ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Προσφυγή αρ. 557/2004

 

 

5 Σεπτεμβρίου, 2005

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

1.  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

2.  ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

 

------------------

Α.Σ. Αγγελίδης,  για τους αιτητές

Φ. Κωμοδρόμος, Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθών η αίτηση

Καμιά εμφάνιση,  για τα ενδιαφερόμενα μέρη Γ. Γιωργαλλίδη και

Χριστίνα Σ. Λύτρα

 

-----------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών (στο εξής ε.μ.) (1) Γεώργιου Γιωργαλλίδη και (2) Χριστίνας Σ. Λύτρα και (3) Γεώργιου Θεοφίλου στη μόνιμη θέση Πρώτου Επιθεωρητή Λογαριασμών, Γενικό Λογιστήριο, από 1/4/04 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 23/4/04.

 

Μετά από αίτηση διαχωρισμού, η προσφυγή περιορίστηκε για τα ε.μ. Γ. Γιωργαλλίδη και Χρ. Λύτρα. Για το Γ. Θεοφίλου επιφυλάχθηκε το δικαίωμα καταχώρησης ξεχωριστής προσφυγής. Έτσι τα όσα ακολουθούν αφορούν τα ε.μ. Γιωργαλλίδη και Λύτρα μόνο.

 

Γεγονότα

Ο Γενικός Λογιστής με επιστολή του με αρ. Τ295/77/14 και ημερ. 27/1/04 ζήτησε την πλήρωση 2 μόνιμων θέσεων Πρώτου Επιθεωρητή Λογαριασμών.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ. ή Επιτροπή) ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 14 και 19 του καταλόγου αρχαιότητας, δηλαδή τα ε.μ.    Στη συνεδρία προσήλθε και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας ο οποίος προέβη στη σύσταση τους.  Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι οι Λύτρα και Γεωργαλλίδης είναι οι πιο κατάλληλοι και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην προαναφερθείσα θέση, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής. 

 

Προδικαστική ένσταση

Οι καθών η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος, επειδή δεν πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα αφού, σύμφωνα με την παράγραφο (α) της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας των επιδίκων θέσεων, «ως υποψήφιοι μπορούν να ληφθούν υπόψη και υπάλληλοι που δεν κατέχουν τα στο (1) πιο πάνω απαιτούμενα προσόντα (δηλαδή πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν), νοουμένου, όμως, ότι κατέχουν τα υπόλοιπα προσόντα της θέσης και κατείχαν τη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών κατά την 19/6/97».  Σύμφωνα με τους καθών η αίτηση είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας αφού τη θέση αυτή την πήραν στις 15/11/97.  Προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους παραπέμπουν σε σχετική νομολογία, η οποία όμως δε θα μας απασχολήσει εδώ και αυτό γιατί δεν υπάρχει κρίση της Ε.Δ.Υ. επί των προσόντων των αιτητών ή και των ε.μ.  Γίνεται απλώς αναφορά ότι η Ε.Δ.Υ έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι 14 και 19 του καταλόγου αρχαιότητας χωρίς κανένα σχόλιο για τα προσόντα τους.  Το δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να την υποκαταστήσει στην κρίση της.  Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει.(βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, Φλωρεντία Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3355 ημερ. 10/11/04, Γιάννος Νικολάου ν. Ρ.Ι.Κ. συν. Υποθέσεις 725/02 και 782/02 ημερ. 13/1/05 και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Δώρας Γερμανού κ.α., Α.Ε. 3242 και 3254 ημερ. 21/3/05).  Η πλευρά των αιτητών αναφέρθηκε και σε  νομολογία από την οποία προκύπτει ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου θεμελιώνεται η νομιμοποίηση για την προσβολή πράξης παρά το γεγονός ότι ο αιτητής δεν συγκεντρώνει τα προσόντα της θέσης, είτε γιατί έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε γιατί αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του.  Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή με την οποία ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα του διορισμού ή προαγωγής για το λόγο ότι ο διορισθείς ή προαχθείς δεν κατέχει τα προσόντα της θέσης.  (βλ. μεταξύ άλλων, Ιωάννης Κουτσού ν. Δημοκρατίας, υποθ. 1085/02 ημερ. 30/11/02 και Χριστάκης Σεργίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου υποθ. 558/02 ημερ. 18/10/03 με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).  Από πλευράς των καθών η αίτηση έγινε επίκληση της υπόθεσης Σταύρος Αργυρού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. υποθ. αρ. 316/01 ημερ. 24/3/03 όπου είχε αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας και η προσφυγή απορρίφθηκε για το λόγο ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούντο στην προώθηση της. 

 

Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις.  Έχω τελικά καταλήξει να δεχθώ τη θέση των καθών η αίτηση η οποία υποστηρίζεται από την προαναφερθείσα υπόθεση Σταύρος Αργυρού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας,  απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη, η οποία όμως βασίζεται και στα όσα έχουν λεχθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση DIAS UNITED PUBLISHING CO LTD ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Οικονομικών (1996) 3 Α.Α.Δ. 550

 

Στην υπόθεση Σταύρος Αργυρού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω), ο Κωνσταντινίδης Δ., διατύπωσε τη νομική αρχή ως ακολούθως:

 

«Η κρίση πως ορισμένη ρύθμιση είναι ultra vires ή αντισυνταγματική οδηγεί στη μη εφαρμογή της στην περίπτωση.  Δεν επάγεται δηλαδή αντικατάστασή της, κατά τρόπο θετικό, με άλλη διαφορετικού περιεχομένου, καθοριστικού άλλων δικαιωμάτων.  Επομένως, τέτοια κρίση με τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα βελτίωνε τις προοπτικές των αιτητών.  Στην Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 556, 557 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ως ακολούθως:

 

«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας.  Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παραγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής «δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ....», ο δε «έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις· περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία».

 

Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του.  Δε θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.

 

Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς την πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.»

 

Αυτά ισχύουν ευθέως και σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση. Αναγνώρισαν και οι αιτητές, πως εφόσον κρινόταν ότι καλώς αποκλείστηκαν δεν απομένει άλλο θέμα για εξέταση και καταλήγω πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.  Σε τελική ανάλυση επειδή οι αιτητές δε νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση της θέσης και στην προσβολή της απόφασης για την πλήρωση της.  Η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά χωρίς διαταγή για έξοδα.»

 

Η πιο πάνω νομική αρχή επαναλήφθηκε και στις υποθέσεις Κόκκινος ν. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 765/02 ημερ. 24/1/04 και στις συνεκδικαζόμενες υποθ. 786/99 και 957/99 Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 9/2/04.

 

Με βάση τα πιο πάνω και με το ίδιο σκεπτικό καταλήγω ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προωθούν την παρούσα προσφυγή εφόσον και με τη κήρυξη του εν λόγω σχεδίου υπηρεσίας ως αντισυνταγματικού και/ή ακύρου ως ultra vires αυτό δεν είναι κάτι που βοηθά την προσφυγή τους, με την έννοια να θέτει τους ίδιους σε καλύτερη θέση σε περίπτωση επανεξέτασης της υπόθεσης.  Σημειώνεται εδώ, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν ως προσοντούχοι με βάση τα ακαδημαϊκά τους προσόντα και όχι διότι κατείχαν στις 19/6/97 τη θέση του Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών όπως προβλέπεται από την επιφύλαξη του σχεδίου υπηρεσίας την οποία προσβάλλουν οι αιτητές με την παρούσα. 

 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση και εναντίον των αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο