ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 924
27 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΙΤΡΟΜΗΛΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 946/2002)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ζητήματα τεχνικής φύσεως ― Ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη και της διοίκησης και δεν ελέγχονται ακυρωτικώς.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας η μέθοδος αναγωγής των βαθμολογιών που εισάγει το Άρθρο 12(1) του περί Διεξαγωγής των Εισαγωγικών εξετάσεων για τα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Κύπρου και της Ελλάδας Νόμου αρ. 180(Ι)/2000.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έλεγχος αντισυνταγματικότητας νόμου ― Διενεργείται μόνο όταν μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση της διοικητικής διαφοράς, που δημιουργείται με την προσφυγή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας δεν μπορούσαν να τον ωφελήσουν.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης με την οποία του προσεφέρθη θέση στην Φαρμακευτική Σχολή Θεσσαλονίκης, αντί σε Ιατρικές Σχολές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Κατ' αρχήν τα εγειρόμενα θέματα είναι τεχνικής φύσεως, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτου και της διοίκησης. Το μέτρο της αναγωγής της βαθμολογίας επηρεάζει όλους τους υποψηφίους και όχι μόνο τον αιτητή. Για όλους τους υποψηφίους ο νόμος προβαίνει σε ομοιόμορφη αναγωγή της βαθμολογίας. Έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι προσβάλλεται η αρχή της ισότητας και κατ' επέκταση το δικαίωμα της εκπαίδευσης.
Εν πάση περιπτώσει, όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας δεν τον ωφελούν. Η κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού δεν θα εξασφαλίσει την επιθυμητή θεραπεία για τον αιτητή. Χρειάζεται αντικατάσταση του νόμου για να τύχει «δικαίωσης» ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Nicos Demetriou Services Ltd. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 371.
Προσφυγή.
Α. Ταμάσιος, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση με ημερομηνία έκδοσης την 27η Ιουλίου 2002 (Παράρτημα Α) με την οποία προσφέρουν στον Αιτητή θέση στην Φαρμακευτική Σχολή Θεσσαλονίκης αντί στην Ιατρική Σχολή ή Ιατρικές Σχολές, ως εδικαιούτο με βάση τα πραγματικά αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων του, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.»
Ο αιτητής στις 25.2.2002 υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στις εξετάσεις για διεκδίκηση θέσης στα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που οργανώνει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Ο αιτητής στην αίτηση του έδωσε την προτίμηση του με σειρά προτεραιότητας τους Κύκλους Σπουδών Ιατρικού, Φαρμακευτικού και Ιατρικού ΤΕΙ.
Οι πιο πάνω εξετάσεις έγιναν από τις 20.6.2002 μέχρι τις 6.7.2002.
Η βαθμολόγηση των γραπτών έγινε με βάση το Άρθρο 11 του περί Διεξαγωγής των Εισαγωγικών Εξετάσεων για τα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Κύπρου και της Ελλάδας Νόμου (Ν. 180(1)/2000). Στις αρχικές βαθμολογίες των γραπτών των υποψηφίων έγινε, σύμφωνα με το Άρθρο 12, αναγωγή με βάση στατιστικό τύπο που αναφέρεται στο Παράρτημα 3 του εν λόγω νόμου.
Σύμφωνα με την κατάταξη των υποψηφίων και τη βαθμολόγηση τους ο αιτητής κατελάμβανε θέση στο Τμήμα της Φαρμακευτικής Σχολής Αθηνών αντί μιας εκ των θέσεων της Ιατρικής Σχολής.
Ο αιτητής προβάλλει ένα και μόνο λόγο ακυρότητας. Ότι η μέθοδος της αναγωγής των βαθμολογιών των υποψηφίων με βάση το Άρθρο 12(1) του Ν. 180(1)/2000 και το παράρτημα 3 του νόμου είναι, κατά τον αιτητή, αντισυνταγματική γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας και το κατοχυρωμένο δικαίωμα της εκπαίδευσης και εργασίας.
Το Άρθρο 12(1) του Νόμου έχει ως εξής:-
«12.-(1) Οι βαθμολογίες των γραπτών των υποψηφίων στα διάφορα μαθήματα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν όπως είναι, γιατί δεν έχουν κοινό μέτρο σύγκρισης. Για να το αποκτήσουν γίνεται αναγωγή των αρχικών βαθμολογιών σε νέα κλίμακα με βάση στατιστικό τύπο και πρακτικές, όπως αναφέρεται στο Παράρτημα 3. Στους υποψηφίους ανακοινώνονται μόνο οι ανηγμένες βαθμολογίες.»
Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του αιτητή προσπάθησαν με τη γραπτή τους αγόρευση να αποδείξουν ότι η μέθοδος που προνοείται στο Άρθρο 12(1) του νόμου για την αναγωγή των βαθμολογιών σε ενιαία βάση είναι άδικη γιατί προσβάλλει την αρχή της ισότητας και κατ' επέκταση τα κατοχυρωμένα δικαιώματα της εκπαίδευσης και της εργασίας.
Κατ' αρχήν παρατηρώ ότι τα θέματα αυτά είναι τεχνικής φύσεως, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτου και της διοίκησης. Το μέτρο της αναγωγής της βαθμολογίας επηρεάζει όλους τους υποψηφίους και όχι μόνο τον αιτητή. Για όλους τους υποψηφίους ο νόμος προβαίνει σε ομοιόμορφη αναγωγή της βαθμολογίας. Έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι προσβάλλεται η αρχή της ισότητας και κατ' επέκταση το δικαίωμα της εκπαίδευσης.
Εν πάση περιπτώσει, όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας δεν τον ωφελούν. Η κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού δεν θα εξασφαλίσει την επιθυμητή θεραπεία για τον αιτητή. Χρειάζεται αντικατάσταση του νόμου για να τύχει «δικαίωσης» ο αιτητής. Στην απόφαση της Ολομέλειας Nicos Demetriou Services Ltd. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 371, στις σελίδες 376-378, αναφέρονται τα εξής:-
«Ποιό, όμως, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της διαπίστωσης πως ορισμένη νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική; Οι εφεσείοντες και πρωτοδίκως υπέδειξαν πως «οι επίδικες διατάξεις, ως αντισυνταγματικές, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν από τον Έφορο» και πράγματι η κρίση πως ορισμένη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική οδηγεί στη μη εφαρμογή της στην περίπτωση. Όμως η μη εφαρμογή του Άρθρου 35Α(1) δεν θα βελτίωνε τη θέση των εφεσειόντων. Γι' αυτούς το Άρθρο 35Α(1), δηλαδή η ευνοϊκή μεταχείριση που προβλέπει, αφήνει άθικτη την κατά τα άλλα φορολογική τους υποχρέωση. Βελτίωση της θέσης των αιτητών θα επέφερε νομοθετική ρύθμιση άλλου περιεχομένου αλλά δεν είναι δυνατό να επέλθει νομοθετική ρύθμιση άλλου περιεχομένου αλλά δεν είναι δυνατό να επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα με τη δικαστική απόφαση. Η κρίση πως ορισμένη διάταξη είναι αντισυνταγματική δεν επάγεται αντικατάσταση της, κατά τρόπο θετικό, με άλλη, διαφορετικού περιεχομένου, καθοριστικού δικαιωμάτων. Επομένως, δεν προκύπτει ως ανάγκη η επίλυση του συνταγματικού ζητήματος που τέθηκε σε σχέση με την αρχή της ισότητας. Τα πιο κάτω από την απόφαση της Ολομέλειας που εκδώσαμε στην Dias United Publishing Co. Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 είναι ευθέως σχετικά:
«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου, σελ. 1040) ο Δικαστής «δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ....», ο δε «έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία.».
..............................................................................................................
Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δεν θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς την πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.»
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.