ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 174

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 159/2005

 

1 Mαρτίου, 2005

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

OLHA ROZLUTSKA

Αιτήτρια,

- και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Καθών η αίτηση.

----------------------------------- -------

Αίτηση ημερ. 14/2/05 για προσωρινό διάταγμα

Μ. Γεωργίου, για την αιτήτρια

Λ. Ουστά, για τους καθών η αίτηση

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Στις 14/2/05 η αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο υπόθεση με την οποία ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον της που εξεδόθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης κατά ή περί την 1ην Φεβρουαρίου 2005 είναι άκυρο, παράνομο και στερείται κάθε νομίμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα απέλασης που εξεδόθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης κατά ή περί την 11ην Φεβρουαρίου 2005 είναι άκυρο, παράνομο και στερείται κάθε νομίμου αποτελέσματος.»

Την ίδια ημέρα καταχώρησε και την παρούσα αίτηση, μονομερώς (η οποία ορίστηκε στις 16/2/05) με την οποία ζητούσε ουσιαστικά τις εξής θεραπείες:

«Α) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η σύλληψη και κράτηση από αστυνομικούς/λειτουργούς του Τμήματος Μετανάστευσης και κράτηση της αιτήτριας στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμειας στη Λευκωσία.

Β) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η απέλαση της αιτήτριας μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

Η αίτηση στηρίζεται σε διάφορες νομοθετικές και διαδικαστικές διατάξεις μεταξύ των οποίων και στον Καν. 13 των περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962.

Από άποψης γεγονότων η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Γιώργου Κωνσταντίνου από τη Λευκωσία που, όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι μέτοχος και σύμβουλος στην εταιρεία Amber´s Night Spot Ltd. ιδιοκτήτριας του μουσικοχορευτικού κέντρου, όπως το αποκαλεί σε ένα σημείο της ένορκης δήλωσης του και καμπαρέ, όπως το αποκαλεί σε άλλο σημείο. Αναφέρει ότι η αιτήτρια εργοδοτείται από την εν λόγω εταιρεία και τον έχει εξουσιοδοτήσει να προβεί στη σχετική ένορκη δήλωση αφού η ίδια είναι στα αστυνομικά κρατητήρια Λακατάμιας.

Η ουσία στων ισχυρισμών του εν λόγω ενόρκως δηλούντα είναι ότι στις 10/2/05 αστυνομικοί, ενεργούντες με βάση δικαστικό ένταλμα έρευνας, και κατόπιν συντονισμένης επιχείρησης που έλαβε χώρα μεταξύ των ωρών 01.45-04.05 ερεύνησαν το εν λόγω κέντρο και κατά την έρευνα εντοπίστηκαν αλλοδαπές κοπέλλες να χορεύουν με άνδρα πελάτη που ήταν αστυνομικός υπό κάλυψη, ο οποίος είχε πληρώσει και το ποσό των £20 σ' αυτές για να χορέψουν και καταναλώσουν ιδιαιτέρως μαζί του κάποια ποτά σε μεσοπάτωμα του υποστατικού. Τα χαρτονομίσματα είχαν φωτοτυπωθεί και καταγραφεί εκ των προτέρων από την αστυνομία για σκοπούς αναγνώρισης. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας χάθηκαν χαρτονομίσματα συνολικής αξίας ΛΚ2000 μεταξύ των οποίων και τα δυο φωτοτυπωμένα χαρτονομίσματα. Υπάρχει υποψία ότι τα χρήματα αυτά τα έκλεψαν οι αστυνομικοί που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση γιαυτό και έκαναν σχετική καταγγελία με επιστολή του δικηγόρου των ιδιοκτητών του κέντρου ημερ. 11/2/05 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας. Η αιτήτρια εργαζόταν στο κέντρο ως bar-woman και είχε άδεια παραμονής για ένα ακόμη χρόνο, όπως φαίνεται σε σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας. Η αιτήτρια οδηγήθηκε για ανάκριση στο ΤΑE Λευκωσίας και έκτοτε κρατείται «με εμφανή σκοπό να μην αφεθεί να δώσει ελεύθερα κατάθεση στο δικηγόρο της και στο δικηγόρο των ιδιοκτητών του μουσικοχορευτικού κέντρου για το τι έγιναν στην πραγματικότητα οι 2.000Λ.Κ.». Η κράτηση της αιτήτριας και η πρόθεση για απέλαση είναι παράνομη και κακόπιστη με εμφανή σκοπό τη συγκάλυψη εγκληματικών στοιχείων που έχουν παρεισφρήσει στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, οι οποίοι συστηματικά κλέβουν χρήματα από κέντρα στα οποία διεξάγουν έρευνα. Αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, τόσο η αιτήτρια όσο και η δικαιοσύνη της Κύπρου θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά.

Το δικαστήριο εξέτασε την μονομερή αίτηση και ενέκρινε αυτή μερικώς. Εξέδωσε δηλαδή προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστέλλετο η απέλαση της αιτήτριας το οποίο και όρισε στις 18/2/05 ούτως ώστε να ακουστεί και η άλλη πλευρά (α) στο κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει το εν λόγω διάταγμα και (β) κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί και διάταγμα ως η παράγραφος (Α) της αίτησης για το οποίο το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να επιδοθεί η αίτηση και να ακουστεί και η άλλη πλευρά.

Από πλευράς των καθών η αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση η οποία υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Άννυς Σιακαλλή, Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (η Διευθύντρια). Δηλώνει εκεί ότι η αιτήτρια είναι Ουκρανή, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 20/12/03 και της παραχωρήθηκε άδεια εργασίας μέχρι 19/3/04 ως σερβιτόρα στο προαναφερθεν νυκτερινό κέντρο. Στις 12/1/04 εγγράφηκε ως αλλοδαπή και αφού ζήτησε ανανέωση της άδειας εργασίας αυτή ανανεώθηκε μέχρι 20/12/04 οπότε και έληξε. Έκτοτε δεν την ανανέωσε και παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία.

Αναφέρθηκε η ενόρκως δηλούσα και στο ότι έγινε έρευνα με χρήση αστυνομικού υπό κάλυψη στο εν λόγω κέντρο καθότι υπήρχαν πληροφορίες ότι τούτο χρησιμοποιείτο συστηματικά για εκπόρνευση γυναικών. Κατά την επίσκεψη του υπό κάλυψη αστυνομικού τον πλησίασε μια καλλιτέχνιδα (άλλη από την αιτήτρια) και αφού πήγαν μαζί στο πατάρι του κέντρου και ήταν έτοιμοι να κάνουν έρωτα, τότε άρχισε να αναβοσβήνει ένα πορτoκαλί φως οπότε η αλλοδαπή πέταξε στο πάτωμα προφυλακτικό που αμέσως πριν είχε βγάλει από το εσώρουχο της. Τότε επέδραμαν και οι άλλοι αστυνομικοί. Ενόψει πληροφορίας ότι η αιτήτρια προμήθευε τις καλλιτέχνιδες με προφυλακτικά τής έγινε έρευνα και στην κατοχή της βρέθηκε μεγάλος αριθμός προφυλακτικών. ´Eτσι οδηγήθηκε μαζί με την άλλη αλλοδαπή στο ΤΑΕ Λευκωσίας για ανάκριση. Έδωσε κατάθεση και δικαιολόγησε την κατοχή των προφυλακτικών ότι ήταν για δική της χρήση. (Λεπτομέρειες των ισχυρισμών της αιτήτριας φαίνονται σε σχετική κατάθεση της που έδωσε στην Αστυνομία). Συνελήφθηκε στις 10/2/05 και ώρα 18.30 στο γραφείο του ΤΑΕ από αστυνομικούς του κλιμακίου αλλοδαπών για παράνομη παραμονή και κρατείται στα Αστυνομικά κρατητήρια Λακατάμιας. Το ΤΑΕ ενημέρωσε τον Υπεύθυνο Υπηρεσίας Αλλοδαπών και αυτός με τη σειρά του τη Διευθύντρια από την οποία ζήτησε την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της αιτήτριας. Ως αποτέλεσμα την ίδια ημέρα η Διευθύντρια (δηλαδή η ενόρκως δηλούσα) εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή αυτής της υπόθεσης αρκούμαι να αναφερθώ στις πιο κάτω, από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, Α.Ε. 3090 ημερ. 1/3/01 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στις σελ. 2-3 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»

 

Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ. 1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:

«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)

Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει επίσης ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έκανε αναφορά και ο συνήγορος της αιτήτριας. Περιορίζομαι να αναφερθώ στην υπόθεση 1354/2000 Γεώργιος Ιορδάνους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 13/11/00, σελ. 9 όπου ο Καλλής Δ ανάφερε τα ακόλουθα:

«(β) Έκδηλη παρανομία (βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 A.A.D. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).

Σχετικά με την έκδηλη παρανομία στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία». Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

«For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,

«Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ....."

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:

For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self evident and immediately identifiable."

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.»

Κατά την ακρόαση της αίτησης οι συνήγοροι ανάπτυξαν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς τους όπως περιέχονται στην αίτηση και ένσταση. Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι εδώ ικανοποιούνται και οι δυο προϋποθέσεις. Αναφορικά με την έκδηλη παρανομία εισηγήθηκε ότι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η Διευθύντρια πήρε πολύ βεβιασμένα την απόφαση της χωρίς να προβεί σε δέουσα έρευνα αλλά απλώς δέχθηκε τις εισηγήσεις της Αστυνομίας. Έδωσε έμφαση στον ισχυρισμό ότι, ενώ το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχε συστήσει την απασχόληση της αιτήτριας από 4/12/04 μέχρι 4/12/05, η Διευθύντρια δεν εξέτασε αυτό το γεγονός. Αναφορικά με την ανεπανόρθωτη ζημιά, ήταν η θέση του ότι αυτή συνίσταται στο ότι η αιτήτρια στερείται του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου.

Σημειώνω εδώ ότι στην έκταση που η αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας, όπως και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, αφορούν τον ισχυρισμό ότι οι αστυνομικοί που διεξήγαγαν την έρευνα έκλεψαν το ποσό των ΛΚ2.000 περίπου, τούτο δεν είναι θέμα που μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης. Αφορά ισχυρισμό για διάπραξη ποινικού αδικήματος σχετικά με τον οποίο ισχυρισμό έγινε ήδη καταγγελία στον Αρχηγό Αστυνομίας. Έτσι δε βοηθά την αιτήτρια.

Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της πλευράς της αιτήτριας που ουσιαστικά συνίστανται στο ότι η Διευθύντρια ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα της υπόθεσης, κρίνω ότι αφορούν θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί κατά την εκδίκαση της κυρίως υπόθεσης. Είναι γεγονός ότι σε σχετικό έγγραφο με τίτλο «CONTRACT OF EMPLOYMENT» ημερ. 30/12/04 υπάρχει σφραγίδα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεως, Τμήματος Εργασίας, ημερ. 10/2/05 όπου φαίνεται ότι συστήνεται «η απασχόληση της αλλοδαπής» δηλαδή της αιτήτριας. Αυτό δε φαίνεται να λήφθηκε υπόψη από τη Διευθύντρια. Όμως δε φαίνεται να το είχε υπόψη της και να το αγνόησε. Φέρει την ίδια ημερομηνία με αυτή που έλαβε χώρα η επιχείρηση της Αστυνομίας στο Κέντρο. Εν πάση περιπτώσει, η σύσταση δε θα ήταν δεσμευτική για τη Διευθύντρια. Όμως και αν ακόμα, από τα ενώπιον μου γεγονότα φαινόταν να ευσταθεί ο ισχυρισμός για παρανομία στην όλη διαδικασία, αυτό δεν ισοδυναμεί με έκδηλη παρανομία, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω. Στην υπόθεση αρ. 68/98 Χρίστου Σιοπαχά ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, ημερ. 5/2/98, αναφορικά με αιτήσεις αυτής της φύσης ο Κραμβής Δ στη σελ. 11 είπε τα ακόλουθα:

«Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) εξετάστηκε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει άκαιρα την τελική του κρίση επί του θέματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη για να μη χάνεται το νόημα και η σηαμσία που ενέχει η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karram v. The Republic (1983) 3 CLR 199, 203). Eξάλλου στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. the Republic (1972) 3 CLR 341, 352, αναφέρεται ότι ο Καν. 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας. (βλ. επίσης Karram v. The Republic (ανωτέρω).»

Στην παρούσα υπόθεση η Διευθύντρια ενήργησε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 ως έχει τροποποιηθεί. Η εξουσία αυτή της Διευθύντριας έχει επιβεβαιωθεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1023/04 Αναφορικά με τον Asad Mohammed Rahal, ημερ. 30/12/04.

Eπομένως, εκ πρώτης όψης, φαίνεται να ενήργησε νόμιμα η Διευθύντρια, εκτός βέβαια αν κατά την κυρίως προσφυγή διαφανεί ότι η απόφαση ήταν παράνομη είτε λόγω παράλειψης διεξαγωγής της δέουσας έρευνας είτε λόγω έλλειψης αιτιολογίας, θέματα όμως που είναι ορθό να εξεταστούν κατά την κυρίως προσφυγή. Καταλήγω λοιπόν ότι, από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας.

Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά, σημειώνω ότι η ίδια η αιτήτρια δεν έχει προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση για να τον προβάλει και δικαιολογήσει. Προβάλλεται βέβαια από τον ενόρκως δηλούντα εκ μέρους της. Όμως ούτε και αυτός εξηγεί πώς και γιατί θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην αιτήτρια. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας κατά την αγόρευση του, εισηγήθηκε ότι το γεγονός της αποστέρησης της ελευθερίας της από μόνο του είναι αρκετό. Όμως δεν έγινε αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο της σε οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό. Συμφωνώ με τη θέση της δικηγόρου των καθών η αίτηση ότι δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγόρευση του συνηγόρου. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Σιοπαχά σελ. 11, αναφέρθηκε ότι για την απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα, απαραιτήτως χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δε θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή με άλλο τρόπο. Είμαι της άποψης ότι αν τελικά η προσφυγή επιτύχει, οποιαδήποτε ζημιά της αιτήτριας από την μη έκδοση του προσωρινού διατάγματος θα μπορεί να αποκατασταθεί με βάση το δικαίωμα που της παρέχεται από την παραγρ. 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Προσθέτω εδώ ότι παρόμοιος ισχυρισμός, ότι δηλαδή η στέρηση της ελευθερίας από μόνη της αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά, είχε υποβληθεί με την αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, και στην υπόθεση Haram Farahao v. Δημοκρατίας, υπόθ. aρ. 1024/04 ημερ. 10/12/04, όπου όμως κρίθηκε από τον Κρονίδη Δ ότι ήταν ανεπαρκής.

Αναφορικά με το αιτητικό (Β) της αίτησης για το οποίο το Δικαστήριο ενέκρινε το προσωρινό διάταγμα, η πλευρά των καθών η αίτηση εισηγήθηκε ότι δε θα πρέπει τούτο να συνεχίσει αφού, αν επιτραπεί, τότε το Δικαστήριο τούτο θα καταλήγει ουσιαστικά στην άσκηση διοικητικής εξουσίας. Μελέτησα τις υποθέσεις που έχει επικαλεσθεί (βλ. Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, Sydney Alfred Moyo κ.α. ν. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ελενα Χαραλαμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας υποθ. 1151/00 ημερ. 5/3/01). Στην πρώτη υπόθεση ο Νικήτας Δ (όπως ήταν τότε) απέρριψε αίτημα του αιτητή για να επανέλθει στη Δημοκρατία ούτως ώστε να είναι παρών κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης του (προσφυγής) «για να μαρτυρήσει ή εξεταστεί για οποιονδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση». Το δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα της εν λόγω προσφυγής ήταν τέτοια που δεν καθιστούσαν αναγκαία την παρουσία του.

Στη δεύτερη υπόθεση (Sydney Alfred Moyo) είχαν εκδοθεί διατάγματα απέλασης και κράτησης για το λόγο ότι οι αιτητές είχαν παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους. Καταχώρησαν προσφυγή και παράλληλα αποτάθηκαν για προσωρινό διάταγμα που να αναστέλλει την απόφαση μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση τους. Η αίτηση απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση. Παρόμοια κατάληξη ήταν και στην τρίτη υπόθεση.

Η ουσία των πιο πάνω αποφάσεων, που όλες εξετάστηκαν κάτω από το φως των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος, είναι ότι ο αιτητής, σε τέτοιες υποθέσεις (προσφυγές) και εφόσον η άδεια παραμονής του έχει λήξει ή η εδώ παραμονή του για οποιοδήποτε λόγο είναι παράνομη, δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να είναι παρών στη Δημοκρατία μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του. Παράλληλα εκφράστηκε και η άποψη ότι, αν κατά τη δίκη διαφανεί ότι η παρουσία ενός αιτητή είναι αναγκαία, τότε οι αρχές θα πρέπει να του παραχωρήσουν αυτή την ευκαιρία για να είναι παρών κατά τη δίκη.

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι το προσωρινό διάταγμα στην έκταση που έχει δοθεί και που σκοπό είχε να διευκολύνει την αιτήτρια να είναι παρούσα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης της, θα πρέπει επίσης να τερματισθεί. Ο σκοπός αυτός, στην έκταση που αφορούσε την ακρόαση της παρούσας αίτησης, έχει επιτευχθεί.

Ως αποτέλεσμα η αίτηση για προσωρινά διατάγματα απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Μ. Φωτίου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο