ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 677/2004
9 Ιανουαρίου 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Ν. Λοϊζου με Χρ. Χριστούδια, για τον αιτητή
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση
Γ. Καραπατάκης, για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθών η αίτηση με την οποία προάχθηκε στη θέση Τυπογράφου 1ης τάξης στο Κυβερνητικό Τυπογραφείο από 1/8/03 το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Σοφοκλέους.
Γεγονότα
Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Κατά τη διαδικασία πλήρωσης της σε συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ. ή «η Επιτροπή») ημερ. 9/7/03 προσήλθε και ο Διευθυντής του Τυπογραφείου ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος (στο εξής ε.μ.) και αφού αποχώρησε, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Κατάληξε ότι το ε.μ. υπερείχε των άλλων υποψηφίων (μεταξύ των οποίων ήταν και ο αιτητής) με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) και της πρόσφερε την προαγωγή, κάτι που το ε.μ. αποδέχθηκε. Η προαγωγή της, που ίσχυε από τις 1/8/03, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 19/9/03 με αρ. Γνωστοποίησης 5744. Με την ίδια γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε και η προαγωγή του Θεοχάρη Παναγή, στην ίδια θέση, επίσης από 1/8/03.
Ο αιτητής είχε αρχικά καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 1132/03 με την οποία προσέβαλλε την προαγωγή του ε.μ. μαζί με άλλο ενδιαφερόμενο μέρος (το Θεοχάρη Παναγή), αλλά με διάταγμα του δικαστηρίου (σε αίτηση διαχωρισμού ημερ. 22/6/04) έγινε διαχωρισμός δικογράφων και έτσι ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή κατά του ε.μ. μόνο. Η υπόθεση 1132/03 συνέχισε εναντίον του άλλου ε.μ. (Θεοχάρη Παναγή).
Νομικοί Ισχυρισμοί
Στην αίτηση διατυπώνονται τέσσερεις λόγοι ακύρωσης, που συνοψίζονται ως ακολούθως:
(α) Η απόφαση είναι αντίθετη προς το σύνταγμα και το νόμο και λήφθηκε κατά κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας και/ή λόγω νομικής και/ή πραγματικής πλάνης.
(β) Είναι αντίθετη προς τις παραδεδεγμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, τη νομολογία και φυσική δικαιοσύνη.
(γ) Είναι αναιτιολόγητη, αντίθετη προς το σχέδιο υπηρεσίας και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Από πλευράς των καθών η αίτηση, με την γραπτή τους αγόρευση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι «όλοι οι νομικοί λόγοι που εκτίθενται και αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, δεν είναι επίδικοι αφού δεν προσδιορίζονται στα νομικά σημεία της αίτησης». Βασίζονται οι καθών η αίτηση στην υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί ν. Δημοκρατίας (1995) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 1627, (απόφαση Πική Π.). Τη θέση αυτή υποστήριξε και η πλευρά του ε.μ. με τη δική τους αγόρευση με αναφορά στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd. (1990) 3 (E) Α.Α.Δ. 3835.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. αποφασίστηκε ότι με την αγόρευση του ο αιτητής δεν μπορεί να επεκτείνεται σε γεγονότα άλλα από αυτά που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε και σε αποφάσεις της Ολομέλειας. (βλ. μεταξύ άλλων Κυπριακή Δημοκρατία ν. C. Κassinos Construction Ltd. (1990) 3 (E) A.A.Δ. 3835, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 672, Φλωρεντία Πετρίδου ν. Ε.Δ.Υ. Α.Ε. 3315 ημερ. 10/1/05 και Ιάσων Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3399, ημερ. 14/2/05). Παραπέμπω επίσης και στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ του Επαμ. Σπηλιωτόπουλου, 6η έκδοση, σελ. 480.
Σχετικός με το θέμα αυτό είναι ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 αναφορικά με τον οποίο στην προαναφερθείσα υπόθεση Latomia Estate Ltd. κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 685-686 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Ίδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).»
Στη δική μας περίπτωση, με τη γραπτή του αγόρευση, πρώτο νομικό λόγο (ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ) ο αιτητής προωθεί τη θέση ότι έχει «εμφανή» υπεροχή έναντι του ε.μ. σε όλα τα κριτήρια αξιολόγησης. Τέτοιος όμως ισχυρισμός δεν υπάρχει στους νομικούς λόγους της προσφυγής. Η γενικότητα των τεσσάρων νομικών σημείων της αίτησης και ο τρόπος διατύπωσης τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί τέτοιος που να επιτρέπει την προώθηση του πρώτου νομικού λόγου της γραπτής αγόρευσης. Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα λέχθηκαν στις προαναφερθείσες υποθέσεις και ιδιαίτερα την Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί ν. Δημοκρατίας από τον Πική, Π., που σημειώνω ότι βασίζεται και στα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκουρή κ.α. (ανωτέρω), ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί.
Με το ίδιο σκεπτικό δεν μπορεί να εξεταστεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αφού αυτός προβάλλεται για πρώτη φορά με τη γραπτή του αγόρευση. Έτσι, τα όσα αναφέρονται κάτω από τον τίτλο «2. ΣΥΣΤΑΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ» καθώς επίσης και κάτω από τον τίτλο «1. ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ», αγνοούνται.
Με προβλημάτισε κατά πόσο ισχύουν τα ίδια και για τους άλλους λόγους που αναπτύσσονται με την γραπτή αγόρευση του αιτητή, δηλαδή τους υπ' αρ. «3. ΠΡΟΣΟΝΤΑ» και «4. ΠΕΙΡΑ ΣΥΝΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ» αφού πουθενά στους νομικούς λόγους της αίτησης (προσφυγής) προβαίνει σε ισχυρισμό ότι υπερέχει του ε.μ. σ' αυτούς τους τομείς. Απλώς στην έκθεση γεγονότων που υποστηρίζουν την αίτηση, παραγραφοι 6-10 παραθέτει τη δική του υπηρεσία και προσόντα και με την παράγραφο 11 (των γεγονότων) προβάλλει γενικά και αόριστα τον ισχυρισμό ότι υπερτερεί του ε.μ. και έπρεπε να προτιμηθεί.
Από προσεκτική μελέτη των πιο πάνω αυθεντιών φαίνεται ότι οι ισχυρισμοί στους οποίους προτίθεται να βασιστεί ο αιτητής πρέπει να διατυπώνονται στα νομικά σημεία της αίτησης και να αιτιολογούνται πλήρως και όχι απλώς στα γεγονότα και μάλιστα με γενική και αόριστη μορφή. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι παρά την έγερση του θέματος από τους καθών η αίτηση, η πλευρά του αιτητή δε ζήτησε από το δικαστήριο να ασκήσει τις εξουσίες του με βάση τον Καν. 7Α των προαναφερθέντων Κανονισμών του 1962 (ως έχουν τροποποιηθεί), οπότε θα μπορούσε, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, να διατάξει την τροποποίηση ή συμπλήρωση της αίτησης, καταλήγω ότι, όπως έχει η κατάσταση, ούτε οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτητή μπορούν να εξεταστούν.
Με βάση τα πιο πάνω και εφόσον οι λόγοι που διατυπώνονται στην προσφυγή δεν έχουν προωθηθεί, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ,
/ΚΑς