ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 896
22 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΑΘΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 85/2004)
Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διαθεσιμότητα ― Προϋποθέσεις επιστροφής των απολαβών υπαλλήλου που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια που αυτός ευρισκόταν σε διαθεσιμότητα ― Άρθρο 85(4) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2003 ― Εφαρμογή της διάταξης στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή του, ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. με την οποία αναβλήθηκε η εξέταση του θέματος της επιστροφής ή μη των απολαβών του, που είχαν κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του για μετά την ολοκλήρωση των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν εναντίον του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στο Άρθρο 85(4) προνοείται ότι αν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του.
Η απόφαση για επιστροφή ή μη μέρους ή ολόκληρων των αποδοχών που αποκόπηκαν λόγω της διαθεσιμότητας, δεν συναρτάται με την άρση της διαθεσιμότητας, αλλά, με τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας ή της ποινικής υπόθεσης.
Στην παρούσα υπόθεση η εκδίκαση των εναντίον του αιτητή υποθέσεων δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Ενώ η ποινική υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, η πειθαρχική δίωξή του δεν μπορεί να αρχίσει, γιατί, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 77, καμιά πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί εναντίον υπάλληλου αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του, μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος και εφ' όσον βέβαια η πειθαρχική δίωξη έχει σχέση με την ποινική δίωξη.
Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση της εξέτασης του ενδεχόμενου επιστροφής των ποσών που αποκόπηκαν, δεν είναι η άρση της διαθεσιμότητας, αλλά η ολοκλήρωση των εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον του υπαλλήλου.
2. Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι εντελώς αναιτιολόγητη. Η αιτιολόγηση βρίσκεται μέσα στις πρόνοιες του Νόμου και τίποτε περισσότερο δεν χρειαζόταν.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 266.
Μαλιώτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 227.
Προσφυγή.
Μ. Βορκάς, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη των καθ' ων η αίτηση που του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 18.11.2003 και σύμφωνα με την οποία το θέμα των απολαβών που του κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, θα εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούν εναντίον του, είναι άκυρη.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 25.10.2001, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε όπως ο αιτητής τεθεί σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών δυνάμει του Άρθρου 85(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2003. Είχε προηγουμένως διαταχθεί αστυνομική και πειθαρχική έρευνα που αφορούσε παράνομη εγγραφή ακινήτων και παράβαση οδηγιών, καθώς και υπέρβαση εξουσίας. Στην ίδια συνεδρία η Επιτροπή αποφάσισε όπως ο αιτητής κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του λαμβάνει το ½ των απολαβών του. Τελικά ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 16.1.2002, αφού πληροφορήθηκε ότι ο αιτητής είχε ήδη κατηγορηθεί και παραπεμφθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, αποφάσισε τη συνέχιση της διαθεσιμότητάς του μέχρι την τελική συμπλήρωση της ποινικής υπόθεσης. Με επιστολή του ημερ. 12.11.2003, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εισηγήθηκε προς την Επιτροπή, εν όψει του γεγονότος ότι οι υποθέσεις εναντίον του αιτητή βρίσκονταν ήδη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, άρση της διαθεσιμότητάς του. Η Επιτροπή συμφώνησε και στις 18.11.2003 αποφάσισε τον τερματισμό της διαθεσιμότητας του αιτητή. Αποφάσισε επίσης όπως το θέμα των απολαβών που του κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν εναντίον του.
Ο αιτητής ο οποίος επισημαίνει ότι η διαθεσιμότητά του διήρκεσε για την περίοδο από 25.10.2001 μέχρι 18.11.2003, αναφέρεται στο Άρθρο 85(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, σύμφωνα με το οποίο οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του υπαλλήλου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας. Υποστηρίζει ότι η αναστολή είσπραξης των απολαβών του ήταν αναπόσπαστα και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαθεσιμότητά του. Αφού λοιπόν η Επιτροπή αποφάσισε την άρση της, θα έπρεπε ταυτόχρονα να του επιστραφούν και οι απολαβές που του είχαν αποκοπεί.
Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, έχει εξουσία να αποφασίσει την επιστροφή ή μη μέρους των απολαβών που του είχαν αποκοπεί, μόνο αν αυτός βρισκόταν ένοχος, η δε διαθεσιμότητά του ήταν ακόμα σε ισχύ.
Τελικά, εισηγείται ότι το Άρθρο 85 του Νόμου δεν παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή να κατακρατεί τις απολαβές του μετά τον τερματισμό της διαθεσιμότητάς του. Η Επιτροπή είχε εξουσία να αποφασίσει την κατακράτηση των απολαβών του, μόνο αν αυτός εκρίνετο ένοχος από το ποινικό δικαστήριο το οποίο όμως, δεν έχει ακόμα βέβαια εκδικάσει την υπόθεση και καταδικάσει τον αιτητή. Έτσι, με τον τερματισμό της διαθεσιμότητάς του, ο αιτητής δικαιούται ολόκληρο το ποσό που θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα.
Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Στο Άρθρο 85(4) προνοείται ότι αν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του.
Η απόφαση για επιστροφή ή μη μέρους ή ολόκληρων των αποδοχών που αποκόπηκαν λόγω της διαθεσιμότητας, δεν συναρτάται από την άρση της διαθεσιμότητας, αλλά, από τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας ή της ποινικής υπόθεσης. Ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών του αν απαλλαγεί ή αν η έρευνα δεν αποδείξει πειθαρχική υπόθεση εναντίον του. Αν βρεθεί ένοχος, στην ποινική βέβαια υπόθεση εναντίον του, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα του επιστραφεί οποιοδήποτε μέρος τους.
Στην παρούσα υπόθεση η εκδίκαση των εναντίον του υποθέσεων δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Ενώ η ποινική υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, η πειθαρχική δίωξή του δεν μπορεί να αρχίσει, γιατί, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 77, καμιά πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί εναντίον υπάλληλου αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του, μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος και εφ΄ όσον βέβαια η πειθαρχική δίωξη έχει σχέση με την ποινική δίωξη.
Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση της εξέτασης του ενδεχόμενου επιστροφής των ποσών που αποκόπηκαν, δεν είναι η άρση της διαθεσιμότητας, αλλά η ολοκλήρωση των εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον του υπαλλήλου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έκαμε εκτενή αναφορά στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 266. Αρκεί να λεχθεί ότι στην υπόθεση αυτή περιλαμβάνεται απόσπασμα από την υπόθεση Μαλιώτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 227, στο οποίο επισημαίνεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της σχετικής πρόνοιας του Άρθρου 85(4) για επιστροφή μέρους των απολαβών του υπαλλήλου, είναι η καταδίκη του υπαλλήλου για πειθαρχικό αδίκημα.
Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι εντελώς αναιτιολόγητη. Η αιτιολόγηση βρίσκεται μέσα στις πρόνοιες του Νόμου και τίποτε περισσότερο δεν χρειαζόταν.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.