ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 396/2004
21 Ιουλίου 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΟΔΥΣΣΕΑ ΟΔΥΣΣΕΩΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
Αλ. Ταλιαδώρος με Ο. Παλάτου (κα), για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3818 στις 12/3/04 με την οποία διόρισαν το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Τουραπή (στο εξής ε.μ.) στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης τάξης, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, αναδρομικά από 2/10/01 αντί του αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Τεχνικού 2ης τάξης στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων στις 28/7/80 και στις 1/2/91 προάχθηκε στη θέση Τεχνικού 1ης τάξης. Στις 12/10/01 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3535 και αρ. Γνωστοποίησης 5370 η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση με την οποία διόρισαν το ε.μ. στην προαναφερθείσα θέση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την υπ' αρ. 859/01 προσφυγή η οποία συνεκδικάστηκε με την προσφ. αρ. 872/01. Την 9/9/03 εκδόθηκε απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η Ε.Δ.Υ. έσφαλε ως προς την κρίση και αντίληψη της ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση, είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία. Οι καθών η αίτηση σε 2 συνεδρίες τους ημερ. 6/11/03 και 16/2/04 προχώρησαν σε επανεξέταση και πλήρωση της επίδικης θέσης με την οποία διόρισαν και πάλιν το ε.μ. Μαρία Τουραπή αναδρομικά από 2/10/01 με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρήσει ξανά προσφυγή, την παρούσα.
Νομικοί ισχυρισμοί
Από πλευράς του αιτητή προβάλλονται διάφοροι λόγοι μεταξύ των οποίων η πλάνη ως προς τη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και ότι η έκθεση και σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) είναι αναιτιολόγητη όπως και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ.
Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η έκθεση/ σύσταση της Σ.Ε. είναι αναιτιολόγητη, ο ευπαίδευτος συνήγορος του επικαλέστηκε τις πρόνοιες του άρθρου 33(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 καθώς και τις αποφάσεις Παύλου Πιπερίδη κ.α. ν.. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Κώστα Κυριακίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298. Σχετική με το θέμα είναι και η δική μου απόφαση στην υπόθεση Αθηνάς Μαυρονικόλα κ.α. ν. Δημοκρατίας αρ. προσφ. 42/03 και 166/03 ημερ. 15/2/05.
Αναφορικά με τις θέσεις πρώτου διορισμού στο άρθρο 33 (6) του Νόμου 1/90 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«33 (6) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο προκαταρκτικός κατάλογος».
.....................................................................................................................
(11) Η Επιτροπή κατά την τελική επιλογή και διορισμό των καλυτερων υποψηφίων λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (6):»
(η υπογράμμιση είναι δική μου)
Το άρθρο 33(6) που αφορά τη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το άρθρο 34(6) που αφορά τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής. Επομένως, αποφάσεις που ερμήνευσαν το άρθρο 34(6) βοηθούν και για την ερμηνεία του άρθρου 33(6). Και τα δυο άρθρα επιβάλλουν την υποχρέωση της δέουσας αιτιολογησης αφού μιλούν για αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους. Η ρητή απαίτηση για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά καθιστά την αιτιολόγηση ουσιώδη τύπο της πράξης (βλ. Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω . Έχει αποφασιστεί ότι όποτε ο νόμος απαιτεί αιτιολογία, αυτή πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης (βλ. Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και το σύγγραμμα Ι. Τάχου «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», έκδοση 7η σελ. 603 και συνέχεια). Στην υπό κρίση περίπτωση η αιτιολογία απαιτείται από το νόμο και κατά συνέπεια συνιστά ουσιώδη τύπο της πράξης ούτως ώστε αυτή πρέπει να περιέχεται στο σώμα αυτής. Πέρα από τις αποφάσεις που παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, και τις οποίες υιοθετώ, άμεσα σχετικές επί του θέματος είναι και οι υποθέσεις Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 σελ. 579.580 και Μαρία Βασιλείου-Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 647, σελ. 652 που ερμήνευσαν τις παρόμοιες πρόνοιες του άρθρου 34(6), όπου αποφασίστηκε ότι η απλή επανάληψη των προνοιών του νόμου, δεν αποτελεί αιτιολόγηση όπως απαιτείται από το σχετικό άρθρο.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Φωτιάδου σελ. 652, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ό,τι εμφανίζεται ως αιτιολογία αποτελεί, στην ουσία, επανάληψη του άρθρου 34(6) ως προς τα στοιχεία που διαδραματίζουν ρόλο. Εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε το συλλογισμό. Είναι άγνωστο τι από τους φακέλους, τις εκθέσεις, ή τα προσόντα μέτρησαν και σε ποιο βαθμό σε συσχετισμό προς την προφορική εξέταση. Δεν αναφέρομαι στην γραπτή εξέταση γιατί δεν παραπέμπει σ' αυτήν η Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν γνωρίζουμε ακόμα ποια είναι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την πείρα των υποψηφίων και για όλα τα πιο πάνω, ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται εντελώς αδύνατος. Η περίπτωση καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 (βλέπε επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Παύλος Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134) και στοιχειοθετείται δεύτερος λόγος ακυρότητας.»
Περαιτέρω στην Χατζηγεωργίου (πιο πάνω) σελ. 579-580, αναφέρονται τα εξής:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η γενική αναφορά στα κριτήρια που έλαβε υπ' όψιν η Συμβουλευτική Επιτροπή για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της δεν πληροί την απαίτηση του Νόμου για αιτιολόγηση της. Κατέληξε επίσης ότι στην έκθεση δεν επεξηγούνται γενικά οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκαν οι συστηθέντες, ούτε φαίνεται με ποιο τρόπο εκτιμήθηκα και αξιολογήθηκε το πλεονέκτημα του αιτητή. Έτσι για τους πιο πάνω λόγους, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής θεωρήθηκε ότι δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και εν όψει της προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 34(6) απεφάσισε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση της για επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης της και γι' αυτό ακύρωσε την επίδικη απόφαση.
...............................................................................................................
Ο Νόμος επιβάλλει ρητά την υποχρέωση της δέουσας αιτιολόγησης της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ρητή απαίτηση του άρθρου 34(6) για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο, ενώ η παράλειψη αναφοράς της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης καθιστά την πρόταση ελλειπή ως προς τον τύπο της (βλ. Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση 346/91, ημερ. 11/12/91).»
Τέλος στη σελ. 582 η Ολομέλεια καταλήγει ως ακολούθως:
«Είναι φανερόν από τα πιο πάνω ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στερείται της δέουσας αιτιολόγησης. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι η ακυρότητα προπαρασκευαστικής πράξης οδηγεί σε ακύρωση και την τελική διοικητική πράξη στην ολότητά της γιατί από τη φύση τους τα συνθετικά στοιχεία της πράξης δεν είναι χωριστά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. (Βλ., μεταξύ άλλων Michaeloudes and Another v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 56, 71, 72, Ioannou v. The Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 280, 299 και Agrotis v. The Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 503, 513.)
Έτσι καταλήγουμε ότι η απόφαση της ΕΔΥ που στηρίζεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει αφού η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη όπως προβλέπει το άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και συνεπώς η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστή είναι ορθή και επικυρώνεται. Σαν αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης, από απλή ανάγνωση της έκθεσης της Σ.Ε. φαίνεται η έλλειψη αιτιολογίας. Παραμένει άγνωστος ο συλλογισμός γιατί προτάθηκαν όσοι προτάθηκαν και γιατί δεν προτάθηκε ο αιτητής.
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει Ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα του αιτητή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς