ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 839

5 Οκτωβρίου, 2004

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 393/2002)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεδικασμένο ― Κατά πόσο υφίστατο δεδικασμένο από προγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν με διάδικο τον αιτητή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την κατ' επανεξέταση προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το θέμα που τίθεται προς απόφαση είναι κατά πόσο ορθά η Ε.Δ.Υ. ερμήνευσε την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προηγηθείσες αναθεωρητικές εφέσεις, ότι με βάση ευρήματα στις εν λόγω υποθέσεις ο αιτητής θεωρείτο ότι δεν κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της «πολύ καλής γνώσης θεμάτων της πολιτικής αεροπορίας». 

Εφόσον πρόκειται περί επανεξέτασης της υπόθεσης μετά από ακυρωτική απόφαση, ισχύει η νομική αρχή ότι η νέα εξέταση θα πρέπει να γίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.

Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να εξεταστεί αν στην ακυρωτική απόφαση (Α.Ε. 2878, 2881, 2882) υπάρχει εύρημα ότι ο αιτητής (τότε ε.μ.) δεν έχει το προαναφερθέν προσόν της «πολύ καλής γνώσης θεμάτων της Πολιτικής Αεροπορίας».

Είναι φανερό ότι ο λόγος που επιτράπηκαν οι εφέσεις ήταν ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα όταν αποφάσιζε ότι το τότε ε.μ. Ιάκωβος Παπαδόπουλος κατείχε το εν λόγω προσόν της καλής γνώσης σε θέματα πολιτικής αεροπορίας και συναφώς υπήρχε το ενδεχόμενο πλάνης.  Πουθενά στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας  δεν υπάρχει εύρημα ότι ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος δεν έχει το εν λόγω προσόν, ούτως ώστε το θέμα να θεωρείτο δεδικασμένο, όπως το θεώρησε η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση της υπόθεσης εν προκειμένω.  Επομένως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποκλείσει εντελώς τον αιτητή από υποψήφιο στηρίχθηκε σε νομική πλάνη, παρερμηνεία δηλαδή της απόφασης της Ολομέλειας και γι' αυτό υπόκειται σε ακύρωση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1098,

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Δημοκρατία της Κύπρου μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

Προσφυγή.

Π. Πολυβίου με Αλ. Κουντουρή, για Ν. Παπαδόπουλο, για τον Aιτητή.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Α. Ευσταθίου - Νικολεττοπούλου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.), με την οποία προήχθηκε αναδρομικά από την 1/8/97 (μετά από επανεξέταση) στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (ε.μ.) Στέλιος Βασιλείου, της οποίας προαγωγής και ζητείται η ακύρωση.  Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3583 ημερ. 8/3/02 με αρ. γνωστοποίησης 1388.

Με την αίτηση του ο αιτητής διατυπώνει διάφορους λόγους γιατί η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.  Μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο και τους εκδοθέντες με βάση αυτό κανονισμούς, τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου.  Ισχυρίζεται επίσης ότι παράνομα δεν θεώρησαν τον αιτητή ως υποψήφιο για τη θέση και ότι εσφαλμένα παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή του έναντι του ε.μ. σε αξία, προσόντα, πείρα και αρχαιότητα.  Τέλος υπάρχει ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε με πλάνη ως προς το νόμο και τα πραγματικά γεγονότα και ότι στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας.

Οι καθ' ων η αίτηση τόσο με την ένσταση τους όσο και με τη γραπτή τους αγόρευση τους, όπως υποστηρίζουν με σχετική αγόρευση και η πλευρά του ε.μ. το νόμιμο και ορθό της απόφασης.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην προαγωγή του ε.μ. Στέλιου Βασιλείου, αντί του αιτητή, έχουν ως ακολούθως:

(1)  Ο αιτητής κατά ή περί την 25/7/97 είχε διοριστεί στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας (όπως και η προσβαλλόμενη) από την 1/8/97 ο οποίος όμως διορισμός ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αρχικά στις 24/6/99 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 821/97, 835/97 και 836/97.  Αιτητής στην 836/97 ήταν ο Στέλιος Βασιλείου, το ενδιαφερόμενο δηλαδή πρόσωπο στην παρούσα.  Ουσιαστικά η ακύρωση ήταν με βάση την προσφυγή 835/97 στην οποία αιτητής ήταν κάποιος Μιχάλης Αντωνίου ενώ οι προσφυγές 821/97 με αιτητή κάποιο Ιάκωβο Δημητρίου και η αρ. 836/97 με αιτητή το Στέλιο Βασιλείου, απορρίφθηκαν.

(2)  Ακολούθησαν οι Α.Ε. 2878, 2881 και 2882 με εφεσείοντες την Κυπριακή Δημοκρατία, το Στέλιο Βασιλείου και τον Ιάκωβο Δημητρίου, αντίστοιχα. Με απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 12/11/01 οι εφέσεις του Στέλιου Βασιλείου και του Ιάκωβου Δημητρίου πέτυχαν. 

(3)  Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν όπως η Ε.Δ.Υ. προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της πιο πάνω θέσης, που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Έτσι στις 17/12/01 εξέτασε το όλο θέμα υπό το φως της προαναφερθείσας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Α.Ε. 2878, 2881 και 2882 (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε.  Ενόψει των λόγων ακυρότητας η Ε.Δ.Υ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να θεωρήσει τον Παπαδόπουλο Ιάκωβο (αιτητή) ως υποψήφιο στα πλαίσια της επανεξέτασης αφού το δικαστήριο (Ολομέλεια) έκρινε (όπως το ερμήνευε η Ε.Δ.Υ.) ότι αυτός στερείτο του προσόντος της πολύ καλής γνώσης θεμάτων πολιτικής αεροπορίας.  Έτσι για σκοπούς επανεξέτασης θεώρησε ως υποψηφίους 8 άλλα άτομα εκτός από τον αιτητή. 

(4) Η Ε.Δ.Υ. ανέβαλε τη συνεδρία με σκοπό να ζητήσει ξανά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων αφού η προηγούμενη σύσταση ήταν υπέρ του αιτητή Ιάκωβου Παπαδόπουλου που τώρα αποκλείστηκε από υποψήφιος.  Έτσι στη συνεδρία της ημερ. 18/12/01 εξετάζοντας μεταξύ άλλων και το θέμα της κατοχής των προσόντων της πολύ καλής γνώσης θεμάτων πολιτικής αεροπορίας που προβλέπεται από την παραγρ. 3(2)(α) του σχεδίου υπηρεσίας και με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης στην οποία είχε προβεί η Ε.Δ.Υ. κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, διαπίστωσε ότι όλοι ικανοποιούσαν αυτό το προσόν.

(5) Αναφορικά με το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας εκτός από τους υποψηφίους εκείνους που κατά τεκμήριο κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν τούτο, με βάση τα στοιχεία που προσκόμισαν τέσσερεις από τους υποψηφίους (Βασιλειάδης Αντώνης, Δημητρίου Ιάκωβος, Παπανικολάου Ανδρέας και Περικλέους Χαράλαμπος) και από ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια προφορικής εξέτασης, κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν και αυτοί το προσόν αυτό.

Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρία και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων στου οποίου την κατοχή ήσαν οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων για όσους υποψήφιους ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι και αφού κλήθηκε να προβεί σε σύσταση, αυτός σύστησε τον Μιχαήλ Αντωνίου και αποχώρησε από τη συνεδρία.  Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και τη νέα σύσταση του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε ως τον καταλληλότερο τον Μιχαήλ Αντωνίου και του έκανε σχετική προσφορά.  Ο κ. Αντωνίου αποδέχθηκε αυτή υπό τον όρο ότι θα του καταβάλλετο και χρηματική αποζημίωση με την αναδρομική προσφορά προαγωγής του στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, διαφορετικά θα απέρριπτε την προσφορά.

(6) Η Ε.Δ.Υ αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει διορισμό ή προαγωγή υπό όρους. Έτσι ακύρωσε την προσφορά προς τον Μιχαήλ Αντωνίου και αφού επανεξέτασε το θέμα στις 19/2/02 κατά την οποία συνεδρία έλαβε υπόψη και επιστολή του αιτητή Ιάκωβου Παπαδόπουλου ημερ. 14/2/02, έκρινε ξανά πως δεν μπορεί να θεωρήσει τον αιτητή ως προσοντούχο υποψήφιο.  Ανάβαλε το θέμα για περαιτέρω συζήτηση στις 20/2/02.  Τώρα κάλεσε τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων για σκοπούς νέας σύστασης αφού η προηγούμενη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν υπέρ του Μιχάλη Αντωνίου.  Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής σύστησε τον Στέλιο Βασιλείου (ε.μ.) και αποχώρησε.  Τελικά η Ε.Δ.Υ. κατέληξε να επιλέξει τον κ. Στ. Βασιλείου (ε.μ.) και να του προσφέρει την προαγωγή αναδρομικά από την 1/8/97, ο οποίος και αποδέχθηκε την θέση.

(7) Σε νέα συνεδρία της η Ε.Δ.Υ. αργότερα την ίδια ημέρα (20/2/02) εξέτασε αίτημα από τον αιτητή (όπως τούτο υποβλήθηκε με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 19/2/02 την οποία έλαβε η Ε.Δ.Υ. στις 20/2/02) για επανεξέταση του όλου θέματος και η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ότι τα όσα εκεί αναφέρονται δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την απόφαση που ήδη λήφθηκε ενωρίτερα την ίδια μέρα. 

Μελέτησα τις αντίστοιχες γραπτές αγορεύσεις και τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων στο στάδιο των διευκρινίσεων.  Παρά την μακροσκελή παράθεση των γεγονότων, το θέμα που τίθεται προς απόφαση είναι πιο απλό και σύντομο:  Κατά πόσο δηλαδή ορθά η Ε.Δ.Υ. ερμήνευσε την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερθείσες αναθεωρητικές εφέσεις ότι με βάση ευρήματα στις εν λόγω υποθέσεις ο αιτητής θεωρείτο ότι δεν κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της «πολύ καλής γνώσης θεμάτων της πολιτικής αεροπορίας». 

Εφόσον πρόκειται περί επανεξέτασης της υπόθεσης μετά από ακυρωτική απόφαση ισχύει η νομική αρχή ότι η νέα εξέταση θα πρέπει να γίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.  (Βλ. μεταξύ άλλων Μίκης Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1098, Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία της Κύπρου μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037).

Στην τελευταία υπόθεση λέχθηκαν από το Νικολάου, Δ. τα εξής:

«Το ότι η επανεξέταση διενεργείται με αναφορά στο πραγματικό καθεστώς - το νομικό δεν απασχολεί εδώ - του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως βέβαια και των όποιων διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, αποτελεί το σταθερό σημείο από το οποίο θα προχωρήσουμε σε ανασκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την υπό εξέταση πτυχή του ζητήματος της προφορικής εξέτασης.  Επαναλήφθηκε άλλωστε εντελώς πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711, την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης Δ.»

Η υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (πιο πάνω) ασχολείται και με τη σημασία που έχει το δεδικασμένο της πρώτης (ακυρωτικής) απόφασης.  Στη σελ. 614 διαβάζουμε τα εξής:

«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη:  Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349Όπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:

«As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication."

Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:

«Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος ..............................................................................

Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του.  Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.  Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»

Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας.  Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο.  Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res judicata pro veritate accipitur (Dig. 15, 25), που συνδέθηκε με την αλήθεια των νομικών καταστάσεων.  Αξίζει να παραθέσουμε από τη μελέτη του καθηγητή Χρίστου Μπάκα στον τόμο «Δεδικασμένο» του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1989) στη σελ. 50 που φανερώνει τη διαχρονική αξία του δόγματος:

«Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της .............. Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση ................»

Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να εξεταστεί αν στην ακυρωτική απόφαση (Α.Ε. 2878, 2881, 2882) υπάρχει εύρημα ότι ο αιτητής (τότε ε.μ.) δεν έχει το προαναφερθέν προσόν της «πολύ καλής γνώσης θεμάτων της Πολιτικής Αεροπορίας».

Το αντικείμενο των προαναφερθεισών 3 αναθεωρητικών εφέσεων ήταν πολύ συνοπτικά, το εξής:

Με την Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, η Δημοκρατία αμφισβήτησε το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση υπέρ του Ιάκωβου Παπαδόπουλου.  Η Ολομέλεια συμφώνησε με το εύρημα αυτό και απέρριψε την έφεση της Δημοκρατίας. 

Με τις δυο άλλες εφέσεις 2881 και 2882 ((2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921) οι Στέλιος Βασιλείου (ε.μ.) στην παρούσα και Ιάκωβος Δημητρίου αντίστοιχα αμφισβήτησαν την κρίση της Ε.Δ.Υ. (που είχε γίνει δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο) ότι το τότε ε.μ. Ιάκωβος Παπαδόπουλος είχε «πολύ καλή γνώση θεμάτων της πολιτικής αεροπορίας».  Οι εφέσεις των Στέλιου Βασιλείου και Ιάκωβου Δημητρίου έγιναν δεκτές από την Ολομέλεια.  Παραθέτω ουσιώδη μέρη της απόφασης.

(α)  «Διαπιστώνουμε αιτία ακυρότητας αφού, ενόψει της εντελώς γενικής διατύπωσης στο πρακτικό της ΕΔΥ, με δοσμένο το γεγονός ότι ο τομέας της πολιτικής αεροπορίας είναι εξόχως εξειδικευμένος, ελλείπει οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η ΕΔΥ, δια μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε δικά της συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση.  Θεωρούμε ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, εγείρεται βασίμως ζήτημα ως προς την έρευνα που διεξάχθηκε και, συναφώς, ενδεχόμενο πλάνης

(β)  «Οι εφέσεις των Στ. Βασιλείου και Ι. Δημητρίου επιτυγχάνουν.  Ως προς το θέμα τους η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώνεται και με αναφορά στην κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του προσόντος της πολύ καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας.  Η έφεση της Δημοκρατίας απορρίπτεται..........»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ιδιαίτερα αν αυτά εξεταστούν κάτω από το φως των όσων αναφέρονται και στις σελίδες της απόφασης που αφορούν τις εφέσεις των Βασιλείου και Δημητρίου, ότι ο λόγος που επιτράπηκαν οι εφέσεις τους ήταν ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα όταν αποφάσιζε ότι το τότε ε.μ. Ιάκωβος Παπαδόπουλος κατείχε το εν λόγω προσόν της καλής γνώσης σε θέματα πολιτικής αεροπορίας και συναφώς υπήρχε το ενδεχόμενο πλάνης.  Πουθενά στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας υπάρχει εύρημα ότι ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος δεν έχει το εν λόγω προσόν ούτως ώστε το θέμα να θεωρείτο δεδικασμένο όπως το θεώρησε η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση της υπόθεσης μετά από την εν λόγω ακυρωτική απόφαση. Επομένως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποκλείσει εντελώς τον αιτητή από υποψήφιο στηρίχθηκε σε νομική πλάνη, παρερμηνεία δηλαδή της απόφασης της Ολομέλειας και γιαυτό υπόκειται σε ακύρωση.  Έπρεπε να θεωρηθεί ως υποψήφιος και να επανεξεταστεί, μεταξύ άλλων, αφού γινόταν η δέουσα έρευνα και διδόταν η δέουσα αιτιολογία (α) κατά πόσον κατείχε το εν λόγω προσόν, και (β) κατά πόσον ήταν ή όχι ο καταλληλότερος για διορισμό/προαγωγή.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Οι καθ' ων η αίτηση να καταβάλουν τα έξοδα του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο