ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 953

12 Νοεμβρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 995/2003)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Αναδρομική ενέργεια της ακύρωσης ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Διανομής.  Το κύριο επίδικο ζήτημα ήταν κατά πόσο όφειλε να ακυρωθεί η επίδικη προαγωγή, για το λόγο ότι δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη διενέργειά της η αρχαιότητα του αιτητή η οποία του πιστώθηκε συνεπεία ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο της λήψης της επίδικης απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το ερώτημα είναι κατά πόσο η καθυστέρηση στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής αρχαιότητας του αιτητή εξαλείφει το υπέρ του ωφέλημα της αρχαιότητας, ως στοιχείο κρίσης στην υπό αναφορά διαδικασία.

Υποψήφιος όπως ο αιτητής δεν μπορεί να μην έχει θεραπεία, με κάποιο τρόπο, ανάλογα με τις περιστάσεις.  Το νομικό σφάλμα το οποίο με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση καταλογίζεται στο διοικητικό όργανο και η εξ αιτίας του σφάλματος  προκύπτουσα χρονική διάσταση, χωρίς υπαιτιότητα του υποψηφίου, δεν είναι δυνατόν να του αφαιρέσουν το δικαίωμα  να κριθεί με βάση την ορθή πραγματική κατάσταση. Η μεταγενεστέρως αναδειχθείσα πραγματικότητα λειτουργεί αναδρομικά.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Κ. Στιβαρού, για την Καθ' ης η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 21 Οκτωβρίου 2003, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Ανδρέας Αβρααμίδης, προήχθη στη θέση Διευθυντή Διανομής, Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων, Κλίμακα Ν1. Η θέση είχε προκηρυχθεί με Γνωστοποίηση ημερ. 5 Μαΐου 2003.

Τίθεται ως πρώτο ζήτημα για εξέταση το κατά πόσο η Αρχή ενήργησε υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα του αιτητή.  Κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης τα στοιχεία έδειχναν ότι ο αιτητής είχε οριακή αρχαιότητα, η οποία αφορούσε σε προηγούμενη θέση ενώ στην κατεχόμενη θέση, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν μετονομασίας και αναδιοργάνωσης, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συμβάδιζαν κατόπιν προαγωγής τους την 1 Ιανουαρίου 2000.  Ωστόσο, στο στάδιο που μας αφορά θα υπήρχε αισθητή διαφορά σε αρχαιότητα υπέρ του αιτητή αν η ανέλιξη του στην κατεχόμενη θέση είχε ακολουθήσει νόμιμη πορεία.  Η Αρχή θα έπρεπε να τον είχε προαγάγει σε εκείνη τη θέση από 1 Ιουλίου 1998 ενώ εσφαλμένα επέλεξε άλλο υποψήφιο. Ο αιτητής προσέβαλε εκείνη την απόφαση με την προσφυγή αρ. 159/02, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις 30 Σεπτεμβρίου 2003,  δηλαδή τρεις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία λήψης της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης.  Η Αρχή προέβη σε επανεξέταση  αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου 2003 οπότε προήγαγε τον αιτητή αναδρομικά από 1 Ιουλίου 1998.  Αν η επανεξέταση γινόταν προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση θα υπήρχε αποκρυσταλλωμένη η πραγματική αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Μπορεί δε η αρχαιότητα να αποκτούσε ιδιαίτερη πια σημασία αφού σε βαθμολογημένη αξία οι δυό τους ήταν περίπου ισοδύναμοι - κατά τα τελευταία επτά χρόνια το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε μόνο δύο «εξαίρετα» περισσότερο -  και τα προσόντα τους ήταν τα ίδια.

Το ερώτημα τώρα είναι το κατά πόσο η καθυστέρηση στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής αρχαιότητας του αιτητή εξαλείφει το υπέρ του ωφέλημα της αρχαιότητας ως στοιχείο κρίσης στην υπό αναφορά διαδικασία. Ο αιτητής προβάλλει ότι η εκ των υστέρων ανάδειξη της πραγματικότητας επιβάλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω πλάνης υπό την οποία τελούσε το διοικητικό όργανο.  Η Αρχή αντιτείνει ότι «το γεγονός της μετέπειτα αναδρομικής προαγωγής του Αιτητή ουδόλως ισοδυναμεί με πλάνη που να οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης πράξης».

Κατά την άποψη μου, υποψήφιος όπως ο αιτητής δεν μπορεί να μην έχει θεραπεία, με κάποιο τρόπο, ανάλογα με τις περιστάσεις.  Το νομικό σφάλμα το οποίο με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση καταλογίζεται στο διοικητικό όργανο και η εξ αιτίας του σφάλματος  προκύπτουσα χρονική διάσταση,  χωρίς υπαιτιότητα του υποψηφίου, δεν είναι δυνατόν να του αφαιρέσουν το δικαίωμα να κριθεί με βάση την ορθή πραγματική κατάσταση. Η μεταγενεστέρως αναδειχθείσα πραγματικότητα λειτουργεί αναδρομικά: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70.  Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει χωρίς νόμιμο έρεισμα.  Αυτή η κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση άλλων προβληθέντων λόγων ακύρωσης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο