δ) του Ν 44(Ι)/99, η Επιτροπή εξετάζει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις).

 

Το λάθος εν προκειμένω που οφείλεται είτε σε πλάνη περί τα πράγματα είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου απέβηκε καταλυτικό για την τελική κατάταξη των υποψηφίων.

 

Η πλάνη στην οποία, σύμφωνα με τα πιο πάνω, περιέπεσε η καθ΄ ης η αίτηση, είναι, κατά την άποψή μου, ουσιώδης  για το λόγο ότι επηρέασε την απόφαση για επιλογή, και προαγωγή, του ενδιαφερομένου μέρους ενώ, αν δεν συνέτρεχε, η καθ΄ ης η αίτηση θα μπορούσε εύλογα να οδηγηθεί στην επιλογή, και προαγωγή, του αιτητή αντί του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι απόφαση που λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης είναι άκυρη επειδή αποτελεί απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, και είναι απόφαση που λαμβάνεται καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

 

 

Ενόψει της κατάληξής μου ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως ευσταθεί, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.  Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

 

                                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο