ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1254/03)

24 Μαΐου, 2005

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΚΟΥΛΛΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

--------------------

Π. Α. Κυπριανού, για τον αιτητή

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής, ως πολιτικός μηχανικός στην υπηρεσία του Δήμου Παραλιμνίου (οι καθ΄ ων η αίτηση), με την επιστολή του ημερομηνίας 30.10.03 έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση των καθ΄ ων η αίτηση, ως ακολούθως:

"Με την παρούσα θέτω στη διάθεση του Δημοτικού Συμβουλίου την παραίτηση μου η οποία είναι αποτέλεσμα της παραμόρφωσης των γεγονότων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και αφόρητων πιέσεων που δέχθηκα από διάφορους παράγοντες.

Επιφυλάσσομαι να προστατέψω την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική μου ιδιότητα με όλα τα μέσα που μου παρέχει η Κυπριακή Δημοκρατία."

Το Δημοτικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση εξέτασε το θέμα αυθημερόν και, μετά από συζήτηση που καταγράφεται στα πρακτικά, κατά πλειοψηφία, αποφάσισε «την αποδοχή της παραίτησης του κ. Α. Κακουλλή χωρίς σχολιασμό του περιεχομένου της επιστολής παραίτησής του».

Ο αιτητής, με την επιστολή του ημερομηνίας 7.11.03, απέσυρε την παραίτησή του, ως ακολούθως:

"Αναφέρομαι σε συνέχεια των περιεχομένων των επιστολών μου με ημερομηνίες 27.10.2003 και 30.10.2003, αντίγραφα των οποίων σας εσωκλείω και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

Ενόψει του ότι δεν είχα οποιαδήποτε απάντηση εις την επιστολή μου με ημερομηνία 30.10.2003, θεωρώ ότι δεν έχει γίνει αποδεκτή και συνεπώς θα συνεχίσω κανονικά την εργασία μου από την Δευτέρα 10.11.2003.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω επιστολή αποσύρεται.

Το περιεχόμενο της επιστολής μου με ημερομηνία 30.10.2003, είχε τεθεί στην διάθεση σας κάτω από αφόρητες πιέσεις και ψυχολογική βία, από Δημοτικούς Συμβούλους, Παράγοντες και ορισμένα Μέσα μαζικής Ενημέρωσης."

 

Παρόλο τούτο, το Δημοτικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 8.11.03, αφού επικύρωσε τα πρακτικά της 30.10.03, με την εκ μέρους του επιστολή ημερομηνίας 8.11.03, πληροφόρησε τον αιτητή πως αποδέχτηκε την παραίτησή του, ως ακολούθως:

"Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του στις 8.11.03 με εξουσιοδότησε να σας πληροφορήσω ότι:

Το Δημοτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση του στις 30.10.03 έχει αποδεχθεί την παραίτηση σας από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου και ως εκ τούτου να μην προσέλθετε τη Δευτέρα για εργασία.

Το Δημοτικό Συμβούλιο επιφυλάσσει υπέρ του Δήμου το δικαίωμα να αναζητήσει κατά νόμο όποια βλάβη υπέστη από τυχόν αμελείς ή παράνομες ενέργειες κατά την εργοδότησή σας."

 

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με αίτημα ως ακολούθως:

"Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 30.10.2003 η οποία επικυρώθηκε στις 8.11.2003 και κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2003 (αντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ στη παρούσα) και με βάση την οποίαν αποφάσισαν να αποδεκτούν την παραίτηση του αιτητή από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου, είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα."

 

Ο αιτητής υποστηρίζει πως, όπως προκύπτει από την ίδια την επιστολή του ημερομηνίας 30.10.03, η «παραίτηση» του ήταν ουσιαστικά το αποτέλεσμα εξαναγκασμού οπότε δεν ήταν επιτρεπτό, τουλάχιστον χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, να στηριχθεί διοικητική ενέργεια στη βάση της. Αυτό, όμως, χωρίς αναφορά στην απόφαση του Δικαστή Χατζηχαμπή στην Θεμιστοκλέους ν. ΕΔΥ, Προσφ. αρ. 684/02, ημερ. 19.6.03, την οποία επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση:

"Θεμελιακής σημασίας είναι το γεγονός ότι το αίτημα για παραίτηση προήλθε από τον ίδιο τον αιτητή. Αυτό και ουδέν άλλο ήταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ούτε πειθαρχική διαδικασία ούτε οποιασδήποτε φύσης καταγγελία εκκρεμούσε εναντίον του αιτητή. Η ΕΔΥ δεν υπεισήλθε στη διαμάχη μεταξύ του Υπουργού και του αιτητή για να εκφέρει γνώμη ως προς την ορθότητα των θέσεων εκάστου. Δεν ήταν αυτή η αρμοδιότητά της. Ούτε την αφορούσαν οι συνθήκες υπό τις οποίες ο αιτητής αποφάσισε να υποβάλει την παραίτησή του πλην ως ο λόγος που ο ίδιος παρέθεσε για να εξηγήσει την απόφαση του. ΄Ηταν ο αιτητής που, σταθμίζοντας τα δεδομένα της υπηρεσίας του, κατέληξε στην απόφαση να παραιτηθεί. Η επιλογή ήταν δική του και ήταν οριστική επιλογή παραίτησης. Η επιστολή του δεν αναφέρετο σε πρόθεση παραίτησης που συναρτάτο προς την κατάληξη οποιασδήποτε έρευνας ως προς τα παράπονά του για τη στάση του Υπουργού, ούτε συνιστούσε αίτημα για εξέταση καταγγελίας κατά του Υπουργού. ΄Ηταν επιστολή άμεσης και άνευ όρων παραίτησης. Η ΕΔΥ εξάντλησε το έργο της εφόσον, δοθείσας και της θετικής στάσης του Υπουργείου έναντι του αιτήματος του αιτητή και της απουσίας πειθαρχικών ή ποινικών υποθέσεων εναντίον του ή υποχρεώσεων του προς τη Δημοκρατία, δεν είχε λόγο να μην ικανοποιήσει το αίτημα που ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε για παραίτησή του. Εξάλλου, προερχόμενη από δικό του αίτημα, η απόφαση της ΕΔΥ να αποδεχθεί την παραίτηση του αιτητή, του στερούσε το έννομο συμφέρον να την προσβάλει."

 

Επίσης, εισηγείται πως στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρότητας, πρώτα με αναφορά στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Κατά την εισήγησή του αυτή έπασχε επειδή συμμετέσχε στο Δημοτικό Συμβούλιο, ως Πρόεδρός του, ο πεθερός του. Χωρίς όμως και να ενδιατρίβει στις αρχές που διέπουν το θέμα αναφορικά με την επιμέρους νομιμοποίησή του για έγερση τέτοιου θέματος όταν, όπως προτείνουν οι καθ΄ων η αίτηση, μόνο ευνοϊκή γι΄ αυτόν θα μπορούσε να απέβαινε τέτοια συμμετοχή. Ούτως ή άλλως, χωρίς να τον απασχολεί το ότι, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, «ο Δήμαρχος δεν πήρε καμμιά θέση». Στη συνέχεια, με αναφορά σε οξεία έχθρα έναντι του, των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου που κατονομάζει και πάλιν, όμως, χωρίς να έχει θέσει τέτοια θέματα με την επιστολή του ημερομηνίας 30.10.03 στην οποία, ακριβώς απευθυνόμενος προς το Δημοτικό Συμβούλιο, αναφέρεται μόνο στα μέσα ενημέρωσης και σε αφόρητες πιέσεις από διάφορους παράγοντες. Και, περαιτέρω, χωρίς οποιασδήποτε μορφής τεκμηρίωση. Παρεμβάλλω εδώ πως η αίτησή του για προσαγωγή μαρτυρίας προς τέτοια κατεύθυνση απορρίφθηκε αφού ρητά συναρτήθηκε όχι προς το λόγο ακυρότητας που αφορούσε στη σύνθεση αλλά προς τις περιστάσεις προς τις οποίες υπέβαλε την παραίτησή του και πως δεν επανήλθε με άλλο αίτημα. Τέλος, με αναφορά σε ελλιπή έρευνα και αιτιολόγηση.

Θα απέκλινα υπέρ της άποψης των καθ΄ ων η αίτηση πως, όπως και στην περίπτωση της Θεμιστοκλέους (ανωτέρω), δεν θα νομιμοποιείτο ο αιτητής, και πως εν πάση περιπτώσει, δεν θα στοιχειοθετούνταν λόγοι ακυρότητας ως οι πιο πάνω. Αυτά, όμως, τελούν υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης πράγματι παραίτησης του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αρνητική κατάληξη επ΄ αυτού θα αφαιρούσε κάθε υπόβαθρο για τέτοια συζήτηση.

Αντίθετα προς την αντίληψη των καθ΄ων η αίτηση, ο Κ.36 των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Παραλιμνίου του 2000 (ΚΔΠ 374/00, με παραπομπή στην ΚΔΠ 71/00), ρητά προβλέπει ότι η υποβολή παραίτησης δεν επάγεται αφ΄ εαυτής τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Χρειάζεται συναφώς ενέργεια του Δημοτικού Συμβουλίου, με τη μορφή άδειας:

"(1)Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης που έχει νομοθετική ισχύ, κανένας υπάλληλος δεν μπορεί να παραιτηθεί από τη θέση του χωρίς την προηγούμενη άδεια του Συμβουλίου.

(2)Υπάλληλος που παραιτείται από τη θέση του χωρίς την προηγούμενη άδεια του Συμβουλίου, θεωρείται ότι απουσιάζει από το καθήκον χωρίς άδεια και υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη."

 

Το θέμα είναι πως, ενώ αυθημερόν το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να αποδεχτεί την παραίτηση, δεν εξωτερίκευσε αυτή την απόφασή του με οποιοδήποτε τρόπο, μάλιστα με γνωστοποίηση προς τον ενδιαφερόμενο. Οπότε, όπως εισηγείται ο αιτητής, δεν είχε συντελεστεί τότε η έκδοση διοικητικής πράξης και η αποδοχή παρέμεινε internum. Τούτου δοθέντος, συνεχίζει η εισήγηση, αφού όντας ακόμα υπάλληλος του Δήμου ανακάλεσε όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάμει την παραίτησή του, δεν παρεχόταν δυνατότητα τελείωσης διοικητικής πράξης για αποδοχή παραίτησης η οποία, πλέον, ήταν ανύπαρκτη. Επικαλείται συναφώς την απόφαση του Δικαστή, όπως ήταν τότε, Α. Λοΐζου στην Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467 και την ελληνική βιβλιογραφία αλλά βρίσκουμε πλήρη ανασκόπηση της δεσμευτικά διαμορφωμένης προσέγγισης, στην Τριμιθιώτης v. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 ΑΑΔ 422. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Δικαστής Κραμβής, είναι χαρακτηριστικό:

"Προτού δοθούν απαντήσεις στα ζητήματα που εγείρονται θα επιχειρήσουμε σύντομη αναφορά στην κρατούσα νομική θεωρία και στις αρχές δικαίου που διέπουν τα επίδικα θέματα. ΄Ενας δόκιμος ορισμός της διοικητικής πράξης είναι ότι αυτή αποτελεί δήλωση βουλήσεως οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου διά της οποίας επέρχεται μεταβολή στο νομικό κόσμο ήτοι δι΄ αυτής, ιδρύονται, μεταβάλλονται ή καταργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Της δήλωσης της βουλήσεως προηγείται η διαμόρφωσή της. Πρόκειται για εκείνο το στάδιο προς το οποίο αντιστοιχεί η διοικητική διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης. ΄Οταν η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί, ακολουθεί η διαδικασία έκδοσης της πράξης δηλαδή η κατά τρόπο βέβαιο διατύπωση της βουλήσεως η οποία πρόκειται να δηλωθεί διά της διοικητικής πράξης. Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου", σελ. 248 επ. Η εκδοθείσα διοικητική πράξη είναι απλώς βούληση διαμορφωθείσα και όχι βούληση δηλωθείσα. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο πως με την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν αρχίζει ακόμα η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων εφόσον η βούληση του διοικητικού οργάνου εξακολουθεί να παραμένει internum. Για να αποκτήσει η πράξη τη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων πρέπει απαραιτήτως να δηλωθεί ώστε να παύσει να αποτελεί internum. Ανακύπτει επομένως ζήτημα καθορισμού της αναγκαίας για την κάθε συγκεκριμένη διοικητική πράξη δήλωση βουλήσεως και των ενεργειών που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί ώστε να καταστεί externum και να αποκτήσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων. Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου Ηλ. "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", 4η έκδ. σελίδες 396 - 397 αναφέρονται τα εξής:

"Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου τη εν διοικητική πράξει διά της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ΄ η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν΄ αποκτήση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν΄ ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τινά τύπον δέον να γίνη η ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφόσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον.""

Στην πιο πάνω υπόθεση, ενώ η ληφθείσα απόφαση για προαγωγή δεν εξωτερικεύτηκε, ένας από τους υποψηφίους άσκησε προσφυγή προς ακύρωσή της στηριζόμενος σε ανεπίσημη διαρροή. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεχτη αφού η απόφαση, κατά το χρόνο της καταχώρησής της, στερείτο εκτελεστότητας. Με την προσθήκη πως «το γεγονός ότι η απόφαση της εφεσίβλητης παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την επίσημη κοινοποίησή της προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορούσε να αποτελέσει βάσιμο λόγο απόδοσης αρμοδιότητας στο Δικαστήριο για εξέταση της προσφυγής».

Παραθέτω, ως ευθέως σχετικά, και τα πιο κάτω, όπως τα επικαλείται ο αιτητής, από τα Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ 1929 - 1959, σελίδα 369 - 370:

"ΥΙΙΙ. Λύσις υπαλληλικής σχέσεως.

Α΄. Παραίτησις.

Εν περιπτώσει παραιτήσεως του υπαλλήλου η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως συντελείται ουχί δια της υποβολής της παραιτήσεως αλλά διά της αποδοχής ταύτης υπό της Διοικήσεως, ήτις κατά μεν την προ της ισχύος του Υπαλ. Κώδικος νομολογίαν του Σ.Ε. έδει να ενεργηθή εντός ευλόγου, αναλόγως των αναγκών της υπηρεσίας, χρόνου, κατά δε τας ήδη ισχυούσας διατάξεις του Υπαλ. Κώδικος εντός τριμήνου από της υποβολής της παραιτήσεως.

.................................................. .................................................. ................................

Κατά τα πρό του Υπαλ. Κώδικος ισχύοντα, ανάκλησις υποβληθείσης παραιτήσεως ήτο δυνατή εντός ευλόγου χρόνου μέχρι πλήρους συντελέσεως της περί αποδοχής αυτής πράξεως. Κατά τα άρθρα 180 - 181 Υπαλ. Κώδικος η ανάκλησις της παραιτήσεως χωρεί εντός μηνός από της υποβολής της και πάντως προ της δημοσιεύσεως του περί αποδοχής ταύτης Διατάγματος.

Κατ΄ ακολουθίαν Διάταγμα περί αποδοχής παραιτήσεως, εκδοθέν μετά την εμπρόθεσμον κατά τ΄ ανωτέρω ανάκλησιν ταύτης, είναι άκυρον."

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν αντέταξαν οτιδήποτε σε σχέση με τις πιο πάνω αρχές. Η πρώτη τους θέση στην οποία παρενθετικά έχω ήδη αναφερθεί, πως «η παραίτηση ήταν απόφαση του ιδίου και σε γνώση του ότι, δι΄ αυτής επέρχετο ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης του με το Δήμο», όπως έχω εξηγήσει, δεν είναι ορθή. Η δε άποψή τους πως «δεν τίθετο θέμα, στην τυπική επικύρωση ήδη ληφθείσας απόφασης, να γίνει αποδεκτό το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 7.11.03 (Παράρτημα Δ) του αιτητή, με την οποία ζητούσε την απόσυρση της υποβληθείσας παραίτησης του ......», παραγνωρίζει, χωρίς μάλιστα κάποιο αντίλογο στηριγμένο σε κάποια αρχή, τη νομολογία αναφορικά με τα προαπαιτούμενα για την τελείωση της διοικητικής πράξης. Όπως και η περαιτέρω τοποθέτησή τους πως «η χωρίς όρους δήλωση παραίτησης δεν ανακαλείται» ή ότι ενόψει της παραίτησης και απόφασης ημερομηνίας 30.10.03 "ο αιτητής, ......... δεν θεωρείτο πλέον υπάλληλος και με τούτη την παραίτηση του, δεν υπάρχει θέμα ανάκλησης αφού έγινε αποδεκτή." Όπως αβάσιμη είναι και η θεώρησή τους πως για να ήταν δικονομικά δυνατό να μας απασχολήσει η απόσυρση της παραίτησης, θα έπρεπε να υπήρχε αίτημα για ακύρωση της απόρριψης της ανάκλησής της. Η επιστολή για ανάκληση της παραίτησης δεν ήταν αίτημα που υποβλήθηκε. Ήταν δήλωση μονομερής του αιτητή όπως ήταν και η αρχική του παραίτηση και, πλέον, ό,τι μας απασχολεί είναι η σημασία αυτής της ενέργειας, ως υπαρκτού γεγονότος.

Καταλήγω πως, μέχρι και την απόσυρση της παραίτησης, η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παρέμεινε internum, δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν είχε επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Ο αιτητής, όντας ακόμα υπάλληλος του Δήμου, κατά τα ανωτέρω, είχε δικαίωμα να αποσύρει την παραίτησή του, πολλώ μάλλον αφού είχαν παρέλθει μόνο μερικές ημέρες από την υποβολή της. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 8.11.03, όπως εξωτερικεύθηκε με γνωστοποίηση προς τον αιτητή, με περιεχόμενο τη λύση, δια της αποδοχής παραίτησης, της υπαλληλικής σχέσης, είναι παράνομη επειδή λήφθηκε υπό πλάνη. Η πλάνη συνίστατο στο ότι υπήρχε ενώπιόν του παραίτηση ενώ τέτοια, σε εκείνο τον κρίσιμο χρόνο, δεν υπήρχε.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 


 

 

 

 

 

C:\My Documents\2005\PART 4\1254/03.docCreated by Irene Neophytou


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο