ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 718
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 508/04)
19 Σεπτεμβρίου, 2005
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΙΓΛΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΑΓΚΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ
ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------
Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια.
Κ. Καντούνας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια υπηρετούσε ως η μόνη υπάλληλος στο Χημείο των καθ΄ ων η αίτηση (το Συμβούλιο) στη θέση Λειτουργού Παραγωγής/Χημείου/
Αποθήκης. Με την απόφαση του Συμβουλίου, ημερ. 25.2.99, επειδή είχε περιοριστεί σημαντικά ο κύκλος εργασιών τους με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των εργασιών του Χημείου, αποφασίστηκε "όπως η θέση της Λειτουργού Παραγωγής/Χημείου/Αποθήκης κηρυχθεί πλεονάζουσα και τερματιστούν οι υπηρεσίες της κυρίας Αίγλης Ελευθερίου από 31.5.99".
Με επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου, ημερ. 5.3.99, η αιτήτρια ενημερώθηκε πως το Χημείο "καθίσταται ανενεργό και το Συμβούλιο αποφάσισε την κατάργησή του", πως η θέση της κηρύχθηκε "πλεονάζουσα" και πως "θα σας καταβληθούν όλα τα ωφελήματα τα οποία δικαιούστε βάσει του άρθρου 23(3) της ΚΔΠ 285/92".
Η προσφυγή αφορά στην, εν τέλει, άρνηση του Συμβουλίου, με την απόφασή του ημερ. 4.3.04, να καταβάλει στην αιτήτρια οποιοδήποτε ποσό και αναδεικνύεται ως το κεντρικό στις θέσεις των δύο πλευρών το κατά πόσο ο Κανονισμός καλύπτει την περίπτωση της αιτήτριας η οποία στο μεταξύ, με τη συνδρομή του Συμβουλίου, είσπραξε το ποσό των £8.498 από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (το Ταμείο).
Προηγήθηκαν άλλες δύο προσφυγές. Η 1207/99 η οποία αποσύρθηκε στις 2.2.01 όταν διαπιστώθηκε πως στερείτο αντικειμένου, αφού δεν υπήρχε απόφαση απορριπτική του αιτήματος ως η προσβληθείσα. Και η 841/01 που πέτυχε αφού, πλέον, αντικείμενό της ήταν η παράλειψη του Συμβουλίου, ακόμα και μέχρι τότε, "να λάβει απόφαση επί του ζητήματος".
Ορθά αναγνωρίστηκε κατά τις διευκρινίσεις πως δεν προέκυπτε από την ακυρωτική απόφαση οτιδήποτε το δεδικασμένο επί της ουσίας αλλά παρέμειναν οι παραπομπές στα διατρέξαντα κατά το διάστημα εκείνο, και αργότερα. Η αιτήτρια, με αναφορά και στις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, σημειώνει:
- την εξ αρχής ενημέρωσή της πως θα της καταβάλλονταν τα ωφελήματα του Κανονισμού 23(3).
- τον αναλυτικό υπολογισμό αυτών των δικαιωμάτων της με έγγραφο του Οικονομικού Διευθυντή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 18.6.99 ως ανερχομένων σε ετήσια σύνταξη ύψους £4.411,50 και σε εφάπαξ ποσό £15.511,63.
- την προσφορά προς την αιτήτρια ποσού πολύ μεγαλύτερου από το εισπραχθέν από το Ταμείο το οποίο ανήλθε τελικά στις £25.000 που όμως η αιτήτρια απέρριψε εμμένουσα στην εφαρμογή του Κανονισμού. Και, συναφώς, επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου που παρατίθεται αυτούσια στην ακυρωτική απόφαση.
- τη γνωμάτευση των τότε νομικών συμβούλων του Συμβουλίου, ημερ. 30.4.04, που ακολούθησε, όπως προκύπτει, τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία, με αναφορά στις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις διαπιστώνεται υποχρέωση παροχής στην αιτήτρια ωφελημάτων σύμφωνα με τον Κανονισμό, αφαιρουμένων των ήδη εισπραχθέντων από το Ταμείο. Διευκρίνισε επί του προκειμένου η αιτήτρια πως πράγματι δεν εννοεί να ωφεληθεί και από την εισπραχθείσα αποζημίωση και από την εφαρμογή του Κανονισμού.
Από την άλλη, το Συμβούλιο επισημαίνει:
- την ενέργεια της αιτήτριας να αποταθεί και να εισπράξει αποζημίωση από το Ταμείο.
- την αναγνώριση της, με την επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 11.1.01, πως δεν υπήρξε κατάργηση της θέσης της, ενώ είναι κατ΄ επίκληση τέτοιας κατάργησης που τώρα ζητά εφαρμογή του Κανονισμού 23(3).
- την έλλειψη οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου που να καλύπτει, ως δική του ενέργεια, τις όποιες ενέργειες άλλων, ειδικά του Οικονομικού Διευθυντή ή ακόμα και του Προέδρου του. Και, συναφώς, την επιστολή του Συμβουλίου, ημερ. 26.7.99, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσε να χορηγηθεί στην αιτήτρια σύνταξη και εφάπαξ ποσό.
Θα δούμε στη συνέχεια την αιτιολογική σκέψη που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος. Εκείνο που πρώτα πρέπει να προσδιορισθεί, ως θέμα ορθής υπαγωγής των γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς, ανεξάρτητα βεβαίως από γνώμες ή αντιλήψεις που μεσολάβησαν εκατέρωθεν, είναι το κατά πόσο προκύπτει ζήτημα δημοσίου δικαιώματος της αιτήτριας σε προβλεπόμενα συνταξιοδοτικά ωφελήματα.
Οι καθ΄ ων η αίτηση είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και λειτουργούν στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του περί Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων Νόμου του 1968 (Ν.24/68 όπως τροποποιήθηκε). Κατά τον Κανονισμό 23 των περί του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1992, (ΚΔΠ 285/92), το Συμβούλιο έχει εξουσία να αποφασίζει την πρόωρη αφυπηρέτηση υπαλλήλου, μεταξύ άλλων, "όταν η θέση του καταργείται".
Σε τέτοια περίπτωση, κατά τον Κανονισμό 23(3), τα ωφελήματα αφυπηρέτησης διέπονται από τους εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμούς του Ταμείου Προνοίας Υπαλλήλων του Συμβουλίου. Ακολούθησαν, όμως, οι περί Συντάξεων και Χορηγημάτων στους Υπαλλήλους του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων Κανονισμοί του 1993 (ΚΔΠ 303/93). Αυτοί κατάργησαν το Ταμείο Προνοίας και ίδρυσαν Ταμείο Σύνταξης και Χορηγημάτων, το οποίο διείπετο, τηρουμένων των αναλογιών, "από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου και των δυνάμει αυτού Κανονισμών όπως αυτοί τροποποιούνται ή αντικαθίστανται". (Καν. 3). Οπότε, πλέον, "τα μέλη του Σχεδίου δικαιούνται να έχουν τα ίδια ωφελήματα όπως και οι δημόσιοι υπάλληλοι σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς όπως αυτοί τροποποιούνται ή αντικαθίστανται". (Καν.4).
Με αυτά ως δεδομένα, η αιτήτρια εισηγείται πως η περίπτωσή της διέπεται από το άρθρο 19 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97), το οποίο ειδικά καθορίζει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα υπαλλήλου ο οποίος, μεταξύ άλλων, "αφυπηρετεί αναγκαστικά με την κατάργηση της θέσης του".
Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί πως θα ήταν εφαρμόσιμο το άρθρο 19 και πως θα δικαιούτο η αιτήτρια σε τέτοια συνταξιοδοτικά ωφελήματα, ως υπάλληλος, μέλος του Σχεδίου, αν πράγματι είχαν τερματισθεί οι υπηρεσίες της εξαιτίας κατάργησης της θέσης της. Σημειώνω επί του προκειμένου πως δεν συζητήθηκε ο Κανονισμός 18 της ΚΔΠ 285/92 και πως, με αναφορά στις ρυθμίσεις που εισήγαγε η ΚΔΠ 303/93, είναι δεκτό πως στην περίπτωση κατάργησης θέσης, λειτουργεί ως καθοριστικό των δικαιωμάτων το άρθρο 19 του Ν.97(Ι)/97. Η άποψη του Συμβουλίου είναι, και σε αυτό εστιάζεται η επιχειρηματολογία τους, πως εδώ δεν είχαμε κατάργηση θέσης, αλλά κατάργηση του Χημείου. Και, συνακολούθως, τερματισμό της υπηρεσίας της αιτήτριας αφού η θέση της καταργήθηκε ως πλεονάζουσα, θεσμός και έννοια που παραπέμπει στον περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμο του 1967 (Ν.24/67 όπως τροποποιήθηκε), τις πρόνοιες του οποίου αξιοποίησε η αιτήτρια. Για να ενισχύσει δε αυτή την προσέγγιση, παραπέμπει στην ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 841/01 όπου γίνεται αναφορά σε απόφαση "για τη διάλυση του Χημείου", επικαλούμενο μάλιστα και δεδικασμένο. Περαιτέρω δε, στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης της αιτήτριας με την υπόδειξη πως τα καθήκοντα της καλύπτουν φάσμα ευρύτερο και "κατά συνέπεια η διάλυση του Χημείου δεν συμπαρασύρει κατ΄ ανάγκη και την κατάργηση της θέσης".
Η ακυρωτική απόφαση στην 841/01 αναφέρθηκε κατά την παράθεση του ιστορικού στη διάλυση του Χημείου και δεν αφορούσε ούτε επέλυσε οποιοδήποτε ζήτημα ως προς την ουσία της διεκδίκησης. Το επιχείρημα δε ως προς το Σχέδιο Υπηρεσίας μάλλον την άποψη της αιτήτριας θα ευνοούσε αφού, κατά τη λογική του Συμβουλίου, παρά τη διάλυση του Χημείου, υπήρχαν περιθώρια διατήρησης της θέσης της αιτήτριας, προς εκτέλεση άλλων καθηκόντων. Μόνο που αυτή δεν διατηρήθηκε και, ακριβώς, η αιτήτρια απολύθηκε επειδή οι εργασίες του Χημείου ελαχιστοποιήθηκαν και η θέση της κατέστη "πλεονάζουσα".
Συζητούμε το θέμα στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου και η διάκριση που επιχειρήθηκε από το Συμβούλιο παραγνωρίζει την ουσία πως, για τους λόγους που οι ίδιοι εξήγησαν, δεν υπήρχε πλέον χώρος για διατήρηση της θέσης της αιτήτριας. Η θέση της καταργήθηκε, ήταν γι΄ αυτό που τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της και, συνεπώς, δικαιούται στα καθοριζόμενα από το συνδυασμό των νομοθετικών και των κανονιστικών διατάξεων.
Το Συμβούλιο, αφού κατέγραψε την εισήγηση του Προέδρου του "όπως εφαρμοστούν οι πρόνοιες ΚΔΠ 303/93, Κανονισμοί 4 και 5 και ο Νόμος Ν.97(Ι)/97 άρθρο 2, 8, 9(δ) και 19", κατέληξε αρνητικά, με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι επειδή η κ. Καγκά συνειδητά απεδέχθη την απόφαση του προηγούμενου Συμβουλίου ότι είναι πλεονάζον προσωπικό, εξ ου και εισέπραξε το ποσό που δικαιούται από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν ευσταθεί οποιοδήποτε άλλο αίτημα της για ικανοποίηση από το ΣΕΚΕΠ. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, αποφάσισε να μην ικανοποιήσει οποιοδήποτε άλλο αίτημα της κ. Αίγλης Καγκά χρηματικό ή μη. Με την απόφαση διαφώνησε ο Πρόεδρος."
Αυτά, βεβαίως, δεν αποκαλύπτουν άλλη αντίληψη αναφορικά με την κάλυψη της αιτήτριας τελικά από το άρθρο 19 και, πάντως, έχουμε δει ποια θα πρέπει να είναι η ορθή κατάταξη. Η αρνητική απόφαση συναρτάται προς τη στάση της αιτήτριας και δικαίως αυτή συζητά, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαγιώργης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 563 τη δυνατότητα παραίτησης, από δικαίωμα προς λήψη μισθού ή σύνταξης. Προβάλλουσα όμως, προεχόντως, πως εν προκειμένω δεν έχουμε καν τέτοια παραίτηση. Και, πράγματι, ελλείπουν τα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν το συμπέρασμα πως η αιτήτρια, απευθυνθείσα, συνεργούντος και του Συμβουλίου στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, εννοούσε να εγκαταλείψει τα δημόσια δικαιώματά της όπως αυτά τα καθορίζει ο Νόμος. Αυτό δε ανεξάρτητα και από το αν ήταν επιτρεπτή, υπό τα δεδομένα της περίπτωσης, η καταβολή ποσού από το Ταμείο. Θέμα που δεν μπορεί, βεβαίως, να είναι αντικείμενο συζήτησης στην παρούσα διαδικασία. Σημειώνω όμως την επιστολή εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή ημερ. 12.2.04 προς το Συμβούλιο με την οποία αυτοί εμφανίζονται να είχαν αναφέρει ως λόγο τερματισμού της απασχόλησης της αιτήτριας την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, καλούνται για διεξαγωγή έρευνας και προειδοποιούνται πως ενδεχομένως θα τίθεται ζήτημα ακόμα και ποινικού αδικήματος εάν, σε τέτοια βάση, εξασφαλίστηκε αποζημίωση από το Ταμείο. Με την επισήμανση πως "αν ο λόγος τερματισμού της απασχόλησης της κας Καγκά είναι η κατάργηση της θέσης της, τότε αυτή δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα με βάση το άρθρο 19 του Περί Συντάξεων Νόμου".
Καταλήγω πως η αιτιολογία που δόθηκε δεν παρέχει νόμιμο έρεισμα για μη παροχή στην αιτήτρια συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σύμφωνα με το Νόμο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΕΣΓ
C:\WINDOWS\Application Data\Microsoft\Templates\Normal.dot