ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 690
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 19/2004 και 103/2004)
7 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 19/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 103/2004)
ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές και στις δύο Προσφυγές.
Κ. Στιβαρού (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι δύο προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) ημερ. 25.11.2003, με την οποία ο Νίκος Παπαδόπουλος, ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ) προήχθηκε στη θέση Γενικού Διευθυντή Επιχειρησιακής Ανάπτυξης.
Στις 10.10.2003 η ΑΗΚ κυκλοφόρησε γνωστοποίηση για την πλήρωση της πιο πάνω κενής θέσης. Αποτάθηκαν, μεταξύ άλλων, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 19/04 για προαγωγή και ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 103/04 για μετάθεση.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επιλήφθηκε των αιτήσεων με όλα τα επισυνημμένα σ' αυτές στοιχεία των υποψηφίων στη συνεδρία της στις 29.10.2003.
Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά η Υπεπιτροπή μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία κάθε υποψηφίου, την πείρα, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους όπως αναδύονται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης και τους προσωπικούς φακέλους τους. Τέλος έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή που έχουν ως εξής:-
«Γνωρίζω προσωπικά τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για τη θέση του Γενικού Διευθυντή Επιχειρησιακής Ανάπτυξης, Κλίμακα Δ, στην Επιτελική Μονάδα Επιχειρησιακής Ανάπτυξης. Προκειμένου να προβώ στη σύστασή μου, έχω μελετήσει τα στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων και των υπηρεσιακών τους εκθέσεων. Έχω άμεση γνώση της προσφοράς και των δυνατοτήτων ενός εκάστου, λόγω της συνήθους επαφής που είχαμε στην Υπηρεσία.
Όσον αφορά τον υποψήφιο Χαρίλαο Χατζηγέρου, ο οποίος παρουσιάζεται στον κατάλογο χρώματος ροζ, διαπιστώνω ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι δεν είναι προσοντούχος για την κρινόμενη θέση.
Αφού διεξήγαγα τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι, ήτοι οι Ανδρέας Ανθίμου, Γεώργιος Φρ. Γεωργιάδης, Νίκος Μ. Παπαδόπουλος, Χρυσόστομος Α. Χάννας, Γεώργιος Πετούσης, Ανδρέας Μ. Παπαδόπουλος, Αχιλλέας Στεφάνου, Παναγιώτης Μ. Σταματίου, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, Θέσπις Παντζαρής και Μιχαήλ Αντωνίου, διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.
Με βάση τα πιο πάνω, συστήνω για προαγωγή στη θέση Γενικού Διευθυντή Επιχειρησιακής Ανάπτυξης, στην Επιτελική Μονάδα Επιχειρησιακής Ανάπτυξης, τον Νίκο Μ. Παπαδόπουλο.»
Τελικά η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή υιοθετώντας και τις συστάσεις του Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή αποφάσισαν ομόφωνα να συστήσουν στην ΑΗΚ το Ε/Μ ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή.
Σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ στις 25.11.2003 κλήθηκε ο Γενικός Εκτελεστικός Διευθυντής ο οποίος έδωσε τις συστάσεις. Ο Διευθυντής επανέλαβε τη σύσταση που έδωσε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και σύστησε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο το Ε/Μ. Ακολούθως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, την πείρα, αξία, ικανότητα, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους και αφού υιοθέτησαν την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τις συστάσεις του Διευθυντή αποφάσισαν ομόφωνα την προαγωγή του Ε/Μ στην επίδικη θέση.
Σε κάθε μια από τις προσφυγές προβάλλονται διαφορετικοί λόγοι ακύρωσης. Έτσι θα εξετάσω τους λόγους αυτούς ξεχωριστά για κάθε προσφυγή.
Προσφυγή αρ. 19/2004
Σ' αυτή την προσφυγή ο αιτητής προβάλλει δύο λόγους ακύρωσης:-
(α) Ότι η επίδικη θέση πληρώθηκε χωρίς να υπάρχει νόμιμο σχέδιο υπηρεσίας και επίσης όταν προκηρύχθηκε η θέση έγινε με τίτλο ανεπίτρεπτο αφού περιελάμβανε στην ονομασία της τις λέξεις «Γενικός Διευθυντής» που παραπέμπουν στην πρώτη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία της ΑΗΚ, και
(β) Ότι τόσο η έκθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όσο και η σύσταση του Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητες.
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, πιο πάνω, τόσο η δικηγόρος της ΑΗΚ όσο και ο δικηγόρος του Ε/Μ στις γραπτές τους αγορεύσεις προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί γιατί δεν εγείρεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Ο ισχυρισμός αυτός της δικηγόρου της ΑΗΚ και του δικηγόρου του Ε/Μ ευσταθεί. Έχω μελετήσει τους είκοσι δύο (22) λόγους ακύρωσης που προβάλλονται από τον αιτητή στο δικόγραφο του. Σε κανένα από αυτούς δεν τίθεται θέμα ανυπαρξίας σχεδίου υπηρεσίας ή του τίτλου της επίδικης θέσης όπως προκηρύχθηκε. Στην υπόθεση Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) 1709, στη σελίδα 1715 ο Νικήτας, Δ. αναφέρει τα εξής:-
«Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά τον μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δε λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»
Επίσης στην υπόθεση Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) 2549 στις σελίδες 2551-2552 ο Κωνσταντινίδης, Δ. αναφέρει:-
«Το γεγονός ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»
Με το Νόμο αρ. 10(ΙΙ)/2003 η θέση του Γενικού Διευθυντή μετονομάστηκε και δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η επίδικη θέση. Εκδόθηκαν αργότερα νέο σχέδιο της επίδικης θέσης που εγκρίθηκε στις 22.4.2003 πολύ πριν την προκήρυξη της. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η επίδικη θέση δεν προβλέπεται από το Νόμο και τα σχέδια υπηρεσίας δεν ευσταθεί.
Ως λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη. Παραθέτω την σύσταση όπως δόθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της ΑΗΚ:-
«Μετά από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων, των εμπιστευτικών εκθέσεων και φύλλων αξιολογήσεων των υποψηφίων και, με βάση την προσωπική του γνώση καθώς επίσης, τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, ο Διευθυντής πρότεινε για προαγωγή στην κρινόμενη θέση τον Νίκο Μ. Παπαδόπουλο, αφού προηγουμένως υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του, και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (στο εξής «η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), στη συνεδρία ημερομηνίας 29 Οκτωβρίου 2003, όπως καταγράφονται στα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής (στο εξής «τα Μέλη»), κατά την παρούσα συνεδρία τους και για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σ' αυτά.»
Έχω ήδη παραθέσει επίσης στην αρχή της απόφασης μου τη σύσταση του Διευθυντή ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της ΑΗΚ. Κατ' αρχήν τονίζω ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 της Κ.Δ.Π. 291/86 δεν απαρτείται αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή.
Στην υπόθεση Λεωνίδα Παπασάββα ν. ΑΗΚ, Υπόθεση αρ. 635/98, ημερ. 16.6.2000, ο Αρτέμης, Δ. αναφέρει:-
«Ο Καν. 23(4)(α) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση από τον Διευθυντή. Επομένως δεν είναι απαραίτητο να είναι αιτιολογημένη νοουμένου ότι συμφωνεί με το περιεχόμενο των φακέλων.»
Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι πράγματι αναιτιολόγητη. Είναι όμως σύμφωνη με τις νομοθετικές διατάξεις που δεν απαιτούν οι συστάσεις για την επίδικη θέση να είναι αιτιολογημένες. Παραμένει μόνο να εξεταστεί αν η αναιτιολόγητη σύσταση είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο των φακέλων. Από τη μελέτη των φακέλων προκύπτει ότι το Ε/Μ υπερείχε σε αξία και σε προσόντα και υστερούσε οριακά, κατά 7 μήνες μόνο, στο στοιχείο της αρχαιότητας. Όσον αφορά την αξία το Ε/Μ, τα τελευταία 5 χρόνια είχε 29Ε έναντι 25Ε του αιτητή. Στα προσόντα το Ε/Μ κατείχε, πλην των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, «Πιστοποιητικό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου» καθώς και τον τίτλο C.dipA.F. (Certified Diploma in Accounting and Finance) τα οποία, ορθά, λήφθηκαν υπόψη και βάρυναν στην κρίση του Συμβουλίου, γιατί σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Η βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί από την απόφαση της Ολομέλειας Πανίκου Πούρου κ.ά. ν. Άννας Μαρίας Χ»Στεφάνου (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374 όπου στη σελίδα 395 αναφέρει:-
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής (και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
(Βλέπε επίσης: Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161 και Ανδρεστίνος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405)
Εν όψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η σύσταση δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και ως εκ τούτου είναι νόμιμη.
Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι τόσο η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όσο και η τελική απόφαση της ΑΗΚ είναι αναιτιολόγητες.
Δεν συμφωνώ με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Από τη μελέτη της έκθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής προκύπτει ότι οι λόγοι της επιλογής του Ε/Μ ήταν η υπεροχή του Ε/Μ σε αξία και προσόντα, πράγματα που έχω ήδη διαπιστώσει πιο πάνω ότι είναι ορθά. Η οριακή υπεροχή του αιτητή στην αρχαιότητα εύλογα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κυρίαρχο στοιχείο έναντι της υπεροχής του Ε/Μ σε αξία και προσόντα.
Τα ίδια μπορούν να λεχθούν και για την τελική απόφαση της ΑΗΚ. Στο τελικό μέρος της αναφέρει τα εξής:-
«Καταλήγοντας στη σύστασή τους, τα Μέλη έλαβαν υπόψη τους ότι ο Νίκος Μ. Παπαδόπουλος υπερέχει σε βαθμολογημένη αξία έναντι των υποψήφιων Ανδρέα Ανθίμου και Γεώργιου Φρ. Γεωργιάδη, οι οποίοι είναι αρχαιότεροί του και των υποψηφίων Χρυσόστομου Χάννα, Ανδρέα Παπαδόπουλου, Αχιλλέα Στεφάνου, Παναγιώτη Σταματίου, Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου και Θέσπι Παντζαρή που είναι νεώτεροί του.
Τα Μέλη παρατήρησαν ακόμη ότι ο Νίκος Μ. Παπαδόπουλος υστερεί έναντι των Ανδρέα Ανθίμου και Γεώργιου Φρ. Γεωργιάδη, σε αρχαιότητα στην Αρχή, υπερέχει όμως έναντί τους σε αξία και όπως παρατήρησαν περαιτέρω, διαθέτει τα επιπρόσθετα προσόντα, ήτοι, Πιστοποιητικό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου και CDipAF (Certified Diploma in Accounting and Finance), τα οποία προσόντα άνκαι δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις τα Μέλη τους δίδουν τη δέουσα βαρύτητα καθότι σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων της κρινόμενης θέσης.»
Είναι νομολογημένο ότι η αιτιολογία της απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία που δίδει η ΑΗΚ υποστηρίζεται και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων.
Κατά τις προαγωγές παρέχεται στο διοικητικό όργανο ευρεία ευχέρεια στάθμισης των τριών νομίμων κριτηρίων και η ευχέρεια αυτή δεν ελέγχεται εκτός εάν από τη σχετική σύγκριση προκύπτει ότι παραλήφθηκε υπάλληλος ο οποίος υπερέχει έκδηλα του προαχθέντος. (Βλέπε: Στέλλα Καννά Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).
Εφόσον προκύπτει ότι η ΑΗΚ εξέτασε και συνεκτίμησε όλα τα νόμιμα στοιχεία και κριτήρια, έλαβε υπόψη τις αιτιολογημένες συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Γενικού Διευθυντή και από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων δεν αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε/Μ, η κρίση της διοίκησης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη. (Βλέπε: Παπασάββα Ανδρέα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 752/96, ημερ. 5.8.1998).
Προσφυγή αρ. 103/2004
Σύμφωνα με τους Κανονισμούς της ΑΗΚ κενή θέση προαγωγής ή πρώτου διορισμού και προαγωγής πληρούται διά της προαγωγής ή μετάθεσης υπαλλήλου. (Κανονισμό. 13(2)).
Ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση διεκδίκησε την επίδικη θέση με μετάθεση.
Ισχυρίζεται ο αιτητής στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ότι η αίτηση του για μετάθεση δεν έτυχε της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με την υποψηφιότητα του Ε/Μ για προαγωγή. Την θέση του αυτή ο αιτητής τη στηρίζει σε παρατήρηση ενός μέλους του Συμβουλίου της ΑΗΚ ότι ο αιτητής «θα ήταν κατάλληλος να εκτελέσει με ιδιαίτερη επιτυχία τα καθήκοντα της κρινόμενης θέσης». Τονίζω ότι το αποφασίσαν όργανο της ΑΗΚ ήταν εννιαμελές. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου εστερνίζοντο τις απόψεις του πιο πάνω μέλους. Ισχυρισμός όμως αυτός είναι εντελώς αυθαίρετος και δεν υποστηρίζεται από τα πρακτικά της συνεδρίας. Αντίθετα ομόφωνα και τα εννιά μέλη προήγαγαν το Ε/Μ ως το καταλληλότερο για τη θέση. Ο αιτητής κρίθηκε σε σύγκριση με όλους τους υποψηφίους που διεκδικούσαν τη θέση με προαγωγή.
Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόστηκαν τα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής του καλύτερου υποψηφίου.
Έχω ήδη παραθέσει σε έκταση το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν στην προσφυγή αρ. 19/2004. Οι ίδιοι λόγοι προβάλλονται και σ' αυτή την προσφυγή.
Από τη μελέτη και εξέταση των φακέλων προκύπτει ότι ο αιτητής και το Ε/Μ είναι ισοδύναμοι σε αξία, αφού και οι δύο τα τελευταία τέσσερα χρόνια (1999-2003) βαθμολογήθηκαν με τον ίδιο αριθμό «Α».
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση του έχει μεγαλύτερη αντικειμενική αξία γιατί αξιολογείτο σε διαφορετική και ανώτερη θέση. Αυτό όμως δεν είναι ορθό, σύμφωνα με τη νομολογία. Η αντικειμενική αξία τέτοιων αξιολογήσεων είναι η ίδια (Βλέπε: Αντωνίου Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).
Στα προσόντα το Ε/Μ διέθετε το επιπλέον προσόν όπως έχει ήδη αναφερθεί στην εξέταση της προσφυγής 19/2004 (πιο πάνω), προσόν που δεν διέθετε ο αιτητής. Παραπέμπω ως εκ τούτου όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω στην απόφαση μου για την προσφυγή 19/2004.
Ο αιτητής στην παρούσα προηγείτο οριακά του Ε/Μ στην αρχαιότητα κατά επτά μόνο μήνες. Σύμφωνα με τη νομολογία η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις και ιδιαίτερα επίσης όταν αυτή είναι οριακή όπως στην παρούσα υπόθεση. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Θ. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47).
Στην παρούσα υπόθεση το Ε/Μ έχει την ίδια βαθμολογική αξία με τον αιτητή. Έχει όμως προβάδισμα σ' αυτό το στοιχείο το Ε/Μ λόγω της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή. Περαιτέρω το Ε/Μ, όπως και στην περίπτωση του αιτητή στην 19/2004, υπερέχει σε προσόντα. Ενόψει της υπεροχής αυτής του Ε/Μ και των όσων έχουν λεχθεί προηγουμένως στην απόφαση μου στην 19/2004 η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η αρχαιότητα πιστεύω ότι μόνη της και δη τόσο οριακή δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο και δεν μπορεί να υπερισχύσει των δύο άλλων κριτηρίων.
Κατά συνέπεια και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα τόσο υπέρ των καθ' ων η αίτηση όσο και του Ε/Μ.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ