ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 417/2003
30 Σεπτεμβρίου, 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΤΖΗΜΑΜΑΣ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Καθών η αίτηση.
------------------
Α. Γιωρκάτζιης με Λ. Κύρου, για τον αιτητή
Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι «η διοικητική πράξη και/ή απόφαση» του Τμήματος Τελωνείων που ενσωματώνεται στο Σημείωμα Απαίτησης ημερ. 14/2/03 και με την οποία επιβάλλονται στον αιτητή δασμοί και φόροι ύψους Λ.Κ.5,097 είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
Γεγονότα
Ο αιτητής είναι κάτοχος της Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης με αρ. Γ.Α.Α. 5.107 στη Λεμεσό η οποία λειτουργεί σύμφωνα με σχετική έγκριση ημερ. 25/10/82 που δόθηκε από το Τμήμα Τελωνείων δυνάμει του άρθρου 71 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67 ως έχει τροποποιηθεί).
Σε διάφορες ημερομηνίες μέσα στο 1998 (3/1/98, 22/24/6/98, 29/30/9/98) η εν λόγω αποθήκη διαρρήχθηκε, με αποτέλεσμα να κλαπούν διάφορα εμπορεύματα, βασικά τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά. Έτσι κάθε φορά διενεργείτο σχετικός δειγματικός έλεγχος από αρμοδίους λειτουργούς του Τμήματος Τελωνείων οι οποίοι κατάληξαν ότι οφείλοντο από τον αιτητή δασμοί για τα κλαπέντα και μη ανευρεθέντα εμπορεύματα τα οποία αποτελούσαν έλλειμμα από την εν λόγω αποθήκη. Σχετικά με τις διαρρήξεις αυτές συνελήφθηκαν οι ένοχοι και καταδικάσθηκαν στις ποινικές υποθέσεις αρ. 8575/99, 8576/99, 7577/99 και 8578/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν όπως το Τμήμα Τελωνείων αποστείλει στον αιτητή το σημείωμα απαίτησης ημερ. 14/2/03 με το οποίο απαίτησε την καταβολή δασμών και φόρων για το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 5,097 που αναλογούσαν στα κλαπέντα και μη ανευρεθέντα εμπορεύματα. Έτσι ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Παρόλο ότι στην αίτηση προβάλλονται διάφοροι λόγοι γιατί η απαίτηση των δασμών είναι παράνομη, με την γραπτή αγόρευση οι λόγοι περιορίζονται ουσιαστικά στους εξής: (α) έλλειψη αιτιολογίας και (β) πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα και το νόμο. Εξηγούν η πλευρά του αιτητή ότι ενώ στο εν λόγω Σημείωμα Απαίτησης δεν γίνεται επίκληση του άρθρου 163 του προαναφερθέντος Νόμου αλλά στα άρθρα 71, 73, 76, 77, 79 και 169(1), στην ένσταση γίνεται για πρώτη φορά επίκληση και του άρθρου 163 το οποίο όμως οι καθών η αίτηση παρερμηνεύουν.
Η πλευρά των καθών η αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση εγείρουν, για πρώτη φορά, την ακόλουθη προδικαστική ένσταση: ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά αποτελεί πρόσκληση για εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης των αιτητών προς τους καθών η αίτηση, ενέργεια που κινείται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και γιαυτό, βρίσκεται έξω από τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Παρόλο, που όπως ήδη ανάφερα, η προδικαστική ένσταση είναι κάτι που εγείρεται για πρώτη φορά, εντούτοις, εφόσον αφορά θέμα δημόσιας τάξης που θα μπορούσε να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα, προχωρώ να την εξετάσω. Το θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το καταληκτικό μέρος της εν λόγω επιστολής, που έχει ως εξής:
«Σε περίπτωση που δεν καταβάλετε τα πιο πάνω ποσά εντός της πιο πάνω προθεσμίας δεν μου αφήνετε άλλη εκλογή από το να προχωρήσω με δικαστικά μέτρα εναντίον σας.
Επίσης σας πληροφορώ ότι το παρόν Σημείωμα Απαίτησης αποτελεί Εκτελεστή Διοικητική Πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 75 ημερών από τη λήψη της επιστολής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 146(1) του Συντάγματος.»
Οι ίδιοι δηλαδή οι καθών η αίτηση (Τμήμα Τελωνείων) καθοδηγούν τον αιτητή ότι το Σημείωμα Απαίτησης αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 75 ημερών από τη λήψη της επιστολής, σύμφωνα με το άρθρο 146.1 του Συντάγματος.
Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο δικηγόρο των καθών η αίτηση ότι το τι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη δεν είναι κάτι που αποφασίζεται από το πρόσωπο ή όργανο που την εκδίδει, αλλά από το δικαστήριο λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη και τη φύση της ίδιας της πράξης. Είμαι της άποψης ότι σύμφωνα και με τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Director of the Department of Customs and Excise v. Grecian Hotel Enterprises Ltd. v. (1985) 1 C.L.R. 476 η απαίτηση πληρωμής δασμών είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Αφορούσε και η υπόθεση εκείνη ένα Σημείωμα Απαίτησης (Demand Note) για πληρωμή διαφοράς δασμών που εκ παραδρομής δεν είχαν εισπραχθεί από το Τελωνείο κατά την εισαγωγή μαρμάρων. Αποφασίστηκε ότι η εν λόγω απαίτησης πληρωμής δασμών αποτελούσε διοικητική πράξη τη νομιμότητα της οποίας μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει. Επίσης στην υπόθεση Pouros & Others v. Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411, αποφασίστηκε ότι το ερώτημα κατά πόσο ορθά ή λάθος επιβλήθηκε μια φορολογία είναι θέμα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου.
Στρεφόμενος στη δική μας περίπτωση, είμαι της άποψης ότι το ερώτημα αν υπάρχει τέτοια παράβαση των όρων λειτουργίας της εν λόγω αποθήκης αποταμίευσης ούτως ώστε να καθιστά νόμιμη την απαίτηση των δασμών, είναι θέμα που εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Εν πάση περιπτώσει δεν έγινε αναφορά σε οποιαδήποτε αυθεντία ή σύγγραμμα που να υποστηρίζει τη θέση των καθών η αίτηση . Επομένως η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Ουσία της προσφυγής
Αμφότερες οι πλευρές τελικά επικεντρώθηκαν στο κατά πόσο η επίδικη απόφαση δικαιολογείτο ή όχι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 163 του Ν. 62/87 ως έχει τροποποιηθεί.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή έχει διατυπωθεί ως ακολούθως:
«Οι καθ' ων η Αίτηση, ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο άρθρο, θεωρούν ότι δύνανται να αξιούν δασμούς και φόρους μόνο για τα κλαπέντα εκ των ελλειμάτων που δεν ανεβρέθησαν γιατί στην περίπτωση που ο Αιτητής ελάμβανε την συνηθισμένη φροντίδα και προφύλαξη, η κλοπή θα αποφεύγετο. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται μια περίεργη διάσταση του όρου κλοπή και διάρρηξη έτσι που ο διαρρήχτης και/ή ο κλέφτης να διακρίνεται σε κλέφτη και/ή διαρρήχτη ο οποίος προβαίνει στην εγκληματική ενέργεια ανάλογη με το αν ο ιδιοκτήτης άσκησε ή όχι την συνηθισμένη φροντίδα και προφύλαξη. Η έννοια του όρου άφευκτος αιτία περιλαμβάνει την κλοπή χωρίς καμία παραλλαγή και δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι σε περιπτώσεις όπου ο ιδιοκτήτης υπήρξε το θύμα επανειλημμένων κλοπών ή διαρρήξεων θα πρέπει να καταβάλει δασμούς και φόρους για εμπορεύματα που κλάπηκαν.
Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκαν επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας από τον Αιτητή για ενίσχυση των θυρών και γενικά της ασφάλειας της αποθήκης είναι αυθαίρετος και αναφέρετε χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί ο Αιτητής αφού ο Αιτητής αμέσως μετά την πρώτη διάρρηξη έλαβε μέτρα αστυνόμευσης της αποθήκης, τοποθέτησε σύστημα συναγερμού και προέβηκε σε σειρά άλλων ενεργειών που αφορούσαν την ενίσχυση των θυρών της αποθήκης και γενικότερα της ασφάλειας του χώρου πέριξ της αποθήκης.»
Από πλευράς του δικηγόρου των καθών η αίτηση προωθήθηκε η θέση ότι ο αιτητής και ιδιοκτήτης της εν λόγω αποθήκης αποταμίευσης είχε, με βάση το άρθρο 76 του Νόμου 82/67, την ευθύνη για την καταβολή των αναλογούντων δασμών για τυχόν ελλείμματα τα οποία δεν είναι δυνατό να αποδοθούν σε νόμιμη αιτία. Εδώ ο αιτητής είχε, με βάση το Νόμο και τους όρους λειτουργίας της αποθήκης αποταμίευσης, την υποχρέωση για ασφαλή φύλαξη των εμπορευμάτων που εναποτίθενται σ' αυτή. Εδώ δεν έπεισε ο αιτητής το Τμήμα Τελωνείων ότι τα εμπορεύματα που ελλείπουν «απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινός αιτίας» ούτως ώστε να εφαρμοσθούν οι πρόνοιες του άρθρου 163(1) του Νόμου 82/67, αφού οι αλλεπάλληλες διαρρήξεις και κλοπές συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η αιτία απώλειας των εμπορευμάτων δεν ήταν «άφευκτος» αλλά προβλεπτή, που δεν είχε όμως αντιμετωπιστεί κατάλληλα από τον αιτητή. Υπό τέτοιες περιστάσεις όχι μόνο δικαίωμα είχε το Τελωνείο, αλλά και υποχρέωση να διεκδικήσει τα εν λόγω ποσά, αφού τούτα είναι οφειλές προς το δημόσιο.
Το άρθρο 163(1) του Νόμου 82/67 στο οποίο και επικεντρώθηκαν τελικά και οι δύο πλευρές, στην έκταση που μας ενδιαφέρει, έχει ως ακολούθως:
«(1) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή ότι εμπορεύματα υποκείμενα εις τίνα δασμόν ή φόρον απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινος αιτίας:
(α) ................................
(β) ..................................
(γ) εν όσω είναι αποταμειυμένα εν τίνι δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη ή
(δ) ..............................................................
(ε) .............................................................
ο Διευθυντής απαλλάττει τα εμπορεύματα του φόρου ή δασμού ή επιστρέφει τον καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή παραιτείται πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσειτούτων.»
Στο ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ , σελ. 325 η λέξη «άφευκτος» σημαίνει «αυτός που δεν μπορεί να τον αποφύγει κανείς: τα άφευκτα κτυπήματα της μοίρας. ΣΥΝ. Αναπόφευκτος, αναπόδραστος, αναπότρεπτος.»
Στο ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, σελ. 275, «άφευκτον» σημαίνει «ον δεν δύναται τις να αποφύγει, αναπόφευκτος».
Στο ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ HYPER LEXICON, εκδόσεις Σταφυλίδη σελ. 1001 "άφευκτος» σημαίνει "inevitable, unavoidable".
Στο ΤΗΕ ΑDVANCED LEARNER´S DICTIONARY OF CURRENT ENGLISH, Second Edition (OXFORD) η λέξη "inevitable" σημαίνει «that cannot be avoided, that is sure to happen" και η λέξη «unavoidable" σημαίνει «that cannot be avoided".
Στο BLACK´S LAW DICTIONARY, σελ. 1693 η φράση «Unavoidable cause" σημαίνει: «a cause which reasonably prudent and careful men under like circumstances do not and would not ordinarily anticipate, and whose effects, under similar circumstances, they do not and would not ordinarily avoid."
Εξέτασα το θέμα και με αναφορά στα Νομικά Λεξικά STROUD´S JUDICIAL DICTIONARY, 4η έκδοση, Τόμος 5 και WORDS AND PHRASES LEGALLY DEFINED, αλλά η ερμηνεία που εκεί δίνεται, δεν βοηθά αφού αναφέρεται σε άλλα θέματα και νομοθεσίες όπως για παράδειγμα σε inevitable accident ή σε "unavoidable cause" για απουσία μαθητού από σχολείο ή εργάτη από την εργασία του όπως προβλέπεται σε αντίστοιχες νομοθεσίες.
Με όσα ανάφερα πιο πάνω φαίνεται ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος από το Διευθυντή Τελωνείων, ότι δηλαδή ενόψει των πολλών διαρρήξεων και κλοπών από την εν λόγω αποθήκη, μέσα στον ίδιο χρόνο, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που δείχνουν ότι ο αιτητής δεν έλαβε τα λογικά μέτρα που ώφειλε για αποτροπή των διαρρήξεων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθούν οι κλοπές ως «άφευκτος αιτία», ήταν λογικά επιτρεπτός. Το γεγονός των κλοπών από μόνο του, δεν αποτελεί «άφευκτο αιτία» που οδηγεί αυτόματα σε απαλλαγή, εκτός αν υπάρχουν γεγονότα που να καθιστούσαν την κλοπή αναπόφευκτη. Για παράδειγμα στο άρθρο 73 γίνεται αναφορά σε απαλλαγή δασμού ή φόρου σε περίπτωση κλοπής η οποία γίνεται με τη συνδρομή ή συνεργασία λειτουργού του Τμήματος Τελωνείων ο οποίος όμως κρίνεται ένοχος και ο ιδιοκτήτης δε συμμετείχε στο αδίκημα. Από τη στιγμή που υπάρχει έλλειμμα σε μια ιδιωτική αποθήκη αποταμίευσης, ο Διευθυντής Τελωνείων έχει εξουσία να απαιτήσει τους αναλογούντες δασμούς εκτός εάν ο ιδιοκτήτης της αποθήκης ικανοποιήσει το Διευθυντή ότι το έλλειμμα οφείλεται «σε φυσικήν φθοράν ή μείωσιν ή ετέραν νόμιμον αιτίαν» με την έννοια του άρθρου 76 ή ότι αυτά «απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινος αιτίας» με την έννοια του άρθρου 163 του Νόμου. Τα όσα αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση περί λήψης μέτρων μετά την πρώτη διάρρηξη όπως για παράδειγμα μέτρα αστυνόμευσης, σύστημα συναγερμού, ενίσχυση των θυρών κ.λ.π. εκτός του ότι είναι γεγονότα που δε φαίνεται να τέθηκαν ενώπιον του Διευθυντή, τα ίδια τα γεγονότα των συχνών διαρρήξεων ανατρέπουν τον ισχυρισμό περί λήψης τέτοιων μέτρων. Καταλήγω λοιπόν ότι η απόφαση των καθών η αίτηση ήταν εύλογα εφικτή και υποστηρίζεται από τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου και ιδιαίτερα των άρθρων 71, 73, 76 και 163 του Νόμου.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η επίδικη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτιου, Δ.
/ΚΑς