ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CONSTANTINOU ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 498
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 677/2003)
9 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΗ ΑΔΑΜΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευσταθίου (κα.), για την Αιτήτρια.
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αιτήτρια με την προσφυγή της ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ ων η αιτήση με την οποία προήγαγαν αναδρομικά απο 1.5.2001 στη μόνιμη θέση Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας το ενδιαφερόμενο μέρος Λουκία Μούντη αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.
To Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ.23.1.2003, στην Προσφυγή 624/2001, Λουκία Μούντη ν. Δημοκρατίας ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερ. 9.4.2001, για την προαγωγή της Μαίρης Τέκκη από 1/5/2001 στη μόνιμη θέση Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (θέση προαγωγής).
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη συνεδρία της με ημερομηνία 16.5.2003 επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (θέση προαγωγής), με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι που είχαν συμπληρώσει πριν από τον ουσιώδη χρόνο (9.2.2001) τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή ασχολήθηκε με το πλεονέκτημα που προβλέπεται στην παράγραφο (3) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι:
«Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Κοινωνική Εργασία / Ευημερία / Πρόνοια, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Κοινωνική Πολιτική ή Κοινωνική Διοίκηση ή δίπλωμα τριετούς φοίτησης σε αναγνωρισμένη Ανώτερη Σχολή Εργασίας/Ευημερίας/Πρόνοιας ή άλλο ισότιμο δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης στην Κοινωνική Εργασία /Ευημερία/Πρόνοια».
Σ´ ότι αφορά το πρώτο σκέλος του πλεονεκτήματος, η Επιτροπή αφού παρατήρησε ότι σε αυτό γίνεται αναφορά στον όρο «ισότιμο προσόν», ερμήνευσε ότι, για να υπάρξει η ισοτιμία αυτή, το «ισότιμο προσόν» πρέπει να είναι τουλάχιστον τριετούς διάρκειας και να αποκτήθηκε από αναγνωρισμένη σχολή.
Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή έκρινε, ακολούθως, ότι το πλεονέκτημα διαθέτουν με βάση το δεύτερο σκέλος της παραγράφου του σχεδίου, η αιτήτρια Χρυσή Αδάμου και δυο άλλες υποψήφιες, οι Μούντη Λουκία (Ε/Μ) και Χρίστου Γαννούλα που διαθέτουν διπλώματα τριετούς φοίτησης από Ανώτερες Σχολές Κοινωνικής Πρόνοιας / Κοινωνικών Λειτουργών ενώ τέταρτη υποψήφια, η Νικολάου-Λοίζου Θάλεια, η οποία διαθέτει Bachelor of Arts in Social Work κρίθηκε ότι διέθετε το πλεονέκτημα με βάση το πρώτο σκέλος της παραγράφου.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή κάλεσε, ενώπιον της τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, για να υποβάλει νέα αιτιολογημένη σύσταση, με βάση τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Διευθύντρια ανέφερε τα πιο κάτω:
«Ο, τιδήποτε αναφέρω, αναφέρομαι πάντοτε στον ουσιώδη χρόνο.
Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 624/2001 και έχω λάβει υπόψη τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καθοδηγούμενη αποκλειστικά και μόνο από την εν λόγω απόφαση, στην οποία αναφέρεται ότι:
'Η υπεροχή του Ε/π σε αρχαιότητα θα ευσταθούσε ως νόμιμη αιτιολογία της σύστασης νοουμένου ότι η αιτήτρια και η κα Τέκκη ήταν ίσες στα προσόντα. Αυτό όμως δεν ισχύει αφού η αιτήτρια υπερτερεί σε προσόντα έναντι του Ε/Π λόγω κατοχής του πλεονεκτήματος'
συστήνω για προαγωγή τη Μούντη Λουκία, η οποία, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες υποψήφιες που διαθέτουν το πλεονέκτημα, προηγείται σε αρχαιότητα και δεν υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα.»
Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει για το λόγο ότι είναι γενική και αόριστη και, ουσιαστικά, αναιτιολόγητη, αφού σ΄ αυτή εκτίθεται η προτίμηση της Διευθύντριας, χωρίς οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση.
H αιτήτρια διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η αιτήτρια επίσης διαθέτει επιπρόσθετο προσόν, μη προβλεπόμενο ωστόσο από το σχέδιο Υπηρεσίας (diploma course on Early Childhood Education στο Πανεπιστήμιο Χάιφας 1/11/79-29/2/80). Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ισοδυναμούν σε αξία. Συγκεντρώνουν εξαίρετα σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις για τα έτη (1993-2000 ). Σε σχέση με την αρχαιότητα η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προήχθησαν στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας την 1.9.96, στη θέση Λειτουργού Ευημερίας 1ης Τάξης την 15.10.1987 και στη θέση Λειτουργού Ευημερίας 2ης Τάξης την 15.3.1982. Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα είναι συναφώς απομακρυσμένη, υποστηρίζει η αιτήτρια και ανάγεται μόνο στην ημερομηνία διορισμού των δύο υποψηφίων στην θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ηςΤάξης. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσλήφθηκε ως Λειτουργός Ευημερίας 3ης Τάξης στις 15.3.71 και η αιτήτρια στην αντίστοιχη θέση, την 1.4.75. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η αναφορά στην κατοχή πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, χωρίς όμως τη σημείωση περί πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας, καθώς επίσης και η αναφορά σε αρχαιότητα χωρίς τη διασαφήνιση περί απομακρυσμένης αρχαιότητας, καθιστά την σύσταση τρωτή. Επίσης καταλήγει πως η γενική αναφορά στους γενικούς όρους του Νόμου, στη σύσταση, την καθιστά αναιτιολόγητη.
Η σύσταση της Διευθύντριας είναι, κατά την κρίση μου, πράγματι γενική και αόριστη και χωρίς οποιοδήποτε ουσιαστικό περιεχόμενο ή αιτιολογία. Όπως τονίστηκε στη Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 AAΔ 213:
«Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο.»
Στην προκείμενη περίπτωση ούτε εντοπίζεται ούτε και εξηγείται, από τη Διευθύντρια, οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο στη βάση του οποίου να διαφαίνεται γιατί προτίμησε να συστήσει για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος αντί την αιτήτρια. Η αιτήτρια διαθέτει το πλεονέκτημα και διαθέτει επιπρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο ωστόσο από το Σχέδιο Υπηρεσίας για το οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά είτε στη σύσταση της Διευθύντριας είτε κατά τη λήψη απόφασης από την ΕΔΥ. Σε σχέση με την αρχαιότητα η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα είναι απομακρυσμένη και ανάγεται στην ημερομηνία διορισμού των δύο υποψηφίων στην θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ηςΤάξης. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσλήφθηκε ως Λειτουργός Ευημερίας 3ης Τάξης στις 15.3.71 και η αιτήτρια στην αντίστοιχη θέση την 1.4.75. Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ισοδυναμούν σε αξία.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 385, στις σελ. 390-391 αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 622, 632, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97).
Οι πρόνοιες του
Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Ψωμά, πιο πάνω).
Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή πηγάζει από τη ρητή επιταγή του πιο πάνω άρθρου 35(4). Στην Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του
έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιος από τους υποψήφιους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.»Η αιτήτρια υποβάλλει περαιτέρω ότι η Διευθύντρια, κατά τη σύσταση της, πεπλανημένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τα ευρήματα της απόφασης του Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 624/2001.
Η απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 624/2001 επισυνάπτεται στην ¨ένσταση. Το μέρος της απόφασης που ενδιαφέρει είναι το ακόλουθο:
«
Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα θα ευσταθούσε ως νόμιμη αιτιολογία της σύστασης νοουμένου ότι η αιτήτρια και η κα Τέκκη ήταν ίσες στα προσόντα. Αυτό όμως δεν ισχύει αφού η αιτήτρια υπερτερεί στα προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου λόγω κατοχής του πλεονεκτήματος».
Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της σύστασης κατά την επανεξέταση, εκτιμώ πως η Διευθύντρια πιθανόν να παρερμήνευσε τα λεχθέντα στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 624/2001 που έχουν παρατεθεί πιο πάνω.
Το Δικαστήριο στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 624/2001 δεν είχε υποδείξει ότι κατά την επανεξέταση της υπόθεσης η επιλογή θα έπρεπε να εγίνετο μόνον μεταξύ των υποψηφίων που διέθεταν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, και ότι από τις υποψήφιες αυτές θα έπρεπε να προτιμηθεί η υπερέχουσα σε αρχαιότητα. Το Δικαστήριο επίσης δεν υπέδειξε τη συγκεκριμένη αιτιολογία που θα έπρεπε να δοθεί κατά την επανεξέταση και κατά την μελλοντική κρίση ως προς την επιλογή και σύσταση. Κάτι τέτοιο θα αντιστρατεύετο τις εμπεδωμένες αρχές της νομολογίας σύμφωνα με τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση με την κρίση του διοικητικού οργάνου. Ελέγχεται μόνο το κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου ασκήθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια ή κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο ή έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω πως η σύσταση είναι τρωτή και αναιτιολόγητη. Υπό τις περιστάσεις δεν θα εξετάσω περαιτέρω τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που εγείρονται στην προσφυγή. Εφόσον η καθ΄ ης η αίτηση έλαβε υπόψη και βασίστηκε στην τρωτή και αναιτιολόγητη σύσταση της Διευθύντριας, προκειμένου να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, η απόφαση της συμπαρασύρεται και αναπόφευκτα καθίσταται επίσης τρωτή και αναιτιολόγητη. Ως εκ τούτου ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εις βάρος της καθ΄ ης η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.