ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 20/2004 και 91/2004)

 

 

27 Ιουλίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 20/2004)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΑΡΧΗ  ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

(Υπόθεση Αρ. 91/2004)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΑΡΧΗ  ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές και στις δύο Προσφυγές.

 

Κ. Στιβαρού (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) ημερ. 25.11.2003 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία ο  Ανδρέας Παπαδόπουλος (το Ε.Μ.) προάχθηκε στη θέση Γενικού Διευθυντή Παραγωγής, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής  (η επίδικη θέση).

 

Στις 10.10.2003  η Α.Η.Κ. κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενής θέσης σε σχέση με την επίδικη θέση. Για την επίδικη θέση αποτάθηκαν για προαγωγή οι δύο αιτητές, το Ε.Μ. και 2  άλλοι υποψήφιοι.

Η  Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επιλήφθηκε των αιτήσεων, με όλα τα επισυνημμένα  σ αυτές στοιχεία των υποψηφίων, στη συνεδρία της ημερ. 29.10.2003.

 

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή  μελέτησε προσεχτικά και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, την αξία, την ικανότητα του κάθε υποψηφίου, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ('Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86).

 

Μελέτησε επίσης και έλαβε δεόντως υπόψη της τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους.

 

Τέλος έλαβε υπόψη τις συστάσεις του κ. Κώστα Ιωάννου , Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή της Α.Η.Κ. (στο εξής Διευθυντής)τις οποίες παραθέτω:

 

Συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή.

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για τη θέση του Γενικού Παραγωγής, Κλίμακα Δ, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής.  Προκειμένου να προβώ στη σύσταση μου, έχω μελετήσει τα στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων και των υπηρεσιακών τους εκθέσεων. Έχω άμεση γνώση της προσφοράς και των δυνατοτήτων ενός εκάστου, λόγω της συνήθους επαφής που είχαμε στην Υπηρεσία.

 

Αφού διεξήγαγα τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι οι υποψήφιοι, ήτοι οι Γεώργιος Φρ. Γεωργιάδης, Χρυσόστομος Α. Χάννας, Ανδρέας Παπαδόπουλος και Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω, συστήνω για προαγωγή στη θέση Γενικού Διευθυντή Παραγωγής, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, τον Ανδρέα Μ. Παπαδόπουλο».

Ακολούθως η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αφού έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή με τις οποίες συμφώνησε και τις υιοθέτησε, έκρινε και επέλεξε τον Ανδρέα Παπαδόπουλο  (Ε.Μ.) ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψήφιους και αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Α.Η.Κ την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

 

Τα μέλη της Υπεπιτροπής καταλήγοντας στη σύσταση τους σημείωσαν ότι:  «...... δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι ο Ανδρέας Μ Παπαδόπουλος, υστερεί έναντι των υποψηφίων Γεωργίου Φρ. Γεωργιάδη και Χρυσοστόμου Α. Χάννα σε αρχαιότητα στην Αρχή (16 μήνες έναντι του πρώτου και μόλις 1 μήνα έναντι του δεύτερου).  Έλαβαν όμως υπόψη τους ότι ο συστηθείς Ανδρέας Μ. Παπαδόπουλος διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν, ήτοι, CdipAF (Certified Diploma in Accounting and Finance) προσόν το οποίο αν και δεν προνοείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις τα μέλη του δίδουν τη δέουσα βαρύτητα, καθότι είναι συναφές με την άσκηση των καθηκόντων και /ή απαιτήσεις της κρινόμενης θέσης».

 

Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας έλαβε χώρα στις 25.11.2003 στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. Ενώπιον του Συμβουλίου κλήθηκε ο Διευθυντής. Ο τελευταίος υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. προέβησαν στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

 

Ασχολήθηκαν με την εξέταση των υπηρεσιακών στοιχείων του κάθε υποψηφίου, των προσωπικών τους φακέλων, της πείρας, της αξίας, της ικανότητας, της αρχαιότητας τους στην Αρχή, των προσόντων του κάθε υποψηφίου όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης, της επίδοσης κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ('Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.

 

Έλαβαν υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής  ημερ. 29.10.2003, καθώς επίσης, τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής στην ίδια συνεδρία.

 

Μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους. Προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, ήτοι, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και τους προσωπικούς τους φακέλους και την επίδοση τους στην υπηρεσία.

 

Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο, τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αποφάσισαν ομόφωνα την  προαγωγή  του Ανδρέα Μ. Παπαδόπουλου στην επίδικη θέση.

 

 

 

Λόγοι ακύρωσης.

(Α)  Προσφυγή 20/2004.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι  η όλη διαδικασία πάσχει διότι:

 

(α) η  υπό πλήρωση θέση «Γενικού Διευθυντή Παραγωγής» δεν προβλέπεται στο Νόμο ή Σχέδια Υπηρεσίας της ΑΗΚ.

 

(β) η θέση του Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή δεν προβλέπεται από το Νόμο και το Κανονισμό.

 

Καταρχήν σημειώνω  ότι  οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν έχουν εκτεθεί με σαφήνεια ως λόγοι ακύρωσης στην αίτηση του αιτητή. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εισηγείται πως θα πρέπει να απορριφθούν καθότι δεν  εξειδικεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής.

 

Έχω μελετήσει το περιεχόμενο της αίτησης και πράγματι δεν υπάρχει τέτοια εξειδίκευση ως προς τους συγκεκριμένους λόγους ακυρότητας που φαίνονται στην αίτηση .Θα θεωρήσω ωστόσο ότι καλύπτονται από τους πιο γενικούς λόγους ακυρότητας που φαίνονται στην αίτηση, υπ. αρ. 20 και 21 και θα προχωρήσω στην εξέτασή τους.

 

O δικηγόρος του ενδιαφερόμενου προσώπου υποστήριξε ότι o αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής του ισχυρισμού περί ανυπαρξίας της επίδικης θέσης. Το επιχείρημα βασίστηκε στο ότι από τη στιγμή  που  ο αιτητής έλαβε μέρος αδιαμαρτύρητα στη διαδικασία και αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα τη συμμετοχή του ως ένας από τους υποψηφίους για την επίδικη θέση, δεν έχει έννομο συμφέρον να ισχυρίζεται περί ανυπαρξίας της επίδικης θέσης.

 

Συμφωνώ με τη θέση αυτή. Είναι ασυμβίβαστος ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας της  επίδικης  θέσης με το  αιτητικό της παρούσας προσφυγής .

 

Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη θέση είναι ανύπαρκτη με το αιτιολογικό ότι δεν προβλέπεται από το Νομοθέτη ή από νόμιμο Σχέδιο Υπηρεσίας αναιρεί ή και αντιμάχεται  τον ισχυρισμό του αιτητή  ότι υπερείχε του ενδιαφερομένου προσώπου και θα έπρεπε να είχε επιλεγεί αυτός αντί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  στην επίδικη θέση και προφανώς  προσκρούει στην αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

Δεν επιτρέπεται σε αιτητή να ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά πράγματα - να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει κατά τον ίδιο χρόνο, στην ίδια υπόθεση. (Δέστε  Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 393. Nicos Dometakis v. The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (1988) 3 C.L.R. 1673 και  Χ"Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2445, ημερ. 14.1.2000).

 

Συνεπώς, ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην προβολή του συγκεκριμένου ισχυρισμού για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω.

 

Ούτε μπορεί να τεθεί από τον αιτητή ως λόγος ακύρωσης ο ισχυρισμός πως ο Διευθυντής δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη διαδικασία γιατί άλλαξε ο τίτλος της θέσης του. Το επιχείρημα του κ. Κωνσταντίνου ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της θέσης  του Γενικού Διευθυντή είναι σωστό.

Παρεμπίπτουσα έρευνα εναντίον του κύρους μιας διοικητικής πράξης μετά την παρέλευση της προθεσμίας δεν είναι επιτρεπτή . Σε μια τέτοια περίπτωση, παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, θα δημιουργούσε αβεβαιότητα και ανασφάλεια για όλες τις διοικητικές πράξεις  (Για το ανορθόδοξο της άσκησης παρεμπίπτοντος ελέγχου- Δέστε:  Λάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 804, Προσφ. 648/87 και 198/88 Ηβη Χαραλάμπους και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 2/1/91, Προσφ. 996/92 Παναγιώτης Μεσαρίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 10/12/93 και "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" Ε. Σπηλιωτόπουλου, 6η έκδοση (1993), παράγραφος 102, σελ. 108).

 

 Ο αιτητής, προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και  βρίσκεται σε αντίθεση με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων. Ειδικότερα διατείνεται ότι η απλή καταγραφή από το Διευθυντή της υποκειμενικής του προτίμησης υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου - χωρίς να συγκεκριμενοποιείται, και να εξειδικεύεται οποιοσδήποτε λόγος υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου - δεν αποτελεί αιτιολογία.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 (3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, κατά την προαγωγή σε θέση Κλίμακας Α15 και άνω  , η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συστάσεις  της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντή και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων.

 

Παρέθεσα πιο πάνω τη σύσταση του Διευθυντή κ. Ιωάννου. Από αυτή προκύπτει ότι η σύσταση του Διευθυντή, πέραν της γενικής αναφοράς στα κριτήρια που έλαβε υπόψη και στις πηγές των πληροφοριών του, δεν εξήγησε τους λόγους προτίμησης του κου Παπαδόπουλου ως καταλληλότερου υποψήφιου. Σύμφωνα όμως με το νομικό πλαίσιο (Καν. 23(3) ) της Αρχής δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση. Ωστόσο η νομολογία επιβάλλει ότι αυτή πρέπει να συμφωνεί με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.

 

Συνεπώς η αιτιολογία μπορεί να παρέχεται και να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. (Δέστε σελ. 4 της Προσφ. αρ. 792/02 Παναγιώτης Τσερκέζου ν. Α.Η.Κ. ημερ. 16/6/00 και Προσφ. αρ. 1034/97 Σολωμού ν. Δημοκρατίας ημερ. 18/3/99, Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852 ημερ. 25/10/02, Χρυσάνθου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 494 και Συνεκδ. Προσφ. 425/02, 434/02, 464/02 και 617/02 Χρίστος Κυπριανίδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. ημερ. 7/10/04).  Αν η αιτιολογία πάσχει τότε η απόφαση είναι τρωτή (Δέστε:  Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδης (1993) 3 Α.Α.Δ. 234).

 

Από τους προσωπικούς φακέλους που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι κατά την περίοδο 1996-2002, ο αιτητής συγκέντρωσε 32A και 38Β+ , το δε ενδιαφερόμενο πρόσωπο 33 Α και 37 Β+.

 

Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχουν τα  απαιτούμενα προσόντα πλην όμως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει και  Certified Diploma in Accounting and Finance προσόν μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Το προσόν αυτό θεωρήθηκε  όμως απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και παρά το γεγονός ότι δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ,βάσει του σχεδίου υπηρεσίας , δεν θα μπορούσε να παραγνωρισθεί εντελώς (Δέστε: ΕΔΥ ν. Αγγελή, ΑΕ 1974, 31.3.99 και Πανίκος Πούρος ν. Αννα Μαρία Χ»Στεφάνου κ.α., ΑΕ 2847, 30.4.01).

 

Ο αιτητής υπερέχει έναντι του ΕΜ σε αρχαιότητα η οποία είναι ένα από τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής σύμφωνα με τον Καν. 23(2) .

Ο αιτητής κατέλαβε τη θέση Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής (Kλ.A15) την 1.4.1999. Από 1.2.2003 διορίστηκε στη νέα θέση Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής με βάση το νέο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης (Κλ. Ν1-αναθεωρημένη μισθοδοσία).

 

Προκύπτει από τη σύσταση ότι ο Διευθυντής δεν έλαβε υπόψη την υπεροχή του αιτητή σε  αρχαιότητα. Ωστόσο έχει νομολογηθεί  ότι η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής αλλά συσταθμίζεται με την αξία και τα προσόντα. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα κριτήρια είναι ίσα  (Δέστε:  ΕΔΥ ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).

 

Σύμφωνα με τον Καν. 23(2), οι προαγωγές στην Αρχή αποφασίζονται με βάση την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας και την επίδοση στην υπηρεσία.

 

Η επίδοση και απόδοση αναφέρονται βασικά στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι μπορούν να αποτιμηθούν και με το κριτήριο "ζήλο για εργασία" ενώ η απόδοση πέραν τούτου αποτιμάται και με τα κριτήρια "αξιοπιστία" και "πρωτοβουλία". (Δέστε: Υποθ. αρ. 321/98, 392/98, Ηλία Πετρίδη κα ν. ΑΗΚ, ημερ. 17.3.99 και Υποθ. αρ. 319/98 Μητροδώρας Θεοδώρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 30.7.99).

 

Για την Ποσότητα Εργασίας το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με "Α"  τα τελευταία χρόνια (1996-2002). Αντίθετα ο αιτητής δεν βαθμολογήθηκε σε καμιά περίπτωση με "Α" αλλά μόνο με "Β+" τα αντίστοιχα έτη.

 

Στο στοιχείο Ποιότητα Εργασίας , το ενδιαφερόμενο πρόσωπο βαθμολογήθηκε με "Α". για τα χρόνια 1998 ,1999, 2001, 2002 και για τα χρόνια 1996, 1997, 2000, βαθμολογήθηκε με Β+.

Στο στοιχείο Ποιότητα Εργασίας , ο αιτητής  βαθμολογήθηκε με "Α" για τα χρόνια 1998, 1999, 2000, 2001 και 2002.  Για τα χρόνια 1996 και 1997 βαθμολογήθηκε με Β+.

 

Εξετάζοντας λοιπόν τις αξιολογήσεις των τελευταίων χρόνων όλων των πιο πάνω αναφερόμενων επιμέρους κριτηρίων , στα Φύλλα Αξιολόγησης των Εμπιστευτικών Εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου, σημειώνω ότι είναι οριακά καλύτερες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η σύσταση του Διευθυντή αιτιολογείται, επομένως, με αναφορά στα στοιχεία των φακέλων, ήτοι την οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία και προσόντα.

 

Με δεδομένη λοιπόν  την εικόνα των υποψηφίων όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, η σύσταση του Διευθυντή  συνάδει με αυτή και παρέχεται επομένως η αναγκαία αιτιολογία γιατί  δόθηκε το προβάδισμα στο Ε/Μ και όχι στον αιτητή.

 

Συνεπώς  απορρίπτεται ο ισχυρισμός ότι η σύσταση έρχεται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο των φακέλων.

 

Τεκμαίρεται ότι ο Διευθυντής έχει προσωπική γνώση της αξίας των υφισταμένων του η οποία προέρχεται από τη φύση των καθηκόντων της θέσης του Διευθυντή. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η καταγραφή των λεπτομερειών σε σχέση με την προσωπική γνώση του Διευθυντή όταν αυτή δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων (Δέστε: Απέητος και ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 64, 75).

 

Η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των απόψεων που εκφράζουν οι διάφοροι λειτουργοί προς το Διευθυντή, αναφορικά με την κρίση τους για τα πρόσωπα των υποψηφίων. Ο δε τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις πιο πάνω απόψεις δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατία, ΑΕ 817, 17.7.90 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη, ΑΕ 1086, 13.12.90).

 

Περαιτέρω, ο αιτητής υπέβαλε ότι η επίδικη απόφαση των καθ'ων η αίτηση δεν είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η εισήγηση αυτή του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί και ιδιαίτερα από τα πρακτικά της επίδικης απόφασης φαίνεται ότι είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα, αφού οι καθ' ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην επίδικη απόφαση έλαβαν υπόψη την εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τη σύσταση του Διευθυντή και τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.

 

Ο ισχυρισμός για παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή επίσης δεν ευσταθεί. Αυτή έχει ληφθεί υπόψη. Ωστόσο καθώς έχει νομολογηθεί, η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Σταθμίζεται με τα άλλα κριτήρια. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα κριτήρια είναι περίπου ίσα.

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα που να μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή καθότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία και ειδικά σε παραγωγικότητα - ποσότητα εργασίας.

 

Η πείρα και η αρχαιότητα στην υπηρεσία είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες και η τελευταία δεν αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο της πρώτης. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι αν όχι πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας. (Βλ. Δρ. Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 1861, ημερ. 16.2.98 και Κ. Ιωάννου ν. ΑΗΚ, ΑΕ 2063 ημερ. 15.9.98).

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο αναφέρεται στο επιπρόσθετο δίπλωμα  το οποίο κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και σημειώνει ότι παρόλο που το προσόν αυτό δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, το θεωρεί απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

΄Εχει νομολογηθεί ότι προσόντα πέρα από εκείνα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά έχουν σχέση με τα καθήκοντα του υπαλλήλου και τα οποία τον καθιστούν πιο κατάλληλο για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (Δέστε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 379, 388, Σωτηριάδου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 943-944.  Δέστε και Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, 162 σύμφωνα με την οποία 'ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως τα απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται γενικά υπόψη, αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης αλλιώς έχουν περιθωριακή σημασία').

 

Στην  κρινόμενη περίπτωση  η θέση του Διοικητικού Συμβουλίου  ότι το  πρόσθετο προσόν του Ε/Μ έχει  συνάφεια με τα καθήκοντα της θέσης βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Τα επιπρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, έστω και αν δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, έχει  κάποια βαρύτητα αφού μπορεί  να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων (Δέστε:  Δημοκρατία ν. Αδάμου κ.ά., Α.Ε. 1715 και 1723, ημερ. 28.4.93).

 

Ακολουθεί πως ήταν θεμιτό για την Α.Η.Κ. να λάβει υπόψη της το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου.

 

Επιπρόσθετα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή η οποία αποτελεί ανεξάρτητο, σοβαρό στοιχείο κρίσης και συγκαταλέγεται σ΄ εκείνα που συνθέτουν την αξία.

 

Η Αρχή κατά την κρίσιμη συνεδρία της, έλαβε υπόψη τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, την πείρα, αξία, ικανότητα και αρχαιότητα, τα προσόντα σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας καθώς επίσης και την επίδοση των υποψηφίων στην υπηρεσία, τις συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Διευθυντή.

 

Με βάση το ενώπιον της υλικό, η απόφαση της Αρχής ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

 

(Β)  Προσφυγή 91/2004

 

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από όργανο που έπασχε η σύνθεση του. Στηρίζει ο αιτητής τον ισχυρισμό αυτό  στην παρατήρηση του  ότι τα Πρακτικά λήψης της επίδικης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου υπογράφονται  από το  Γραμματέα/ Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών   και πιστοποιούνται επίσης από το Γραμματέα ότι «είναι πιστό αντίγραφο, της Απόφασης αρ. 9958Α (1) (β), που λήφθηκε στη συνεδρία της Αρχής που έγινε στις 25 Νοεμβρίου, 2003 ». Σημειώνει περαιτέρω ο αιτητής,  ότι  στο εν λόγω πρακτικό ο Γραμματέας δεν αναγράφεται στους παρόντες της εν λόγω συνεδρίασης.

 

Το άρθρο 9 του Περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 προνοεί ότι:

 

«Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η Αρχή δύναται να εκδίδει μόνιμες διαταγές που ρυθμίζουν τη διαδικασία αυτής γενικά, και, ειδικότερα, που αφορούν τη σύγκληση συνεδριάσεων, την ειδοποίηση που δίδεται για τις συνεδριάσεις αυτές, την τήρηση πρακτικών και το άνοιγμα, τη φύλαξη, το κλείσιμο και τον έλεγχο λογαριασμών»

 

Στους Κανόνες (standing orders) που ρυθμίζουν τη διαδικασία των Συνεδριάσεων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και άλλα συναφή θέματα που εγκρίθηκαν στις 17.10.89 δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου προνοείται μεταξύ άλλων:

 

«4.3 Μετά την έγκριση τους τα πρακτικά θα θεωρούνται ως τελικά και δεσμευτικά και η παρουσίαση τους θα αποτελεί πειστική απόδειξη όλων των ζητημάτων που αναφέρονται σε αυτά και των αποφάσεων που λήφθηκαν στις συνεδριάσεις της Αρχής.

 

4.4 Ο Γραμματέας θα είναι προσωπικά υπεύθυνος για την ασφαλή φύλαξη του Βιβλίου Πρακτικών»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο Γραμματέας, που είναι το αρμόδιο πρόσωπο για τη φύλαξη των εγκεκριμένων πρακτικών, είναι και το αρμόδιο πρόσωπο να πιστοποιήσει την ακρίβεια και πιστότητα οποιουδήποτε αποσπάσματος των πρακτικών, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Η πιστοποίηση του πρακτικού ότι αποτελούσε πιστό και ακριβές αντίγραφο της απόφασης της ΑΗΚ δεν εξυπακούει ωστόσο ότι ο Γραμματέας παρευρίσκετο ή και συμμετείχε στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής την 25.11.2003, ούτε και οπουδήποτε στο πρακτικό  αναφέρεται ότι αυτός παρευρίσκετο ή συμμετείχε σ΄ αυτή. Συνεπώς το επιχείρημα περί πάσχουσας  σύνθεσης του διορίζοντος οργάνου δεν ευσταθεί .

 

Άλλος λόγος  που προβάλλεται με την προσφυγή αυτή αφορά ισχυρισμό για πλάνη της ΑΗΚ ως προς τα προσόντα του αιτητή.

 

Ο αιτητής διατείνεται ότι δεν καταγράφηκαν όλα τα προσόντα του- συγκεκριμένα το Diploma in Engineering Management, που του απονεμήθηκε από το Institution of Mechanical Engineers του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Ιούλιο 1989-στο σχετικό κατάλογο που ετοιμάστηκε από υπηρεσιακούς παράγοντες.

 

Ο ισχυρισμός ότι η ΑΗΚ λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα προσόντα του αιτητή  κρίνεται αβάσιμος καθότι όλα τα στοιχεία υπήρχαν στον προσωπικό φάκελο και στην αίτηση του αιτητή για την επίδικη θέση.

 

Για το θέμα του ισχυριζόμενου λανθασμένου καταλόγου προσόντων - Δέστε σχετικές αποφάσεις, Σταύρου Παπαντωνίου V PIK (1999) 3AAΔ 462, Φιλίππου Μιχαηλίδη V ΚΟΑ, Προσφ. αρ. 821/96, ημερ.12.3.98, Βραχίμη Χατζηχάννα V Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 24/2000, ημερ. 22.5.2001).

 

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αφορά στη  σύσταση του Διευθυντή. Αναφορά σ΄αυτή έγινε πιο πάνω (στη Συνεκδικαζόμενη Προσφυγή 20/2004). Υποστηρίχθηκε ότι η σύσταση έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων. Ο αιτητής διατείνεται ότι υπερέχει σε αξία, πείρα και προσόντα

Από τους προσωπικούς φακέλους που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι κατά την περίοδο 1996-2002, ο αιτητής συγκέντρωσε 37A και 33Β+, το δε ενδιαφερόμενο πρόσωπο 33 Α και 37 Β+.

 

Ο αιτητής στo στοιχείo "πρωτοβουλία" κατά τα έτη 1996, 1997, 2000, 2001 και 2002,  παρουσιάζει εξαίρετη βαθμολογία και κατά τα έτη 1998 και 1999, παρουσιάζει βαθμολογία πολύ ικανοποιητική. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε όλα τα έτη (1996 -2002 ), παρουσιάζει στο αντίστοιχο στοιχείο βαθμολογία πολύ ικανοποιητική.

 

Στo στοιχείo «αξιοπιστία», και «ζήλος για εργασία» ο αιτητής παρουσιάζει εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα έτη 1996- 2002. Την ίδια όμως εξαίρετη βαθμολογία παρουσιάζει στα  στοιχεία αυτά και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τα αντίστοιχα έτη.

 

Στο στοιχείο «ποσότητα εργασίας», ο αιτητής παρουσιάζει εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα έτη 1996- 2002, την ίδια βαθμολογία παρουσιάζει και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

 

Στο στοιχείο «ποιότητα εργασίας» ο αιτητής  παρουσιάζει εξαίρετη βαθμολογία κατά τα έτη 2000, 2001, 2002, και στα έτη 1996, 1997, 1998 και 1999 πολύ ικανοποιητική.

 

Στο αντίστοιχο στοιχείο κατά τα έτη 1998, 1999, 2001, 2002, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  παρουσιάζει εξαίρετη βαθμολογία και τα έτη 1996 ,1997, 2000, πολύ ικανοποιητική.

 

Ως προς τα προσόντα και  οι δύο πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και κατέχουν τόσο ο αιτητής όσο και το ΕΜ προσόντα επιπρόσθετα μη απαιτούμενα  από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι πεπλανημένα θεωρήθηκε το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ότι το δικό του δίπλωμα είναι το σχετικό και επίσης υπέρτερο από αυτό του ενδιαφερομένου μέρους, έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να κρίνει πρωτογενώς κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα σχετικά προσόντα ή να αναζητήσει πρωτογενώς και να προσδιορίσει τη σημασία της κατοχής τους. Αυτό είναι έργο του διορίζοντος οργάνου (Δέστε: Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 160, 164).

 

Όσον αφορά την αρχαιότητα ο αιτητής υστερεί στο κριτήριο αυτό από το ΕΜ. Ο αιτητής Κ. Ηλιόπουλος προάχθηκε στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Παραγωγής (Κλ.14.1/2) Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, την 1.7.98 και την 21.10.2003 προάχθηκε στη θέση Διευθυντή Ανάπτυξης Παραγωγής (Κλίμακα Ν1).

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέλαβε τη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή  Παραγωγής (Κλίμακα Α15) Τμήμα Παραγωγής, Κεντρικά Γραφεία την 1.8.2000.  Από 1.2.2003 διορίστηκε στη θέση του Διευθυντή Λειτουργίας και Συντήρησης Παραγωγής (Κλ. Ν1- αναθεωρημένη μισθοδοσία).

 

Προκύπτει σαφώς ότι ο αιτητής υστερεί έναντι του ΕΜ, σε αρχαιότητα, η οποία είναι ένα από τα κριτήρια που λαμβάνεται υπόψη για προαγωγή στην Αρχή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2), αν τα άλλα στοιχεία είναι ίσα.

 

Όσον αφορά την πείρα, η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου κατά 3 και πλέον χρόνια σε αρχαιότητα και λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία υπέρ του αιτητή  είναι οριακή (4Α σε διάστημα 6 χρόνων ), εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει και μεγαλύτερη πείρα.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, κρίθηκε ότι. επί ίσων υποψήφιων, εύλογα μπορεί να υποτεθεί πως ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη υπηρεσία έχει και περισσότερη πείρα, ενώ έχει επανειλημμένα αναφερθεί η αρχή της νομολογίας ότι η πείρα προσμετρά στην αξία (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 788/97, ημερ. 30.11.1998 - Δέστε, επίσης, Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 597/99, ημερ. 19.9.2000).

 

Με βάση το τι έχει λεχθεί πιο πάνω, προκύπτει ότι η σύσταση του Διευθυντή παρά το ότι δεν περιέχει αιτιολογία, δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, τα οποία κλίνουν την πλάστιγγα της υπεροχής υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους αφού σε αρχαιότητα και πείρα υπερέχει του αιτητή , ο οποίος μόνο στη βαθμολογημένη αξία παρουσιάζει οριακή υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους (ωστόσο σημειώνεται ότι σε συνάρτηση με τη βαθμολογία στα  επιμέρους κριτήρια στα φύλλα Αξιολόγησης των Εμπιστευτικών Εκθέσεων που έχουν παρατεθεί πιο πάνω, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι περίπου ισάξιοι) και είναι ίσοι στα προσόντα.

 

Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή υπέρ του και σε βάρος του ενδιαφερομένου μέρους, που πρέπει να τονισθεί ότι είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.

 

Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι η επίδικη θέση είναι υψηλόβαθμη θέση και σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο διαθέτει πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια (Δέστε:  Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1542/1967 και 1543/1967).

 

Κάτω από τις περιστάσεις έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Ακολουθεί πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 

Κατά συνέπεια και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο