ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Προσφυγή αρ. 491/2004

 

29 Σεπτεμβρίου, 2005

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26. 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

TEMCO PANEL ADVERTISMENTS LTD,

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ

Καθού η αίτηση.

 

------------------

Χρ. Βάκης με Δ. Βάκη,  για τους αιτητές

Π. Λυσάνδρου,  για τον καθού η αίτηση

-----------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή  η αιτήτρια εταιρεία (που πιο κάτω θα αποκαλούνται «οι αιτητές») ζητά δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση του καθού η αίτηση η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 18/2/04 και με την οποία ανακλήθηκαν οι εγκρίσεις ή και άδειες διαφημιστικών πινακίδων με αρ. Φακ. ΔΠ27/2002, ΔΠ28/2002 και ΔΠ20/1999.

 

Γεγονότα

Οι αιτητές είναι εταιρεία εγγεγγραμμένη στην Κύπρο και διεξάγει, μεταξύ άλλων και εργασίες διαφημίσεων. Ασχολείται δηλαδή με την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων σε εξωτερικούς χώρους και ενοικιάζει προς πελάτες της χώρο και χρόνο επί των διαφημιστικών της πινακίδων, έναντι αμοιβής.

 

Κατά το έτος 1999 οι αιτητές εξασφάλισαν από τον καθού η αίτηση Δήμο δύο άδειες για τοποθέτηση επί του ακινήτου με αρ. τεμ. 2050 Φ/Σχ. ΧΧΧ/6Ε2, Τμήμα Κ, στο Στρόβολο δύο διαφημιστικές πινακίδες.  Οι εν λόγω άδειες φέρουν αρ. Φακ. ΔΠ 20/1999 και ΔΠ 21/1999.  Αφού προέβηκαν και στη σύναψη των σχετικών συμβάσεων με τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, οι αιτητές τοποθέτησαν τις εν λόγω διαφημιστικές πινακίδες. 

 

Σε αργότερο στάδιο, το 2002, οι αιτητές εξασφάλισαν εγκρίσεις για άλλες δυο άδειες τις υπ' αρ. Φακ. 27/2002 και ΔΠ 28/2002 για τοποθέτηση άλλων δύο διαφημιστικών πινακίδων επί του ακινήτου με αρ. Τεμ. 2379 του ιδίου πιο πάνω Φύλλου/Σχεδίου, τις οποίες επίσης και τοποθέτησαν.

 

Με επιστολή του καθού η αίτηση, ημερ. 4/8/03, οι αιτητές επληροφορούντο ότι από επιτόπια έρευνα είχε διαπιστωθεί ότι αριθμός πινακίδων, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες, αποδείχθηκε ότι δεν ήσαν σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Οδικής Ασφαλείας (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 50(1)/03 και ότι έπρεπε, μέχρι και την 30/9/03, να γίνουν «οι κατάλληλες διευθετήσεις, μετακινήσεις/αφαιρέσεις σύμφωνα πάντα με τη νέα νομοθεσία».  Πληροφορήθηκαν περαιτέρω οι αιτητές ότι σε περίπτωση που επιχειρούσαν να επανατοποθετήσουν τις πινακίδες σύμφωνα με τον εν λόγω Νόμο, τότε θα έπρεπε να υποβάλουν νέα αίτηση στο Δήμο.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οι αιτητές υπέβαλαν νέες αιτήσεις (Παραρτήματα Ξ1, Ξ2, Ξ3 στην Ένσταση), τις οποίες ο καθού η αίτηση ενέκρινε και οι αιτητές κατέβαλαν τα σχετικά δικαιώματα στις 4/11/03 και 11/11/03.

 

Μετά την παραχώρηση των εν λόγω αδειών μεσολάβησε επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερ. 13/11//03 προς τον καθού η αίτηση, με την οποία ο καθού πληροφορείτο ότι η αρχή του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού, για τον οποίο αρμόδια αρχή για έκδοση των σχετικών αδειών για διαφημιστικές πινακίδες είναι το Τμήμα Δημοσίων Έργων, είναι τα φώτα τροχαίας της συμβολής των Λεωφόρων Αθαλάσσης με Λεωφόρο Λεμεσού.

 

Ο καθού η αίτηση ζήτησε τότε νομική συμβουλή, αποτέλεσμα της οποίας  ήταν να συνεδριάσει στις 10/2/04 και να αποφασίσει την ανάκληση των εγκρίσεων για τοποθέτηση των διαφημιστικών πινακίδων και πληροφόρησε σχετικά τους αιτητές με επιστολή του ημερ 18/2/04. Στις 23/4/04 οι αιτητές  παρέλαβαν επιταγή για £5.100 που αφορούσε επιστροφή δικαιωμάτων για τις επίδικες διαφημιστικές πινακίδες, πράγμα όμως που έπραξαν με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.  Στις 28/4/04 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Σημειώνω εδώ ότι σε κάποιο στάδιο οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν εκ συμφώνου ένα σχεδιάγραμμα (τεκμ. 1) και δήλωσαν ως παραδεκτά γεγονότα τα ακόλουθα:

 

«Λυσάνδρου: Έχουμε συμφωνήσει σε κάποια παραδεκτά γεγονότα.  Καταθέτω το σχέδιο που δείχνει τα τεμ. 2050 και 2379.

 

Βάκης:  Συμφωνώ.

 

Δικαστήριο:  Κατατίθεται και σημειώνεται τεκμ. 1.

 

Λυσάνδρου:  Περαιτέρω θα ήθελα να δηλώσω ότι το τεμ. με αρ. 2050 τμήμα Κ., Στρόβολος μέχρι το περιφραγμένο μέρος του επίδικου δρόμου είναι 57 μέτρα.  Έχει περίπου σαν σύνορο του τεμ. αρ. 2050 η περίφραση με ττέλι που περιφράσσει το κοντινότερο σύνορο του τεμαχίου.

 

2.  Το τεμ. αρ. 2379 τμήμα Κ  εφάπτεται σε μέρος με τη λωρίδα πρόσβασης προς τον επίδικο δρόμο.

 

3.  Το μέγιστο όριο ταχύτητας της λωρίδας πρόσβασης από τον επίδικο δρόμο προς τον κυκλικό κυκλοφοριακό κόμβο είναι 50 χιλ. ανά ώρα.

 

4.  Το μέγιστο όριο ταχύτητας της γέφυρας του επίδικου δρόμου πάνω στον κυκλικό κυκλοφοριακό κόμβο είναι 80 χιλ. ανά ώρα.

 

Βάκης:  Συμφωνώ.»

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

Οι αιτητές με την αίτηση τους προβάλλουν 13 νομικούς λόγους οι οποίοι όμως μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α)  Ότι η απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και/ή το Νόμο, καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και του Ν. 158(1)/99.

 

(β) ανακάλεσαν νόμιμες αποφάσεις και/ή διοικητικές πράξεις υπό  περιστάσεις που η ανάκληση τους ήταν ανεπίτρεπτη, αφού επηρέαζε κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών.

 

(γ)  Η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και στερείται οποιασδήποτε νόμιμης ή επαρκούς αιτιολογίας.

 

(δ)  Τόσο ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος 174/86, ως έχει τροποποιηθεί, όσο και η επίδικη απόφαση, είναι αντίθετα με τα άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος.

 

Η πλευρά του καθού η αίτηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι νόμιμη αφού οι επίδικες εγκρίσεις ήσαν παράνομες διοικητικές πράξεις και η ανάκληση τους έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο, επιβαλλόμενη για λόγους οδικής ασφάλειας που συνιστούν λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι οι επίδικες εγκρίσεις παραβιάζουν το άρθρο 18Α του Νόμου 50(1)/2003 καθότι ο καθού η αίτηση δεν είναι η αρμόδια αρχή για εξέταση αιτήσεων που αφορούν διαφημιστικά κατασκευάσματα που απευθύνονται σε αυτοκινητόδρομους και με το άρθρο 18Δ αφού τα επίδικα διαφημιστικά κατασκευάσματα προτείνοντο όπως τοποθετηθούν σε απόσταση 15 μέτρων από το πλησιέστερο όριο της λωρίδας κατάληψης του αυτοκινητόδρομου ή κυκλοφοριακού κόμβου, ενώ η μεταξύ τους απόσταση είναι 30 μέτρα. 

 

Εξέταση νομικών ισχυρισμών.

Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις.  Έχω προσέξει ότι η πλευρά του καθού η αίτηση παρόλο ότι στην ένσταση τους δεν εγείρουν οποιοδήποτε προδικαστικό νομικό θέμα, με τη γραπτή τους αγόρευση προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι αναφορικά με τις άδειες αρ. ΔΠ 27/2002 και ΔΠ 28/2002 δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη αφού δεν έχουν εκδοθεί άδειες αλλά απλώς έχει εγκριθεί η έκδοση τους.  Παρά το ότι η ένσταση αυτή εγείρεται για πρώτη φορά στην αγόρευση, θα εξετάσω το θέμα καθότι τούτο είναι θέμα δημόσιας τάξης (βλ. μεταξύ άλλων Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 1627, Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. 3355 ημερ. 10/1/04 και Ιάσων Γιασουμής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 3399, ημερ. 14/2/05)

 

Εξέτασα τον εν λόγω ισχυρισμό και έχω καταλήξει να απορρίψω τούτο για τους εξής λόγους:

 

(α)  Ο καθού η αίτηση αφού αποφάσισε την έγκριση των εν λόγω αδειών εξωτερίκευσε την απόφαση του και κάλεσε τους αιτητές να καταβάλουν απλώς τα σχετικά τέλη για την έκδοση της άδειας.

 

(β)  Οι αιτητές συμμορφώθηκαν και πλήρωσαν τα σχετικά τέλη, οπότε και η υποχρέωση του καθού η αίτηση να εκδώσει την άδεια ήταν το άμεσο επακόλουθο.

 

Οι υποθέσεις Μαυρομμάτης ν. Επάρχου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4115 και Αχιλλέας Σταύρου ν. Δημοκρατία, υποθ. αρ. 165/98 ημερ. 13/7/01 που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθού η αίτηση, διαφοροποιούνται από την παρούσα.

 

Στην πρώτη (Μαυρομμάτης) δεν υπήρχε τελική απόφαση για έγκριση της άδειας αλλά απλώς ο αιτητής πληροφορείτο ότι ο Έπαρχος θα ήταν διατεθειμένος να εκδώσει την άδεια εφόσο και ο αιτητής ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει μέρος του ακινήτου για διεύρυνση του οδικού δικτύου.

 

Το ίδιο, στην υπόθεση Αχιλλέας Σταύρου ν. Δημοκρατίας, η επίδικη απόφαση αφορούσε επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας με την οποία ο αιτητής καλείτο να υποβάλει πέραν της αίτησης για πολεοδομική άδεια και αίτηση για οικοπεδοποίηση του σχετικού ακινήτου.

 

Σχετικά με τη δική μας υπόθεση είναι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση που επικαλέσθηκαν οι αιτητές δηλαδή την C. HARALCO LTD v.  Δήμου Έγκωμης, υποθ. αρ. 22/02 ημερ. 12/2/03 (Κραμβής Δ) όπου επίσης υπήρξε τελική απόφαση για έγκριση της άδειας και παρέμεινε μόνο το θέμα πληρωμής των σχετικών δικαιωμάτων για την έκδοση της. Αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κραμβής Δ:

«Επομένως η έγκριση δόθηκε μετά από πλήρη έρευνα και με αυτήν ολοκληρωνόταν η άσκηση διακριτικής ευχέρειας καθώς και η διαδικασία με την οποία ο καθού η αίτηση θα ασκούσε την αποφασιστική του αρμοδιότητα με βάση το Νόμο...........Οι αιτητές για την πληρωμή των δικαιωμάτων μέσα στην ταχθείσα προθεσμία και εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι όροι ή προϋποθέσεις από το Νόμο για την έκδοση της άδειας, κατέστησαν δικαιούχοι της άδειας.  Αυτό που είχε απομείνει ήταν η τυπική ενέργεια της έκδοσης της άδειας από τον καθού η αίτηση.» 

 

Συμφωνώ με τα πιο πάνω και όπως ήδη ανάφερα, οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν και στη δική μας περίπτωση με αποτέλεσμα η προδικαστική ένσταση να μην ευσταθεί. 

 

Η ουσία της υπόθεσης

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι έχουμε περίπτωση κατά την οποία έχουν εγκριθεί και/ή εκδοθεί σχετικές άδειες με τις οποίες όμως ο καθού η αίτηση σε μεταγενέστερο στάδιο αποφασίζει, για τους λόγους που επικαλείται, να ανακαλέσει.  Αυτό που χρήζει απόφασης είναι αν η ενέργειά του αυτή δικαιολογείται από τις αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων.

 

Στην υπόθεση Θέκλα Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100 (απόφαση της Ολομέλειας), σελ. 104-105 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή.  Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα.  Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις στην έκδοση της (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 201).

 

Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε εφ' όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενο (Δημοκρατία ν. Κασσεράς (1996) 3 Α.Α.Δ. 27.  Βλ. επίσης Hawai Hotels Ltd n. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835).»

 

Στην υπόθεση Αρχιμήδης Ζίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 198 σελ. 204, επίσης απόφαση Ολομέλειας, σχετικά με το ίδιο θέμα λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ανάκληση χωρεί εφ' όσον επιβάλλεται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ανεξαρτήτως χρόνου έκδοσης και κύρους και ανεξαρτήτως τυχόν κτηθέντων από αυτήν δικαιωμάτων, είτε του προσώπου στο οποίο αφορά, είτε τρίτων (Ιωακείμ κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 97/95, ημερ. 27.9.1996).  Αόριστη επίκληση του δημόσιου συμφέροντος δεν είναι νοητή.

 

Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Αυγουστή κ.α. ν. Υπουργείου Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496, το σύμφυτο δικαίωμα της διοίκησης ανάκλησης διοικητικών πράξεων προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης, εφ' όσον προκύπτουν νέα γεγονότα τα οποία διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης.

 

Δεν αρκεί η επίκληση λόγων δημόσιου συμφέροντος ως προϋπόθεση της ανάκλησης νόμιμης πράξης.  Το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, έτσι που να αποκαλύπτει το συλλογισμό και να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο (Στεφανίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367 και Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221). Θα πρέπει να συνοδεύεται με ειδική αιτιολογία (βλέπε G.D.L. Construction Ltd v.  Δημοκρατίας(1990) 3 Α.Α.Δ. 1433).

 

Αιτιολογία σημαίνει ότι η ανάκληση πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα και με λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατά νόμο έννοια του επικαλούμενου δημόσιου συμφέροντος που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της ανάκλησης (ΣτΕ 2413/71, 3065/77).»

 

Πάνω στο ίδιο θέμα είναι και οι υποθέσεις Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 409, Αντέννα Τ.V. Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 747 και C.C.C. Laundries Ltd. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 849. 

 

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομικές αρχές στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης, παρατηρώ τα ακόλουθα:

(α)  Όταν εγκρίθηκαν οι τρεις επίδικες άδειες, (μια από τις οποίες μάλιστα είχε εκδοθεί), ο καθού η αίτηση λάμβανε την απόφασή του έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Ν. 50(1)/03 που είχαν τεθεί σε ισχύ από την 13/6/03.  Όμως φαίνεται να υπήρξε κάποια ασυνεννοησία μεταξύ του καθού και του Τμήματος Δημοσίων Έργων ως προς τα πραγματικά γεγονότα δηλαδή ως προς το ακριβές σημείο από το οποίο άρχιζε ο αυτοκινητόδρομος, αφού σε ένα στάδιο η συνεννόηση μεταξύ του καθού και του Τμήματος Δημοσίων Έργων έγινε τηλεφωνικώς και σε άλλο στάδιο το Τμήμα Δημοσίων Έργων διευκρίνισε το θέμα γραπτώς με την προαναφερθείσα επιστολή τους ημερ. 13/1/03 με την οποία πληροφόρησε τον καθού ότι η αρχή του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού είναι τα φώτα τροχαίας της συμβολής της λεωφόρου Αθαλάσσης με τη λεωφόρο Λεμεσού και όχι από το σημείο που τελειώνει ο ανισόπεδος κυκλοφοριακός κόμβος Βιομηχανικής Περιοχής Στροβόλου, όπως ήταν η τηλεφωνική συνεννόηση τους. 

 

Είναι η εισήγηση των ευπαιδεύτων δικηγόρων των αιτητών ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων δεν είναι αρμόδιο να «καθορίζει την αρχή και το τέλος του αυτοκινητόδρομου, ούτε και είναι η αρμόδια αρχή για την έκδοση αδειών για διαφημιστικά κατασκευάσματα. 

 

Τι είναι «αυτοκινητόδρομος», «αρμόδια αρχή» και «άδεια» είναι θέμα ερμηνείας του άρθρου 18Α του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 50(1)/03.

 

Εξεταζόμενη η υπόθεση από άποψης του κατά πόσο η ανάκληση έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο είμαι της άποψης ότι το κριτήριο τούτο ικανοποιείται.  Οι άδειες εγκρίθηκαν το Νοέμβριο του 2003, η ανάκληση έγινε στις 10/2/04 και οι αιτητές το πληροφορήθηκαν με επιστολή ημερ. 18/2/04.

 

Το επόμενο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν οι εν λόγω άδειες ήσαν παράνομες όπως ήταν η άποψη και απόφαση του καθού η αίτηση.  Η ουσία της απόφασής του είναι ότι όταν ενέκρινε τις άδειες το Νοέμβριο του 2003 (δηλαδή σε χρόνο μετά τις 13/6/03 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 50(1)/03) ήταν με την εντύπωση ότι ο αυτοκινητόδρομος προς Λεμεσό άρχιζε από τον κυκλοφοριακό κόμβο της Βιομηχανικής Περιοχής Στροβόλου ούτως ώστε η αρμόδια αρχή μεταξύ του εν λόγω σημείου και της συμβολής της λεωφόρου Αθαλάσσης με λεωφόρο Λεμεσού να ήταν ο καθού η αίτηση.  Αργότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, πληροφορήθηκε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων ότι ο αυτοκινητόδρομος άρχιζε από τη συμβολή της λεωφόρου Αθαλάσσης με λεωφόρο Λεμεσού οπότε αρμόδια αρχή ήταν το Τμήμα Δημοσίων Έργων.

 

Εξετάζοντας τις πρόνοιες των περί Οδικής Ασφάλειας Νόμων του 1986-2003 (Ν. 174/86 ως έχει τροποποιηθεί με τους Ν. 33(1)/00, 108(1)/01 και 50(1)/03) και ιδιαίτερα την ερμηνεία των λέξεων «άδεια», «αυτοκινητόδρομος» και «αρμόδια αρχή», καταλήγω ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων και δέχθηκε ο καθού η αίτηση Δήμος, ότι δηλαδή αρμόδια αρχή για έγκριση τέτοιων αδειών στη συγκεκριμένη τοποθεσία ήταν το Τμήμα Δημοσίων Έργων και όχι ο καθού η αίτηση, είναι ορθή.  Τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα και το τεκμ. 1 (σχεδιάγραμμα) δεν περιέχουν οτιδήποτε που να δείχνουν ότι ο αυτοκινητόδρομος Λευκωσίας-Λεμεσού, δεν αρχίζει από το σημείο που ισχυρίστηκε το Τμήμα Δημοσίων Έργων και δέχθηκε ο καθού η αίτηση.  Από τα ενώπιον μου γεγονότα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι δεν είναι το Τμήμα Δημοσίων Έργων που έχει την ευθύνη για τις δαπάνες επιδιόρθωσης ή συντήρησης του μέρους αυτού του δρόμου.  Τονίζω τα όσα αναφέρονται στην επιφύλαξη της ερμηνείας της φράσης «αρμόδια αρχή» όπου μετά την 1/10/03 ως αρμόδια αρχή για τις διατάξεις του Νόμου που αφορούν διαφημιστικά κατασκευάσματα καθορίζεται ο Δήμος μέσα στα όρια του οποίου βρίσκεται ο δημόσιος δρόμος, εξαιρουμένων όμως του αυτοκινητόδρομου ή δρόμου ταχείας κυκλοφορίας.    Η αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα ότι το μέγιστο όριο ταχύτητας της λωρίδας πρόσβασης από τον επίδικο δρόμο προς τον κυκλοφοριακό κόμβο είναι 50 χ.λ.μ. ανά ώρα και ότι το μέγιστο όριο ταχύτητας της γέφυρας του επιδίκου δρόμου πάνω στον κυκλοφοριακό κόμβο είναι 80 χλμ ανά ώρα, δηλαδή που δεν υπερβαίνουν τα 80 χλμ, δεν επηρεάζουν την κατάληξη ότι ο επίδικος δρόμος είναι «αυτοκινητόδρομος» αφού τούτο καλύπτεται από την επιφύλαξη της ερμηνείας της λέξης «αυτοκινητόδρομος».

 

Εφόσο πιο πάνω έχω καταλήξει ότι αρμόδια αρχή ήταν το Τμήμα Δημοσίων Έργων και όχι ο καθού η αίτηση, η έγκριση των επίδικων αδειών ήταν παράνομη και επομένως ήταν περίπτωση που καθιστούσε την ανάκληση της αναγκαία.  Ήδη ανέφερα ότι αυτή έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο.  Από τη στιγμή που ο καθού αποδείχθηκε ότι δεν ήταν η αρμόδια αρχή για την έγκριση των εν λόγω αδειών, οι υπόλοιποι λόγοι που αναφέρονται στην επιστολή τους ημερ. 18/2/04 ότι οδήγησαν στην ανάκληση των αδειών, είναι ίσως περιττοί.  Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λογικά εφικτή για τον καθού η αίτηση.

 

Όσον αφορά τώρα τον ισχυρισμό ότι τόσο ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος όσο και η επίδικη απόφαση είναι αντίθετα με τα άρθρα 25, 26 του Συντάγματος δεν βρίσκω οτιδήποτε στις αγορεύσεις των αιτητών που να είναι αρκετά για να αποδείξουν τέτοιο ισχυρισμό. Ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων, ένας νόμος θεωρείται συνταγματικός και αυτός που θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας θα πρέπει να αποδεικνύει τούτο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. μεταξύ άλλων Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195, 232, Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245, 258 και Nicosa Mylonas v. Republic α.ο. (1984) 3 C.L.R. 1094, 1103).  Κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί στη δική μας περίπτωση.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει.

 

Τέλος παραμένει το θέμα των εξόδων.  Αυτά είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία όπως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια.  Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής.  Εδώ κρίνω ότι υπάρχει τέτοιος λόγος, δηλαδή το ότι οι αιτητές δεν ευθύνονται καθόλου για την όλη κατάσταση αφού αποτάθηκαν για άδειες οι οποίες και είχαν εγκριθεί.  Επομένως θα παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα και δε θα διατάξω τους αιτητές να πληρώσουν οιαδήποτε έξοδα, παρά την αποτυχία της προσφυγής.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

 

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο