ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 1
Α
ΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.92/2004)
3 Μαρτίου, 2005
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Κοινοπραξία Cyprus Airports Group,
Αιτητές,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
(α) Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων,
(β) Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2004
ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Κ. Μιχαηλίδης
, για τους αιτητές, στην προσφυγή.Ε. Νικολαΐδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ΄ ων η αίτηση, στην προσφυγή.
Ν. Παπαευσταθίου και Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους ενδιαφερόμενους 2.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Έχουν προηγηθεί 4 ενδιάμεσες αποφάσεις, ως ακολούθως:
Με την παρούσα οι αιτητές επιδιώκουν αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, ημερομηνίας 21.11.03, που προσβάλλεται με την προσφυγή. Αυτή αφορά στην επιλογή δυο προτιμητέων προσφοροδοτών με τους οποίους, κατ' αποκλεισμό των αιτητών, θα διεξάγονταν διαδοχικές διαπραγματεύσεις προς τελική ανάθεση του σχεδιασμού, ανέγερσης, λειτουργίας και διαχείρισης των αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου.
Οι καθ΄ ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν πως η αίτηση στερείται αντικειμένου αφού ήδη οι διαπραγματεύσεις με τους πρώτους προτιμητέους προσφοροδότες δεν τελεσφόρησαν και, στο μεταξύ, άρχισαν και συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με τους δεύτερους προτιμητέους προσφοροδότες (οι ενδιαφερόμενοι). Περαιτέρω, ότι η υποβολή της αίτησης μερικούς μήνες μετά την καταχώριση της προσφυγής, ουσιαστικά αποβαίνει καταχρηστική. Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις. ΄Εχω ήδη καταλήξει, με την απόφασή μου της 15.12.04, πως δεν έχει ακόμα εκδοθεί ό,τι θα συνιστούσε την τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Η διαδικασία που τροχιοδρομήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε εκκρεμότητα και η εισήγηση για μη ύπαρξη πλέον αντικειμένου, παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Ως προς την καθυστέρηση, σημειώνω πως η αίτηση για επιθεώρηση είχε υποβληθεί εξ αρχής, με προοπτική και την υποβολή έκτοτε αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Για να ακολουθήσουν όμως οι προδικαστικές ενστάσεις και τα άλλα διαβήματα που κρίθηκε πως θα έπρεπε να είχαν εκδικαστεί κατά προτεραιότητα.
Σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την ενεργοποίηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, οι αιτητές αναφέρθηκαν και στον τρόπο χειρισμού του θέματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας, ιδιαίτερα την Επιτροπή Αναστολών του, όπως και στην ελληνική βιβλιογραφία. Αυτές όμως οι αρχές, με σαφή και την επίδραση από την ελληνική νομολογία, είναι παγίως καθορισμένες από τη δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία, βεβαίως, δεν παρέλειψαν να αναφερθούν και οι αιτητές και η άλλη πλευρά. Χρειάζεται να καταδειχθεί έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη εφόσον, σ' αυτή την περίπτωση, δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διαδικασία οπότε λόγοι δημοσίου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία.
Οι αιτητές εισηγούνται πως συντρέχουν και τα δυο. Ως προς την ανεπανόρθωτη βλάβη, όμως, χωρίς οποιασδήποτε μορφής προσδιορισμό της και, πολύ λιγότερο, τεκμηρίωσή της. Οι ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση εξαντλούνται επί του προκειμένου στο γενικό και αόριστο ισχυρισμό πως, "ενόψει της φύσεως των έργων εάν δεν ανασταλεί η διαδικασία των διαπραγματεύσεων οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη". Η αγόρευσή τους δε, και να ήταν δυνατό να αποτελούσε η ίδια πηγή στοιχείων, απλώς προσθέτει με τον ίδιο γενικό και αόριστο τρόπο πως θα επηρεαστεί η φήμη τους και, συνακολούθως, θα μειωθεί ο κύκλος των εργασιών τους. Για να καταλήξουν πως όσο και αν θα ήταν εν τέλει δυνατό να αποζημιωθούν γι' αυτά, η ζημιά τους θα ήταν δύσκολο να αποτιμηθεί ή και να καλυφθεί στο σύνολό της. Αυτά, όπως ορθά εισηγείται η άλλη πλευρά, δεν στοιχειοθετούν ανεπανόρθωτη βλάβη.
Το βάρος των επιχειρημάτων των αιτητών αφορούσε στην, κατά την εισήγησή τους, έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης. Σταθερή είναι η νομολογία μας και σε σχέση με αυτή την έννοια. Σύνοψή της, όπως την υιοθέτησε η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην Α.ΤΗ.Κ ν. Δημοκρατίας κ.α. (2003) 3 ΑΑΔ 248, βρίσκεται στην απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο δικαστής Νικολάου στην Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233. Μεταφέρω το καταληκτικό, από τη σελίδα 240, όπως το παρέθεσαν και τα μέρη στις αγορεύσεις τους:
«΄Εκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Όπως το ζήτημα διευκρινίστηκε, προτείνονται τρία σημεία ως αποκαλύπτοντα έκδηλη παρανομία:
Συνοψίζω και τις αντίθετες τοποθετήσεις της άλλης πλευράς:
Κατατέθηκαν πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις και γραπτές αγορεύσεις. Επίσης τα μέρη αγόρευσαν προφορικά επί μακρόν και τα επιχειρήματα, οι συγκρίσεις και οι συλλογισμοί τους συνοδεύτηκαν από εκτεταμένη αναφορά, μεταξύ άλλων, στους όρους των Εγγράφων Προσφορών που περιέχονται στα Έγγραφα Πρόσκλησης για Υποβολή Προσφοράς (Invitation to Tender), το Πρόχειρο Συμβόλαιο Παραχώρησης (Draft Concession Contract), διάφορες εγκυκλίους του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών που περιγράφηκαν ως διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές των όρων (ΙΤΤ Circulars), οδηγία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (96/67/ΕΚ) και, ακόμα, στα ονομασθέντα ως "αγγλικά πρακτικά" σε συσχετισμό προς τα εμφανιζόμενα από τους καθ΄ ων η αίτηση ως τα επίσημα πρακτικά του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Με διιστάμενες απόψεις και αναφορικά με τη σημασία της μη, μέχρι τώρα, παράδοσης των εκθέσεων των εμπειρογνωμόνων και της Ειδικής Επιτροπής. Εν τέλει, σε σχέση με το ζήτημα της σύνθεσης, με αναφορά στον Περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμο του 1997 (Ν. 102(Ι)/97) και στον Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Μελέτησα το υλικό και τα επιχειρήματα των δυο πλευρών. Καταλήγω πως δεν αναδεικνύεται οτιδήποτε ως έκδηλη παρανομία αφού για το κάθε συζητηθέν θέμα απαιτείται στάθμιση και κρίση. Τούτο δοθέντος, δεν θα επεκταθώ. Βρισκόμαστε σε ενδιάμεσο στάδιο, θα ακολουθήσει η κρίση επί της ουσίας, και η διαδικασία θα πρέπει να παραμείνει ανεπηρέαστη. Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
C:\My Documents\2005\PART 4\92-04προσωρινο διαταγμα.docCreated by Μaria Shambarta