ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 448/2003
30 Nοεμβρίου, 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NEW DIVISION LTD
Αιτήτρια
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Α. Δράκος, για την αιτήτρια
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία τους επιβλήθηκε επιπρόσθετος φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) για το ποσό των ΛΚ 13,334.94 για την περίοδο από 1/6/98 έως 30/6/02.
Γεγονότα
Η αιτήτρια εταιρεία (που πιο κάτω θα αποκαλούνται «οι αιτητές») κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 20/5/98 με αρ. εγγραφής Φ.Π.Α. 10094724J. Ασχολείτο με την εκμετάλλευση και διαχείριση μπυραρίας στη Λευκωσία. Σε κάποιο στάδιο (3.1.01)η υπηρεσία Φ.Π.Α. είχε λάβει ανώνυμη γραπτή καταγγελία εναντίον των αιτητών από πολίτη που επισκέφθηκε την μπυραρία ως πελάτης. Στην καταγγελία αναφερόταν ότι δεν αναγράφεται στις αποδείξεις που εκδίδει η επιχείρηση ο αρ. Μητρώου Φ.Π.Α. και ότι οι τιμές που χρέωναν οι αιτητές είναι διαφορετικές από τις τιμές που αναγράφονταν στον τιμοκατάλογο που ήταν αναρτημένος στην είσοδο της μπυραρίας. Η πληροφορία έτυχε σχετικής επεξεργασίας από τους αρμόδιους λειτουργούς της υπηρεσίας Φ.Π.Α. Έτσι το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 (Ν. 95(1)/2000) διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στο υποστατικό των αιτητών ο οποίος έλεγχος άρχισε στις 1/12/02 και ολοκληρώθηκε στις 7/3/03. Κατά τον εν λόγω έλεγχο ζητήθηκαν τα βιβλία και αρχεία τα οποία οι αιτητές όφειλαν να τηρούν για την περίοδο από 1/6/98 μέχρι 30/6/02 για να εξεταστούν σε σχέση με τα υποβληθέντα στοιχεία στις φορολογικές τους δηλώσεις για την ίδια περίοδο.
Από την εξέταση των πιο πάνω βιβλίων και αρχείων, διαπιστώθηκαν διάφορες παραλείψεις ως προς την τήρηση των απαιτουμένων από το Νόμο βιβλίων. Περαιτέρω φάνηκε ότι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί ήσαν ανακριβείς και/ή περιείχαν σφάλματα και γενικά ήσαν τέτοιας φύσης που οι καθών έκριναν ότι επηρέαζαν την αξιοπιστία των αιτητών.
Ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων (λεπτομέρειες των οποίων φαίνονται και στην προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση) ο Έφορος Φ.Π.Α. έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλαν οι αιτητές κατά τις φορολογικές περιόδους από 1/6/98 μέχρι 30/6/02 ήσαν ελλειπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως αποτέλεσμα ο Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) για τις φορολογικές περιόδους από 1/8/98 μέχρι 31/1/02 που τύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 246/90 και με βάση το άρθρο 49 του Ν. 95(1)/00 για τις φορολογικές περιόδους από 1/2/02 μέχρι 30/6/02 που τύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου αυτού. Πληροφόρησε σχετικά τους αιτητές για την εν λόγω απόφαση του με επιστολή ημερ. 13/3/03 σύμφωνα με την οποία οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν το προαναφερθέν ποσό των Λ.Κ. 13,334.94 ως επιπρόσθετο Φ.Π.Α. Το ουσιαστικό μέρος της επιστολής ημερ. 13/3/03 έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στον έλεγχο των φορολογικών σας δηλώσεων που άρχισε στις 11/12/2002 και σας πληροφορώ, ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων που τηρείτε για την περίοδο από 1/6/1998 μέχρι 30/6/2002, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Α. Δεν τηρήσατε Αρχείο για τα ποτά που καταναλώνονται από εσάς και το προσωπικό της επιχείρησης ή κερνιόνται σε πελάτες σας, όπως προνοεί ο κανονισμός 4(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 ΚΔΠ 114/92 και της παραγράφου 5(1) και 5(2) του Δέκατου Παρατήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 2000, Ν. 95(1)/2000 και του κανονισμού 22 των περί ΦΠΑ (Γενικοί Κανονισμοί) Κανονισμών του 2001 Κ.Δ.Π. 314/2001.
Β. Αποτύχατε στον έλεγχο αξιοπιστίας όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους επί του κόστους πωληθέντων. Συγκεκριμένα ενώ το μεσοσταθμικό περιθώριο κέρδους για τα αλκοολούχα ποτά, που αντιπροσωπεύουν το 90% των εκροών σας, έχει υπολογιστεί σε 211% εντούτοις οι οικονομικές καταστάσεις, παρουσιάζουν περιθώριο κέρδους της τάξεως του 96%. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόκλιση στις δηλωθείσες εκροές με τις φορολογικές σας δηλώσεις και τις πωλήσεις του λογαριασμού κερδοζημιών των οικονομικών καταστάσεων των ετών 1998-1999.
Γ. Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα οι δηλωθείσες πωλήσεις και φόρος εκροών της περιόδου 1/6/1998-30/6/2002 έχουν κριθεί ανακριβείς και έχουν ανασυγκροτηθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα Ι που επισυνάπτεται. Στους υπολογισμούς των πωλήσεων λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα:
- Οι αγορές ποτών ανέρχονται στις £224.306,00
- Αγορές μη αλκοολούχων ποτών £6.683,06
- Αποθέματα αλκοολούχων ποτών 30/6/2002 £6.000,00
- Ποτά ύψους £26.598,46 παραχωρούνται ως κατανάλωση προσωπικού και κεραστικά (7%), καθώς και απώλειες (3%).
- Το μεσοσταθμικό περιθώριο κέρδους στα αλκοολούχα ποτά ανέρχεται σε 211%, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ποτά σερβίρονται σε ποσότητα ανά ποτήρι 6cl.
- Αγορές τσιγάρων £23317,60
- Κόστος πωληθέντων τσιγάρων £22452,49 αφαιρώντας τα κατά έτος αποθέματα
- Περιθώριο κέρδους τσιγάρων 11%
Ενόψει των πιο πάνω το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι συνολικές εκροές θετικού συντελεστή για την υπό εξέταση περίοδο 1/6/1998-30/6/2002 υπολογίζονται σε £600910,35 σε αντίθεση με £477.658,14 που δηλώσατε, ο δε επιπρόσθετος οφειλόμενος φόρος σε £11.242,95.
Ο επιμερισμός του φόρου παρατίθεται στον Πίνακα ΙΙ που επισυνάπτεται.
Δ. Διεκδικήσατε για έκπτωση συνολικά £1.611,54 ποσό που αναλογεί σε ποτά κόστους £20.249,77 που παραχωρήθηκαν ως κεραστικά, και που καταναλώθηκαν τόσο από εσάς όσο και από προσωπικό σας.
Ε. Λανθασμένα διεκδικήσατε φόρο εισροών ύψους £446,54 ο οποίος αφορά έξοδα σε ακίνητη ιδιοκτησία και ποσό φόρου ύψους £33,91 χωρίς τα αναγκαία φορολογικά έγγραφα. Λεπτομέρειες στον Πίνακα ΙΙΙ.
Ενόψει των πιο πάνω:
. το πόσο των £13.334,94 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 για την περίοδο 1/6/98-31/1/02, και δυνάμει του άρθρου 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 95(1)/2000 για την περίοδο 1/2/02-30/6/02.
. καλείστε, δυνάμει του άρθρου 36 του Νόμου 246/1990 και της παραγράφου 4(1) του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου 95(1)/2000, να καταβάλετε £13.334,94 (δέκα τρεις χιλιάδας τριακόσιες τριάντα τέσσερις λίρες και ενενήντα τέσσερα σέντ). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για όλες τις φορολογικές σας δηλώσεις μέχρι 30/6/2002, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη χρηματικές επιβαρύνσεις που θα σας επιβληθούν με βάση το άρθρο 38 του Νόμου 246/1990 και το άρθρο 45 του Νόμου 95(1)/2000.»
Οι αιτητές υπέβαλαν αίτημα προς τον Έφορο για αναθεώρηση της βεβαίωσης φόρου με επιστολή τους ημερ. 23/5/03 και στις 26/5/03 καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή. Τα θέματα που ήγειραν οι αιτητές με την επιστολή τους 23/5/03 εξετάστηκαν από τον προϊστάμενο του αρμοδίου επαρχιακού γραφείου Φ.Π.Α. Λευκωσίας, ο οποίος όμως επέμεινε στην αρχική βεβαίωση φόρου και ενημέρωσε σχετικά τους αιτητές με επιστολή ημερ. 1/7/03. Ήδη όμως είχε καταχωρηθεί η προσφυγή από τις 26/5/03.
Νομικοί ισχυρισμοί
Η θέση των αιτητών, όπως αυτή αναπτύσσεται στη γραπτή τους αγόρευση, είναι ότι η απόρριψη των λογιστικών βιβλίων ήταν ανεδαφική και βασιζόταν απλώς στο ότι οι λειτουργοί των καθών η αίτηση επέμειναν ότι το περιθώριο κέρδους ήταν 211% και όχι 144% όπως δήλωσαν οι αιτητές. Προωθούν λοιπόν τη θέση «πως αν το σεβαστό δικαστήριο αποδεχθεί πως οι εντεταλμένοι λειτουργοί των καθών η αίτηση κατά το στάδιο που διεξήγαγαν την έρευνα τους υπέπεσαν σε λάθος εκτίμηση των περιβαλλόντων το θέμα γεγονότων, τότε η τελική πράξη της βεβαίωσης φόρου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπαρασύρεται και να υπόκειται σε ακύρωση». Θεωρούν την τελική βεβαίωση φόρου ως σύνθεση διοικητική πράξη η οποία είναι ακυρωτέα αν η προπαρασκευαστική αυτής πράξη πάσχει νομικά. Αναφέρθηκαν και σε αυθεντίες (Ioannou v. Electricity Authority (1981) 3 C.L.R. 280 και Αgrotis v. Electricity Authority (1981) 3 C.L.R. 503). Εισηγούνται, ότι στη δική μας περίπτωση η προπαρασκευαστική πράξη, δηλαδή η διεξαχθείσα έρευνα, πάσχει ούτως ώστε να συμπαρασύρει και την τελική απόφαση.
Πέραν των πιο πάνω απλών ισχυρισμών, δεν βρίσκω οτιδήποτε στη γραπτή αγόρευση των αιτητών που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς τους. Αντίθετα στη γραπτή αγόρευση των καθών η αίτηση εξηγούνται με λεπτομέρεια οι νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες δίνουν εξουσία στον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση. Το κριτήριο είναι αν με τα ενώπιον του Εφόρου γεγονότα η απόφαση του ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το βάρος απόδειξης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα εφικτή είναι στους αιτητές. (βλ. Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1, 18, Makrides v. Rep. (1967) 3 C.L.R. 147, 153, Georghiades v. Rep. (1982) 3 C.L.R. 657, 667-668, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 (Ε)Α.Α.Δ. 3376 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 A.A.Δ. 679).
Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Venus Finance & Banking Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 364 και Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 356), ο φορολογούμενος έχει ευθύνη να κρατά στοιχεία και να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη της πραγματικής του οικονομικής κατάστασης. Εδώ οι διαπιστώσεις του Εφόρου ήταν ότι οι αιτητές δεν τηρούσαν τα απαραίτητα από το Νόμο βιβλία και ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν δεν ήσαν αληθείς. Λεπτομέρειες φαίνονται στη σχετική έκθεση που αφορούσε την έρευνα που προηγήθηκε, αλλά και στην επιστολή της 13/3/03 που περιέχει την επίδικη απόφαση. Η υποχρέωση για την τήρηση των σχετικών βιβλίων προβλέπεται από το άρθρο 4(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992, Κ.Δ.Π. 114/92 και την παραγρ. 5(1) και (5) του Δέκατου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(1)/00) και Καν. 22 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001, Κ.Δ.Π. 314/01. Σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος έχει εξουσία να προβεί σε βεβαίωση φόρου κατά το καλύτερο της κρίσης του και εφόσον η απόφαση είναι λογικά εφικτή το δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. άρθρο 34(1) του Ν. 246/90 και άρθρο 49(1) του Ν. 95(1)/00 που τέθηκε σε ισχύ στις 1/2/2002 σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 11 της ίδιας ημερομηνίας). Για την εξουσία αυτή παραπέμπω και στις υποθέσεις Argosy v. Inland Revenue Commissioner (1971) 1 W.L.R. 514, Boeckel v. Customms & Excise Commissioners (1981) 2 All E.R. 505 και Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21. Όπως ήδη ανάφερα το βάρος ήταν στους αιτητές να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα εφικτή, κάτι που εδώ δεν έχουν πράξει.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς