ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 635/2003)
27 Ιανουαρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 26,28, 29, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Μελίδης, για τους Αιτητές.
Δ. Μέρτακκα (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 16.
Α. Παναγιώτου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 17 και 18.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο δήλωση ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 23.6.2003, η οποία γνωστοποιήθηκε στο προσωπικό της καθ΄ ης η αίτηση στις 25.6.2003, με την οποία προήγαγε εκ νέου, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη, αναδρομικά από 24.7.2001 στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού αντί και/ή στη θέση των αιτητών, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η προσφυγή εναντίον του κ. Γ. Στυλιανού αποσύρθηκε στις 6.7.2004.
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Χριστόδουλος Χριστοδούλου κ.α. ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, υπ΄ αρ. 783/2001, ημερ. 23.4.2003, οι προαγωγές των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού ακυρώθηκαν.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης των θέσεων που κενώθηκαν συνεπεία της προαναφερόμενης ακυρωτικής απόφασης, σε συνεδρία ημερ. 23.6.2003.
Ο Γενικός Διευθυντής της καθ΄ ης η αίτηση ετοίμασε σημείωμα με αρ. 26/2003 προκειμένου να βοηθήσει την καθ΄ ης η αίτηση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση στη συνεδρίαση της 23.6.2003, η οποία πραγματοποιήθηκε για να επανεξεταστεί η υπόθεση, επιλήφθηκε του σημειώματος του Γενικού Διευθυντή μαζί με όλα τα συνυποβληθέντα στοιχεία αναφορικά με το θέμα.
Κατά την επανεξέταση κλήθηκε ο κ. Χρίστος Ασημένος, Διευθυντής Εκμετάλλευσης, για να προβεί σε συστάσεις για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού. Ο προαναφερόμενος ανέφερε ότι έχοντας υπόψη τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και με βάση τα νόμιμα κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), σύστηνε για προαγωγή στην προαναφερόμενη θέση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Αιτιολογώντας τη σύσταση του ο κ. Ασημένος ανέφερε, στο Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση, ότι οι υποψήφιοι Θεοδώρου, Κωνσταντίνου, Χριστοφή, Χριστοφόρου, Θ. Θεοδοσίου, Σιηττή και Μ. Θεοδοσίου από πλευράς αξίας ήταν εξαίρετοι όπως προέκυπτε από τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις στο σύνολο και με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια, για τα οποία υπήρχαν έτοιμες τέτοιες εκθέσεις (δηλαδή για τα έτη 1998, 1999 και 2000). Επίσης ο κ. Ασημένος είπε ότι οι προαναφερόμενοι υποψήφιοι είχαν όλα τα προαπαιτούμενα, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα. Για την κα. Σιηττή ανέφερε επίσης ότι είχε και πτυχίο στα Οικονομικά προσθέτοντας ότι αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ως βοηθητικό στην άσκηση των καθηκόντων της θέσης αν και αποτελούσε οριακής σημασίας προσόν ως μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Αναφορικά με τους υποψηφίους Ηροδότου, Ταβέλη, Παναγίδη, Καμπουρίδη, Σύζινο, Παναγή, Γιάλλουρου και Κασίνη, ο προαναφερόμενος ανέφερε ότι από πλευράς αξίας είχαν εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα σημεία για τα έτη 1999 και 2000 ενώ για το έτος 1998 είχαν επίσης εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα σημεία, πλην ενός, που βαθμολογήθηκε με την αμέσως επόμενη βαθμολογία. Για τους κ.κ. Παναγιώτου και Παπαπαναγίδη (καθώς και για τον κ. Στυλιανού εναντίον του οποίου η προσφυγή αποσύρθηκε), ο κ. Ασημένος ανέφερε ότι υπερείχαν σε αξία έναντι άλλων υποψηφίων με τους οποίους είχαν την ίδια αρχαιότητα.
Σχετικά με την κα. Κασίνη ο κ. Ασημένος ανέφερε ότι διέθετε και πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) προσόν το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βοηθητικό στην άσκηση των καθηκόντων της θέσης, ωστόσο μόνο οριακή σημασία θα μπορούσε να προσδοθεί σ΄ αυτό, ως μη προβλεπόμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.
Αφού προέβηκε στη σύσταση του ο κ. Ασημένος αποχώρησε από τη συνεδρίαση και στη συνέχεια το Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Το Συμβούλιο μελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιον του, το Σημείωμα 26/2003, τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, και επιβεβαίωσε την απόφαση του να μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντος λειτουργού εκεί όπου εμπιστευτικές εκθέσεις (πριν από το 1998) έγιναν παράτυπα (επειδή η αλλαγή της βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό έγινε χωρίς ο προσυπογράφων λειτουργός να συζητήσει τις τροποποιήσεις της βαθμολογίας με τον αξιολογούντα λειτουργό και να αιτιολογήσει τις τροποποιήσεις).
Το Συμβούλιο, επίσης, μελέτησε ξεχωριστά την κάθε μια από τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί και έκρινε ότι δεν στοιχειοθετούνταν. αποφάσισε να λάβει υπόψη του τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους με έμφαση όμως στα τρία τελευταία χρόνια, δηλαδή 1998, 1999 και 2000, για τα οποία υπήρχαν τέτοιες εκθέσεις.
Αφού το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα ενώπιον του ουσιώδη στοιχεία έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) ότι η σύσταση του κ. Ασημένου ήταν καθόλα αιτιολογημένη και μάλιστα δήλωσε ότι η σύσταση εκείνη συνιστούσε και την αιτιολογία του ιδίου του Συμβουλίου με βάση την οποία το Συμβούλιο έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν οι πιο κατάλληλοι υποψήφιοι για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού και αποφάσισε ομόφωνα να τους προάξει, αναδρομικά από τις 24.7.2001. Σε σχέση με το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν οι πιο κατάλληλοι υποψήφιοι για προαγωγή στην προαναφερόμενη θέση παρατήρησε ότι οι υποψήφιοι Θεοδώρου, Κωνσταντίνου, Χριστοφή, Χριστοφόρου, Θ. Θεοδοσίου, Σιηττή και Μ. Θεοδοσίου ήταν εξαίρετοι σε αξία, υπερτερούσαν σε αρχαιότητα έναντι των υπολοίπων υποψηφίων και είχαν όλα τα προβλεπόμενα προσόντα. Σε σχέση με τους υποψηφίους Ηροδότου, Ταβέλη, Παναγίδη, Καμπουρίδη, Σύζινο, Παναγή, Γιάλλουρου και Κασίνη παρατήρησε ότι είτε υπερτερούσαν σε αξία έναντι άλλων υποψηφίων με τους οποίους είχαν την ίδια αρχαιότητα είτε ήσαν ισόβαθμοι ή υστερούσαν ελαφρά σε ένα σημείο για μια χρονιά μόνο, σε σχέση με υποψηφίους οι οποίοι όμως υστερούσαν έναντι των προαναφερομένων, σε αρχαιότητα. Αναφορικά με τους υποψηφίους Παναγιώτου και Παπαπαναγίδη, το Συμβούλιο ανέφερε ότι είτε υπερτερούσαν σε αξία έναντι υποφηψίων με τους οποίους είχαν την ίδια αρχαιότητα και για τους οποίους δεν έγινε σύσταση, είτε υπερτερούσαν ή ήταν ισόβαθμοι ή υστερούσαν ελαφρώς έναντι υποψηφίων για τους οποίους δεν έγινε σύσταση.
Από τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση σημειώνονται ιδιαίτερα τα υπ΄ αρ. 10, 12, 18, 19 και 20. Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στις 13.11.2003, η οποία βασίζεται σε 8 νομικά σημεία ενώ επιφυλάσσουν και το δικαίωμα τους να προσθέσουν και/ή να διαφοροποιήσουν τους νομικούς λόγους της ένστασης τους.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, περιλαμβανομένων των νομικών λόγων στους οποίους βασίζεται η αίτηση και η ένσταση, καθώς και τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών, της καθ΄ ης η αίτηση και των ενδιαφερομένων προσώπων. ΄Ελαβα επίσης υπόψη την Κ.Δ..Π. 317/82 και ειδικά το άρθρο 24 (4) στο οποίο καθορίζονται τα προσόντα που πρέπει να έχει υποψήφιος για τη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, η οποία είναι θέση προαγωγής. Μεταξύ των προσόντων αυτών περιλαμβάνονται η ακεραιότητα του χαρακτήρα, η οργανωτική και διοικητική ικανότητα, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία και η ευθυκρισία (άρθρο 24(4) (γ) της Κ.Δ.Π. 317/82). Έλαβα ακόμα υπόψη την Κ.Δ.Π. 114/97 στην οποία περιλαμβάνονται οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1997 και ιδιαίτερα το άρθρο 19(3) στο οποίο προνοείται ότι κατά την προαγωγή υπαλλήλων, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τις αιτιολογημένες συστάσεις του προϊσταμένου του οικείου τμήματος και την εντύπωση του Συμβουλίου από την προφορική εξέταση, αν έγινε τέτοια εξέταση.
Δεν προτίθεμαι να εξετάσω εις βάθος το ζήτημα του δεδικασμένου το οποίο εγείρουν οι αιτητές, εξαιτίας της προαναφερόμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν θεωρώ ότι δημιουργείται δεδικασμένο εξαιτίας των όσων ανέφερε το Δικαστήριο στην προηγούμενη του απόφαση. Θα εξετάσω την υπόθεση στην ουσία της.
Από όλα τα ενώπιον μου στοιχεία κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:
(α) Οι προαναφερόμενες συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου τμήματος κ. Ασημένου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αιτιολογημένες καθότι εκτός από την αναφορά του κ. Ασημένου στα θεσμοθετημένα κριτήρια, τα οποία ήταν εμφανή από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, ο προϊστάμενος δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε άλλη σύσταση σε σχέση με οποιοδήποτε υποψήφιο και με αναφορά στα προσόντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού. Περιπλέον η σύσταση του προϊσταμένου ήταν παραπλανητική σε σχέση με την κα. Σιηττή η οποία χαρακτηρίστηκε ως εξαίρετη καθόλα τα ουσιώδη χρόνια 1998, 1999 και 2000, ενώ στην πραγματικότητα για το 1998 η κα. Σιηττή δεν βαθμολογήθηκε αναφορικά με τη διευθυντική της ικανότητα και αυτό θα έπρεπε να ήταν εν γνώσει του κ. Ασημένου ο οποίος ήταν και αξιολογών λειτουργός για το χρόνο εκείνο.
Για τους υποψήφιους Ηροδότου, Παναγίδη, Σύζινο, Παναγή, Γιάλλουρου και Κασίνη, ο προϊστάμενος ανέφερε ότι το 1998 η βαθμολογία τους ήταν εξαίρετη σε όλα τα σημεία πλην ενός που βαθμολογήθηκε με την αμέσως επόμενη βαθμολογία. Παρέλειψε όμως να αναφέρει στο Συμβούλιο, ο προϊστάμενος, ότι ο τομέας στον οποίο η βαθμολογία των προαναφερομένων υποψηφίων για το 1998 δεν ήταν εξαίρετη αλλά πολύ ικανοποιητική ήταν ουσιώδης τομέας εφόσον περιλαμβάνεται στα προαναφερόμενα απαραίτητα προσόντα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού. Συγκεκριμένα οι υποψήφιοι Γιάλλουρου, Ηροδότου, Παναγίδης και Σύζινος είχαν βαθμολογία πολύ ικανοποιητική, για το 1998, στον τομέα της διευθυντικής ή διοικητικής ικανότητας. Οι υποψήφιοι Κασίνη και Παναγή είχαν βαθμολογία πολύ ικανοποιητική, για το έτος 1998, στον τομέα της πρωτοβουλίας.
Αναφορικά με την κα. Κασίνη ο προϊστάμενος ανέφερε ότι διέθετε και πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), το οποίο όμως δεν φαίνεται να υπάρχει στους σχετικούς φακέλους.
Για τους υποψηφίους Παναγιώτου και Παπαπαναγίδη ο προϊστάμενος δεν έκαμε οποιαδήποτε αξιολόγηση ή σύσταση αλλά απλά ανέφερε ότι υπερέχουν σε αξία έναντι κάποιων υποψηφίων και υπερέχουν σε αρχαιότητα έναντι κάποιων άλλων υποψηφίων. Στην πραγματικότητα ο κ. Παπαπαναγίδης έχει βαθμολογηθεί πολύ ικανοποιητικά και όχι εξαίρετα στον τομέα της Διευθυντικής Ικανότητας για δύο από τα τρία ουσιώδη χρόνια, το 1998 και το 1999, ενώ ο κ. Παναγιώτου βαθμολογήθηκε πολύ ικανοποιητικά και όχι εξαίρετα, επίσης για τα έτη 1998 και 1999 στον τομέα του υπηρεσιακού ενδιαφέροντος το οποίο όμως δεν περιλαμβάνεται στα προαναφερόμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού.
(β) Δεδομένου ότι οι συστάσεις του προϊσταμένου του οικείου τμήματος δεν ήταν αιτιολογημένες δεόντως, όπως προαναφέρεται, αλλά ήταν και παραπλανητικές και ανακριβείς σε κάποια σημεία, το διοικητικό συμβούλιο, κατά την εκτίμηση μου, δεν θα έπρεπε να είχε προχωρήσει περαιτέρω, μέχρι να εξασφαλίσει δεόντως αιτιολογημένες και ακριβείς συστάσεις του προϊσταμένου σύμφωνα με το άρθρο 19(3) της Κ.Δ.Π. 114/97. Εν πάση όμως περιπτώσει το προάγον όργανο δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής, δεδομένης της μη ύπαρξης δεόντως αιτιολογημένης σύστασης του προϊσταμένου, θα έπρεπε να είχε προβεί στη δική του έρευνα, για να διαπιστώσει κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν σε υπέρτερο βαθμό από τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των αιτητών, τα προσόντα που προνοούνται στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας και κατά πόσον υπερτερούσαν γενικά των άλλων υποψηφίων με βάση τα θεμελιωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.
Είναι προφανές από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι το διοικητικό συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση υιοθέτησε τη σύσταση του προϊσταμένου του οικείου τμήματος ως δική του αιτιολογία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν οι πιο κατάλληλοι υποψήφιοι για προαγωγή και να τους προάξει στην προαναφερόμενη θέση, αφού θεώρησε τη σύσταση εκείνη ως καθόλα αιτιολογημένη. Εφόσον, κατά την εκτίμηση μου, η σύσταση του προϊσταμένου δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη, θεωρώ ότι κατά συνέπεια και η αιτιολογία της καθ΄ ης η αίτηση, στην οποία βασίστηκε το συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν οι πλέον κατάλληλοι υποψήφιοι για την προαναφερόμενη θέση και κατ΄ επέκταση και η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, η οποία έγινε στη βάση της προαναφερόμενης αιτιολογίας, έγινε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα και να δοθεί η δέουσα αιτιολογία (Δέστε Παναγή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. 351/98, ημερ. 30.12.98).
Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό και εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Δέστε Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60). Είναι θεμελιωμένο ότι η εξέταση του κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας ή όχι εμπίπτει, κατά κύριο λόγο, στις αρμοδιότητες του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο το διορίζον όργανο, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα (Δέστε Petsas, ανωτέρω). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας συνιστά καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η δοθείσα ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Δέστε Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία κ.α. ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 και Α.Ε. 2929 Στυλιανή Πέτρου Κούνουνα ν. Δημοκρατίας, ημερ. 31.12.2001).
Περαιτέρω, στην απουσία οτιδήποτε από τους φακέλους που καθιστά αυτόδηλη την κατοχή σχετικού προσόντος, επιβάλλεται να διεξαχθεί δέουσα έρευνα για διαπίστωση της κατοχής του. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, επιβαλλόταν η διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς το πτυχίο στο οποίο αναφέρθηκε ο Διευθυντής ότι η κα. Κασίνη διαθέτει, το οποίο όμως δεν φαίνεται να υπάρχει. Τέτοια έρευνα δεν έγινε.
΄Οπως παρατηρήθηκε οι αιτιολογημένες συστάσεις του προϊσταμένου του οικείου τμήματος είναι ένα από τα ουσιαστικά κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή, σύμφωνα με το άρθρο 19(3) της Κ.Δ.Π. 114/97, από το οποίο διέπεται το ζήτημα της προαγωγής υπαλλήλου της Αρχής Λιμένων Κύπρου. Στην απουσία έγκυρης αιτιολογίας η πράξη είναι ατελής. Η αιτιολόγηση της σύστασης συνιστά ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής και παρέκκλιση από αυτό καθιστά την πράξη άκυρη (Δέστε Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385 όπου το ζήτημα αφορούσε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, όμως θεωρώ ότι και στην προκείμενη περίπτωση ισχύουν κατ΄ αναλογία οι ίδιες αρχές, δεδομένου ότι και με βάση τους προαναφερόμενους περί Αρχής Λιμένων Κανονισμούς, η σύσταση του προϊσταμένου του οικείου τμήματος πρέπει να είναι αιτιολογημένη). Ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολόγησης της σύστασης του προϊσταμένου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο αυτή βασίζεται σε εσφαλμένα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία που επηρέασαν την κρίση του και δεν επεκτείνεται στην υποκειμενική λειτουργία της αξιολόγησής του (Δέστε Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605). Το ότι το περιεχόμενο μιας σύστασης προκύπτει από τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων δεν συνεπάγεται ότι απλά αναπαράγει αυτά τα στοιχεία και ως εκ τούτου είναι αναιτιολόγητη. Επίσης η σύσταση δεν καθίσταται αναιτιολόγητη λόγω μη αποκάλυψης πρόσθετων πτυχών για την απόδοση ή την προσωπικότητα ή γενικά τις υπηρεσιακές αρετές του υποψηφίου (Δέστε Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327).
΄Οπως αναγράφεται στο σύγγραμμα Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, στις σελίδες 220-223, το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε τη σημασία της αιτιολογίας από τα πρώτα στάδια της νομολογίας του και την απαιτεί όχι μόνον όταν προβλέπεται ρητά από το νόμο αλλά και όταν η ανάγκη της αιτιολόγησης προκύπτει από τη φύση της πράξης. Μεταξύ των πράξεων που είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως είναι και οι διοικητικές πράξεις οι εκδιδόμενες κατά διακριτική ευχέρεια: Δέστε ΣτΕ 692, 2331/66. Η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής, σαφής και ειδική. Απλή επανάληψη των διατάξεων του νόμου χωρίς τη συσχέτιση τους με συγκεκριμένα δεδομένα, δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία: Δέστε ΣτΕ 1116, 2176/62. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.
Στον όρο συστάσεις πρέπει να αποδίδεται η κοινή ερμηνεία. Με τη σύσταση ο προϊστάμενος τμήματος προβαίνει σε εκτίμηση της καταλληλότητας κάθε υποψηφίου, εξετάζοντας όλους τους παράγοντες αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, και επισημαίνοντας τις οποιεσδήποτε μη βαθμολογημένες ικανότητες και ιδιότητες που θα συνέβαλλαν θετικά στην καλύτερη εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης (Δέστε Δημοκρατία ν. Χαρή (1985) 3 Α.Α.Δ. 106). Στη σύσταση του ο οικείος προϊστάμενος οφείλει να επισημάνει τις ιδιότητες και ικανότητες που, κατά την κρίση του, αναδεικνύουν ένα υποψήφιο ως καταλληλότερο από άλλους υποψηφίους, έχοντας υπόψη τις απαιτήσεις της θέσης (Δέστε Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75 και Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387). Η σύσταση δεν πρέπει να είναι απλή αναπαραγωγή των μετρήσιμων ή των απτών στοιχείων του φακέλου (Δέστε Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713). Η σύσταση θα πρέπει να εμπεριέχει την άποψη του προϊσταμένου ως προς την υπεροχή του συστηνόμενου υποψηφίου (Δέστε Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, «Η Δράση και ο ΄Ελεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση (Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη), σελ. 326-332).
Κατά την κρίση μου, η καθ΄ ης η αίτηση, αφού διαπίστωνε τα πραγματικά και ακριβή γεγονότα, είχε υποχρέωση να σταθμίσει τα ενώπιον της στοιχεία, δηλαδή αφενός την υπεροχή κάποιων από τους αιτητές σε αξία (Αυγουστή και Σπαθάρη) έναντι κάποιων από τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ηροδότου, Ταβέλη, Παναγίδη, Καμπουρίδη, Σύζινου, Παναγή, Γιάλλουρου, Κασίνη, Παναγιώτου, Παπαπαναγίδη και πιθανόν Σιηττή) και αφετέρου την αρχαιότητα των προαναφερομένων ενδιαφερομένων μερών έναντι των προαναφερομένων αιτητών. Είχε ακόμα υποχρέωση να εξηγήσει τί μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν συναφές με την άσκηση των καθηκόντων της επίδικης θέσης και να δώσει και τη δέουσα βαρύτητα στα προσόντα των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών περιλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών τους προσόντων και επαγγελματικών τίτλων, δεδομένου μάλιστα ότι οι αιτητές είχαν και τέτοια προσόντα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Συναφώς παρατηρώ ότι οι αιτητές Αυγουστή και Σπαθάρης είχαν βαθμολογηθεί ως εξαίρετοι σε όλους τους τομείς και για τα τρία ουσιώδη χρόνια (1998, 1999 και 2000) ενώ ο αιτητής Μαλλιώτης είχε βαθμολογία εξαίρετη σε όλους τους τομείς για τα έτη 1999 και 2000 ενώ για το έτος 1998 είχε εξαίρετη βαθμολογία σε όλους τους τομείς πλην της διευθυντικής ικανότητας στην οποία είχε βαθμολογηθεί πολύ ικανοποιητικά. Ο αιτητής Μαλλιώτης διαθέτει επίσης πτυχίο Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο αιτητής Αυγουστής διαθέτει δίπλωμα Δοκίμου Αξιωματικού Ασυρμάτου από τη Δημόσια Σχολή του Εμπορικού Ναυτικού και είναι μέλος του Chartered Institute of Transport. Ο αιτητής Σπαθάρης διαθέτει πτυχίο του τμήματος Αγγλικών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όπως προσπάθησα να εξηγήσω, στην προκείμενη περίπτωση, οι συστάσεις του οικείου προϊσταμένου υπέρ των ενδιαφερομένων μερών ήταν μη δεόντως αιτιολογημένες εφόσον δεν περιείχαν ουσιαστικά την αιτιολογημένη άποψη του προϊσταμένου για την καταλληλότητα των ενδιαφερομένων μερών για τη θέση του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού και την υπεροχή τους έναντι άλλων υποψηφίων με βάση τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, σε συνάρτηση με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Περιπλέον οι συστάσεις του οικείου προϊσταμένου δεν βασίζονταν στα στοιχεία που περιέχονταν στους υπηρεσιακούς φακέλους, στα σημεία που αναφέρθησαν προηγουμένως και ήταν παραπλανητικές στα σημεία που επίσης αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ακόμα δεν έγινε και οποιαδήποτε έρευνα και αξιολόγηση των αντίστοιχων πρόσθετων προσόντων των αιτητών και των ενδιαφερομένων προσώπων σε συσχετισμό προς τα καθήκοντα της θέσης. Κατά συνέπεια η απλή υιοθέτηση των συστάσεων του οικείου προϊσταμένου από το διοικητικό συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση καθιστά την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην προκείμενη περίπτωση, μεμπτή και ακυρώσιμη λόγω ελλείψεως της δέουσας έρευνας και λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Δηλαδή η τρωτή σύσταση του προϊσταμένου συμπαρασύρει και την ίδια την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία βασίστηκε εξολοκλήρου σ΄ αυτή.
΄Οπως είναι θεμελιωμένο το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία αλλά ούτε είναι και σε θέση να υποκαταστήσει τη δική του κρίση για το καθένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ξεχωριστά (αφού τα συγκρίνει με καθένα από τους αιτητές στη βάση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας) και να ακυρώσει την προαγωγή κάποιων από αυτά ενώ να την επικυρώσει για τα υπόλοιπα. Η εξουσία του Δικαστηρίου, υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να ασκηθεί με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην ολότητά της, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν μία ενιαία πράξη.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα υπέρ των αιτητών και εις βάρος της καθ΄ ης η αίτηση τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμία διαταγή για τα έξοδα των ενδιαφερομένων μερών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
/ΕΑΠ. Δ.