ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 761
17 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΑΣΩΝΑΣ ΓΙΑΣΟΥΜΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 796/2002)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παραβίαση δεδικασμένου ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησης του λόγου αυτού ακυρώσεως στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Ευρεία διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία ― Παρά ταύτα χρειάζεται νόμιμη αιτιολογία για την παραγνώριση σοβαρής αρχαιότητας ― Δεν δόθηκε νόμιμη αιτιολογία στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την κατ' επανεξέταση αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι το Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 81/00, είχε προβεί σε εύρημα ότι «η εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων θέτει τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην ίδια περίπου μοίρα», τίθεται θέμα κατά πόσον ήταν κατάλληλη η περίπτωση για να αγνοηθεί η αρχαιότητα του αιτητή που εδώ ήταν ουσιαστική δηλαδή κάπου 8 χρόνια.
Στην απόφαση για παράκαμψή της λήφθηκε, μεταξύ άλλων, υπόψη και η σύσταση του διευθυντή την οποία όμως, το Δικαστήριο στην 81/00 έκρινε ότι δεν συνήδε με το περιεχόμενο των φακέλων.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του διευθυντή ήταν μεταξύ των λόγων που οδήγησαν την Ε.Δ.Υ. (πλειοψηφία) να παρακάμψει την ουσιαστική αρχαιότητα του αιτητή, προκύπτει ότι η απόφασή της λήφθηκε ενάντια του δεδικασμένου στην προσφυγή 81/00 και γιαυτό υπόκειται σε ακύρωση.
2. Δεν παραγνωρίζεται η νομική αρχή όπως έχει εμπεδωθεί από τη νομολογία ότι όταν πρόκειται περί πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. (ή άλλου διορίζοντος ή προάγοντος οργάνου) είναι πολύ ευρεία. Όμως σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που ο αιτητής όσον αφορά την αξία είχε κριθεί περίπου της ίδιας αξίας με τα ε.μ., η αιτιολογία γιατί να παραγνωριστεί μια αρχαιότητα 8 περίπου ετών έπρεπε να είναι νόμιμη. Εδώ ένας από τους λόγους που προτιμήθηκαν τα ε.μ. ήταν η σύσταση του διευθυντή, κάτι που με βάση την απόφαση στην υπόθεση 81/00 δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,
Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1098,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Δημοκρατία της Κύπρου μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 ,
Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 105.
Προσφυγή.
Ν. Παρτασίδου για Α. Τριανταφυλλίδη, για τον Aιτητή.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Eνδιαφερόμενο μέρος 1 - Χρ. Κτωρίδη.
Μ. Γ. Πικής, για το Eνδιαφερόμενο μέρος 2 - Στ. Παπανικολάου.
�
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή, κατόπιν επανεξέτασης, των Στέφανου Ν. Παπανικολάου και Χριστόδουλου Κτωρίδη στην Μόνιμη Θέση, Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, αναδρομικά από τις 5/12/97. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 26/7/02 ως ακολούθως: «.....οι πιο κάτω οι οποίοι είχαν προαχθεί αναδρομικά από τις 15/12/97 στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης (Γνωστοποίηση αρ. 3 της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας με αρ. 3380 και ημερ. 7/1/00 και των οποίων αργότερα η πιο πάνω προαγωγή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, προάγονται στην ίδια θέση αναδρομικά από τις 15/12/1997».
Ο αιτητής με την αίτησή του προβάλλει 21 νομικούς λόγους για την ακύρωση των εν λόγω προαγωγών οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή ενέργειες, ενδιάμεσες και/ή προπαρασκευαστικές εκδόθηκαν κατά παράβαση του Συντάγματος, των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί) των Κανονισμών καθώς και του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και/ή με κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας παραγνωρίζοντας την έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερόμένων μερών.
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, με πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα και δημιουργεί δυσμενή διάκριση του αιτητή ο οποίος ήταν και ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή.
(γ) Στερείται οποιασδήποτε νόμιμης ή επαρκούς αιτιολογίας και λήφθηκε ενάντια με την αρχή της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου. Αντίθετα λήφθηκε με παράνομες μεθοδεύσεις και με σκοπό να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς και ενάντια των αρχών της επανεξέτασης.
Οι καθ' ων η αίτηση με την καταχωρηθείσα ένταση τους υποστηρίζουν το νόμιμο της επίδικης απόφασης. Από την αίτηση και ένσταση φαίνεται ότι στα γεγονότα της υπόθεσης δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Αυτά έχουν ως ακολούθως:
1. Στις 15/12/97 η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) προήγαγε στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης από την ίδια μέρα τα προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής είχε καταχωρήσει τότε την προσφυγή 297/98 η οποία και είχε επιτύχει αφού κρίθηκε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στερείται αιτιολογίας ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Χριστάκη Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485.
2. Στις 12/1/99 με νέα της απόφαση η Ε.Δ.Υ. αφού επανεξέτασε το θέμα κατέληξε και επαναπροήξε αναδρομικά από τις 15/12/97 τα ίδια ε.μ.
3. Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 81/00 κατά την οποία στις 26/4/02 ακυρώθηκαν εκ νέου οι εν λόγω προαγωγές με το εξής σκεπτικό: «Δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή και εφόσον η καθής η αίτηση αντί να την παραγνωρίσει την έλαβε αποφασιστικά υπόψη, αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακυρότητα λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας και την απόφαση της Ε.Δ.Υ».
4. Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί), η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της με ημερ. 15/5/02 (θέμα Β.(1)(3) των πρακτικών) αποφάσισε όπως ειδοποιηθούν τα ε.μ. ότι επανέρχονται στη θέση που κατείχαν πριν την προαγωγή τους, δηλαδή στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας και Οίκησης.
5. Οι δικηγόροι του αιτητή με επιστολή ημερ. 16/5/02 προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Ε.Δ.Υ. αναφέρονται και σχολιάζουν την ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 81/00 ημερ. 26/4/02 και καλούν την Ε.Δ.Υ. να προάξει τον αιτητή στην επίδικη θέση εφόσον κατά την άποψη τους αυτό υποστηρίζουν οι κρίσεις και διαπιστώσεις που καταγράφονται στη δικαστική απόφαση, το περιεχόμενο του δοικητικού φακέλου, ο νόμος και η νομολογία.
6. Ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. με επιστολή ημερ. 26/5/02 απαντά στους δικηγόρους του αιτητή πως το περιεχόμενο της επιστολής τους, ημερ. 16/5/02, σημειώθηκε και θα ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση της υπόθεσης.
7. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της με ημερ. 18/5/02 (Β.(Ω)(2) των πρακτικών) προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας που παρέμειναν κενές ύστερα από την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία έκρινε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο τα ε.μ. υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει ξανά προαγωγή στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας αναδρομικά από τις 15/12/97. Tα ε.μ. αποδέχθηκαν την προσφορά και έτσι η σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/7/02 όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω. Στις 2/9/02 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
�
Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε με βάση τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων αλλά και τις προφορικές διευκρινίσεις στις οποίες είχαν την ευκαιρία να προβούν.
Οι αγορεύσεις ήσαν, μπορώ να πω, μακροσκελείς, ιδιαίτερα αυτές του αιτητή (αρχική και απαντητική). Θα προσπαθήσω να μην επεκταθώ ανάλογα.
Το θεωρώ σκόπιμο όπως παραθέσω στην παρούσα το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση της υπόθεσης σημειώνοντας ότι τελικά η απόφαση τους να προάξουν ξανά τα ίδια πρόσωπα δηλαδή τα ε.μ. ήταν κατά πλειοψηφία (3 υπέρ και 2 εναντίον) αφού οι δύο επέλεξαν τον αιτητή και το ένα από τα ε.μ. τον Χριστόδουλο Κτωρίδη.
Κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η Ε.Δ.Υ. ανάφερε, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μελέτησε την πιο πάνω απόφαση, σύμφωνα με την οποία η σύσταση του Διευθυντή ήταν τρωτή και εφ' όσον η Επιτροπή αντί να την παραγνωρίσει την έλαβε σοβαρά υπόψη, αναπόφευκτα, αυτή συμπαρασύρει σε ακυρότητα λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας και την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Προτού προχωρήσει η Επιτροπή σε επανεξέταση, ενώπιον της τέθηκε η επιστολή ημερομηνίας 16.5.02 του δικηγόρου του Ιάσωνος Γιασουμή, Α. Τριανταφυλλίδη και Υιοί, η οποία αναφέρεται στα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή με αρ. 81/00 αλλά και σε επιστολή-ένσταση του Γιασουμή προς το Διευθυντή του Τμήματος και την ομάδα αξιολόγησης με ημερομηνία 27.4.98, που βρίσκεται στο Φάκελο των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων του και που αφορά, μεταξύ άλλων, και την ετήσια έκθεση του για το έτος 1996. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονται στην επιστολή του δικηγόρου του Γιασουμή, πλην όμως η επιστολή-ένσταση ημερομηνίας 27.4.98 δεν εξετάστηκε αφού υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, ένα χρόνο μετά που η Ετήσια Υπηρεσιακή Έκθεση λήφθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ενόψει της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο θέσεων Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, που παραμένουν κενές, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης των θέσεων.
Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης και οι οποίοι είναι οι πιο κάτω, που λήφθηκαν υπόψη και κατά την αρχική εξέταση του θέματος:
1. Αβρααμίδου Ευτυχία
2. Γιασουμής Ιάσων
3. Κτωρίδης Χριστόδουλος
4. Κυριακίδης Χρίστος
5. Κωνσταντίνου-Σχίζα Ανδρεούλα
6. Παπανικολάου Στέφανος
7. Σεργίδης Χριστάκης
Στη συνέχεια ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προσήλθε ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, κ. Γιάννος Παπαδόπουλος, ο οποίος προχώρησε σε νέα σύσταση:
«Έλαβα υπόψη μου τα ευρήματα της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρομαι στον ουσιώδη χρόνο και αναφέρω ότι και οι επτά υποψήφιοι είναι ανώτεροι λειτουργοί στο Τμήμα, εξ ου και έχω προσωπική γνώση των ιδίων και της εργασίας τους κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ως Διευθυντής. Λαμβάνω υπόψη μου τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - συνεκτιμώ την αξιολόγηση που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή τους Κτωρίδη Χριστόδουλο και Παπανικολάου Στέφανο.»
Στο σημείο αυτό ο Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.
Στη συνέχεια η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Επίσης η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, όπως αυτή παρατίθεται πιο κάτω:
1. ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ Ευτυχία: Σχεδόν παρα πολύ καλή. Ψηλό επίπεδο γνώσεων και ενήμερη των σύγχρονων τάσεων στα πολεοδομικά θέματα. Επικοινωνεί άνετα, τεκμηριώνει τις θέσεις της, αλλά στην προσπάθεια της να ολοκληρώσει τις σκέψεις της, ενίοτε πλατειάζει. Ευγενής και θετική προσωπικότητα.
2. ΓΙΑΣΟΥΜΗΣ Ιάσων: (Πλειοψηφία: Πρόεδρος κ.κ. Αναστασίου, Στυλιανού): Πολύ καλός+. Πολύ καλές γνώσεις θεμάτων που αφορούν άμεσα το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, αλλά υστέρησε σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος. Άνετος στη διατύπωση θέσεων, ενίοτε όμως επαμφοτερίζει. Ευχάριστη και άνετη προσωπικότητα.
(Μειοψηφία: κ.κ. Δημητρίου, Θεοφίλου). Παρα πολύ καλός. Ψηλό επίπεδο γνώσεων. Εκφράζεται με άνεση, αιτιολογεί και ολοκληρώνει τις απόψεις του. Ευγενής και ήπιος.
3. ΚΤΩΡΙΔΗΣ Χριστόδουλος: Σχεδόν εξαίρετος. Έχει εξαίρετες γνώσεις σ' ότι αφορά θέματα πολεοδομίας και διοίκησης. Εκφράζεται με άνεση. Δίνει λακωνικές αλλά ορθές απαντήσεις. Σοβαρός, θετικός με αυτοπεποίθηση.
4. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Χρίστος: Σχεδόν πολύ καλός. Στο γνωστικό αντικείμενο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα για το επίπεδο της θέσης που διεκδικεί, ιδιαίτερα στον τομέα της διοίκησης και νομοθεσίας. Επικοινωνεί αρκετά άνετα, όχι όμως με πειστικότητα. Ευγενής, χωρίς όμως αυτοπεποίθηση.
5. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ-ΣΧΙΖΑ Ανδρεούλα: Πολύ καλή+ Απάντησε ικανοποιητικά σε θέματα πολεοδομίας όχι όμως σε θέματα διοίκησης και νομοθεσίας. Εκφράζεται με άνεση και σαφήνεια, δεν τεκμηριώνει όμως τις θέσεις της με επάρκεια. Ευγενής και θετική.
6. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Στέφανος: Σχεδόν εξαίρετος. Έχει εξαίρετες γνώσεις στον τομέα του και είναι ενήμερος των σύγχρονων αντιλήψεων σε θέματα πολεοδομίας. Επικοινωνεί με άνεση και σαφήνεια. Ευγενής, ευχάριστος και θετικός.
7. ΣΕΡΓΙΔΗΣ Χριστάκης: Σχεδόν πάρα πολύ καλός. Ψηλό επίπεδο γνώσεων. Εκφράζεται άνετα αλλά ενίοτε αμφιταλαντεύεται και δύσκολα έπαιρνε σαφή θέση στα προβλήματα που τέθηκαν. Ευχάριστη και άνετη προσωπικότητα.
Όσον αφορά τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το σύνολο των Εκθέσεων τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που υποβλήθηκαν για το 1990, η Επιτροπή τις προσήγγισε με βάση τη σχετική απόφαση που πήρε στη συνεδρία της με ημερομηνία 2.7.97 (Θέμα Ω(1) των πρακτικών), στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα τους, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή για τον Κτωρίδη Χριστόδουλο και Παπανικολάου Στέφανο.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή επέλεξε τους παρακάτω υποψηφίους και αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, αναδρομικά από 15.12.97, ημερομηνία που ίσχυε ο διορισμός ο οποίος ακυρώθηκε:
1. ΚΤΩΡΙΔΗ Χριστόδουλο (ομόφωνα)
2. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Στέφανο (κατά πλειοψηφία, Πρόεδρος και κ.κ. Αναστασίου και Στυλιανού)
Επιλέγοντας τους Κτωρίδη και Παπανικολάου, η πλειοψηφία σημείωσε ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των ετήσιων αξιολογήσεων των υποψηφίων, και την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι όλοι περίπου είναι της ίδιας αξίας, αλλά και το γεγονός ότι διαθέτουν μεταπτυχιακό προσόν στην Πολεοδομία, το οποίο οι ανθυποψήφιοι τους δεν κατέχουν, και διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν, ότι βαθμολογήθηκαν ψηλότερα στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, αξιολογήθηκαν επίσης ψηλότερα και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, επιπλέον, έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας τους Κτωρίδη και Παπανικολάου, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο υποψήφιος Γιασουμής Ιάσωνας υπερέχει αυτών σε αρχαιότητα όπως και το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ποιότητα και την έκταση της πείρας του. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, και μάλιστα από τις πιο ψηλές στην ιεραρχία του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, όπου, σύμφωνα και με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην αρχαιότητα πρέπει να αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, καθώς και το ότι οι επιλεγέντες υπερέχουν του Γιασουμή σε προσόντα καθότι διαθέτουν μεταπτυχιακό προσόν στην Πολεοδομία, βαθμολογήθηκαν ψηλότερα τόσο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και έχουν επίσης υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, η πλειοψηφία της Επιτροπής έκρινε ότι η αρχαιότητα του Γιασουμή δεν μπορεί από μόνη της να αντισταθμίσει την υπεροχή των δύο επιλεγέντων.
Τα Μέλη κ.κ. Δημητρίου και Θεοφίλου επέλεξαν ως καταλληλότερους για τις υπό πλήρωση θέσεις τους Γιασουμή Ιάσωνα και Κτωρίδη Χριστόδουλο.
Αιτιολογώντας την απόφαση τους για επιλογή του Γιασουμή, οι κ.κ. Δημητρίου και Θεοφίλου σημείωσαν ότι ο υποψήφιος αυτός είναι ισοδύναμος σε αξία των λοιπών υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αλλά και την απόφαση του Δικαστηρίου, διαθέτει ευρύτερη πείρα, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στην αξία του, διαθέτει το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν και υπερέχει σημαντικά σε αρχαιότητα (οκτώ τουλάχιστο χρόνια στην παρούσα θέση). Τα δύο Μέλη σημείωσαν επίσης ότι ο Γιασουμής δεν υστέρησε ουσιωδώς στην αξιολόγηση τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Επιλέγοντας τον Κτωρίδη, οι κ.κ. Δημητρίου και Θεοφίλου έλαβαν υπόψη ότι δεν υστερεί των ανθυποψηφίων του σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, δεν υστερεί σε προσόντα, διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν, υπερέχει όλων (πλην του Γιασουμή για τον οποίο έγινε ειδική αναφορά πιο πάνω) σε αρχαιότητα και δεν υστερεί ή/και υπερέχει στις αξιολογήσεις τόσο ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»
Επανεξέταση υπόθεσης μετά από ακυρωτική απόφαση - νομική πτυχή
Στην υπόθεση Μίκης Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1098 σελ. 1105 η Ολομέλεια (7 δικαστές) του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε απόφαση που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η αρχή ότι τα Διοικητικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη προσφυγή στην οποία αφορά, είναι νομολογιακά θεμελιωμένη. Πρόσφατη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου δικαστηρίου στην υπόθεση Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147 στην οποία γίνεται συζήτηση του θέματος με πλήρη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα ουσιώδες απόσπασμα:
«Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία, είναι δεσμευτικές επί όλων των οργάνων και αρχών της Δημοκρατίας (δες Άρθρο 146.5 του Συντάγματος) και όλα τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα στην απόφαση.»
(Δες επίσης την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Καστελλάνου (1988) 3 Α.Α.Δ. 2249).
Στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 σελ. 609 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου ξεκίνησε αυτή ως εξής:
«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης. Όπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφήρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της. Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.
Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη. Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης. Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.»
Στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Α.Δ. (11 δικαστές) Δημοκρατία της Κύπρου μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 ο Νικολάου Δ., εκδίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας (6 δικαστές) αναφέρει τα εξής
«Το ότι η επανεξέταση διενεργείται με αναφορά στο πραγματικό καθεστώς - το νομικό δεν απασχολεί εδώ - του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως βέβαια και των όποιων διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, αποτελεί το σταθερό σημείο από το οποίο θα προχωρήσουμε σε ανασκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την υπό εξέταση πτυχή του ζητήματος της προφορικής εξέτασης. Επαναλήφθηκε άλλωστε εντελώς πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711, την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης Δ.»
Οι αρχές αυτές ενσωματώνονται και στο Άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158 (1)/99).
Ενόψει του γεγονότος ότι είναι η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφ. αρ. 81/00 παραγνώρισε ευρήματα του δικαστηρίου ενάντια της αρχής του δεδικασμένου, παραθέτω εδώ το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα υπόθεση Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, σελ. 614:
«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Όπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:
«As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication."
Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατία (1998) 4 Α.Α.Δ. 7 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:
«Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος ..............................................................................
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»
Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας. Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο. Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res judicata pro veritate accipitur (Dig. 15,25), που συνδέθηκε με την αλήθεια των νομικών καταστάσεων. Αξίζει να παραθέσουμε από τη μελέτη του καθηγητή Χρίστου Μπάκα στον τόμο «Δεδικασμένο» του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1989) στη σελ. 50 που φανερώνει τη διαχρονική αξία του δόγματος:
«Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της .............. Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση ................»
Η θέση της πλευράς του αιτητή ήταν ότι στην ακυρωτική απόφαση στην προσφ. αρ. 81/00 υπήρχαν τα ακόλουθα ευρήματα τα οποία η Ε.Δ.Υ. (απόφαση πλειοψηφίας) δεν μπορούσε να παρακάμψει.
Σελ. 9
«Ο αιτητής υπερέχει έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων σε αρχαιότητα πέραν των 7 ετών»
Σελ. 12
«Όπως έχω ήδη διαπιστώσει, η εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, θέτει τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην ιδια περίπου μοίρα. Μάλιστα στους συγκεκριμένους τομείς στους οποίους σύμφωνα με τον προϊστάμενο του τμήματος υστερεί ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί σε ανύποπτο χρόνο με τον βαθμό «Εξαίρετος».
Δεδομένης της αρχαιότητας του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων, διαβλέπω στη στάση του Διευθυντή προσπάθεια να αλλοιώσει εις βάρος του αιτητή την εξαίρετη υπηρεσιακή του εικόνα, να εξουδετερώσει το προβάδισμα που του παρέχει η αρχαιότητα, να μειώσει τις διεκδικήσεις του για προαγωγή και να επαυξήσει εκείνες των ενδιαφερομένων προσώπων. Είναι λοιπόν η διαπίστωση μου ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων.»
Σελ. 14
«Λόγω του χαρακτηρισμού της σύστασης ως «αιτιολογημένης» και της ρητής υιοθέτησης της από τα τρία μέλη της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά τις ιδιότητες που διακρίνουν τους δύο επιλεγέντες, κρίνω ότι η τελική επίδραση στα μέλη αυτά υπήρξε καθοριστική και αποτέλεσε ένα από τους αποφασιστικούς παράγοντες που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ της επιλογής τους. Επιπρόσθετα σημειώνω ότι δεν δίδεται επαρκής αιτιολογία προς υποστήριξη της τελικής δήλωσης τους ότι «θα κατέληγαν στην επιλογή των Κτωρίδη και Παπανικολάου και χωρίς τη σύσταση του Διευθυντή».
Σελ. 15
«Δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω, η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή και εφόσον η καθής η αίτηση αντί να την παραγνωρίσει την έλαβε αποφασιστικά υπόψη, αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακυρότητα, λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας και την απόφαση της Ε.Δ.Υ.»
Κατά την επανεξέταση προσέχουμε ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης έδωσε νέα σύσταση την οποία ήδη παρέθεσα πιο πάνω και αποχώρησε από τη συνεδρία. Σύστησε ξανά τα ίδια πρόσωπα δηλαδή τα ε.μ. Προχωρώντας η Ε.Δ.Υ. στην αξιολόγηση τους και κατά τις προφορικές συνεντεύξεις χαρακτήρισε τον αιτητή ως «πολύ καλό» κατά πλειοψηφία και ως «παρα πολύ καλό» κατά μειοψηφία. Τα δε ε.μ. ομόφωνα ως «σχεδόν εξαίρετος».
Η Ε.Δ.Υ. αναφέρει ότι στην απόφαση της έλαβε υπόψη: (α) το σύνολο των ετήσιων αξιολογήσεων των υποψηφίων, (β) την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι όλοι περίπου είναι της ίδιας αξίας, (γ) το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα και (δ) το εύρημα «για την ποιότητα και την έκταση της πείρας του» και καταλήγει ότι εφόσον πρόκειται περί πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής από τις ψηλά μάλιστα θέσεις στην ιεραρχία «όπου σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αρχαιότητα πρέπει να δίνεται περιορισμένη βαρύτητα» να επιλέξει τα ε.μ. αφού «υπερέχουν του Γιασουμή σε προσόντα διότι διαθέτουν μεταπτυχιακό προσόν στην Πολεοδομία» και έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή.
Στο πιο πάνω σκεπτικό-αιτιολογία βρίσκω κάποια αντίφαση. Ενώ λέγουν ότι δέχονται και εφαρμόζουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση 81/00, επανέρχονται και δέχονται τη σύσταση του Διευθυντή για τα ε.μ. την οποία όμως σύσταση το Δικαστήριο είχε κρίνει ως τρωτή διότι ήταν αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων (βλέπε απόφαση).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο στην 81/00 είχε προβεί σε εύρημα ότι «η εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων θέτει τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην ίδια περίπου μοίρα» τότε τίθεται θέμα κατά πόσον ήταν κατάλληλη η περίπτωση για να αγνοηθεί η αρχαιότητα του αιτητή που εδώ ήταν ουσιαστική δηλαδή κάπου 8 χρόνια.
Στην απόφαση για παράκαμψη της λήφθηκε, μεταξύ άλλων, υπόψη και η σύσταση του διευθυντή την οποία όμως, όπως ήδη ανέφερα, το Δικαστήριο στην 81/00 έκρινε ότι δεν συνήδε με το περιεχόμενο των φακέλων. Τι άλλαξε στο περιεχόμενο των φακέλων που να δικαιολογείτο ξανά η σύσταση δεν εξηγείται, αλλά ούτε και μπορώ να σκεφθώ αφού κατά την επανεξέταση εφαρμόζεται το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του διευθυντή ήταν μεταξύ των λόγων που οδήγησαν την Ε.Δ.Υ. (πλειοψηφία) να παρακάμψει την ουσιαστική αρχαιότητα του αιτητή, καταλήγω ότι η απόφαση της λήφθηκε ενάντια του δεδικασμένου στην προσφυγή 81/00 και γιαυτό υπόκειται σε ακύρωση.
Στην αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του ε.μ.2 (σελ. 9 και 10) προβάλλεται ισχυρισμός ότι μερικά ευρήματα και/ή αναφορές του προηγούμενου δικαστηρίου στην υπόθεση 81/00 δε συνάδουν με το περιεχόμενο των φακέλων. Όμως το Δικαστήριο τούτο δεν ενεργεί ως Εφετείο για σκοπούς αναθεώρησης των ευρημάτων του εν λόγω δικαστηρίου τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί με έφεση. Επομένως, εφόσον το προηγούμενο δικαστήριο έχει προβεί σε εύρημα ότι η σύσταση του διευθυντή για τα ε.μ. δεν δικαιολογείτο από τους φακέλους, αυτό δεν είναι κάτι που θα πρέπει το δικαστήριο τούτο να αναθεωρήσει και ανατρέψει.
Αναφορικά με την υπόθεση Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 (απόφαση πλειοψηφίας) που επικαλέσθηκαν οι καθ' ων η αίτηση και τα ε.μ. για να δικαιολογήσουν τη θέση τους ότι εφόσον πρόκειται περί πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια της καθής η αίτηση είναι πολύ ευρεία ούτως ώστε η αρχαιότητα (που εκεί ήταν 7 χρόνια) να έχει μόνο μικρή σημασία, κρίνω ότι διαφοροποιείται από την παρούσα για τους εξής λόγους:
(α) Εκεί το ε.μ. ήταν πρόσωπο που διορίζετο για πρώτη φορά και όχι πρόσωπο που ήταν ήδη στην υπηρεσία ούτως ώστε να υπάρχουν τα σχετικά με την αξία του και προσόντα στοιχεία σε προσωπικούς φακέλους που να είχαν συγκριθεί με παρόμοια στοιχεία της αιτήτριας.
(β) Εκεί δεν ήταν περίπτωση επανεξέτασης όπου η καθής η αίτηση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί με ευρήματα γεγονότων που αποτελούν την αιτιολόγηση της πρώτης απόφασης.
(γ) Σε εκείνη την περίπτωση η κατοχή από την αιτήτρια του πρόσθετου προσόντος δηλαδή του Suplementary Certificate in Physical Education of East Sussex College of Higher Education με αποτέλεσμα να υπερέχει σε προσόντα, κρίθηκε ότι μόνο οριακή σημασία μπορούσε να έχει. Εδώ η κατοχή πρόσθετων προσόντων από τα ε.μ. κρίθηκε ότι τους έδιδε ουσιώδη υπεροχή σε σύγκριση με τον αιτητή ούτως ώστε μαζί και με τους υπόλοιπους λόγους τους οποίους ήδη ανάφερα, μεταξύ των οποίων και η σύσταση του διευθυντή, η Ε.Δ.Υ. κατάληξε να μην προάξει τον αιτητή παρά την ουσιαστική του αρχαιότητα και το εύρημα του προηγούμενου δικαστηρίου ότι ο αιτητής και τα ε.μ. ήσαν στην ίδια περίπου μοίρα.
Στην απόφαση μου αυτή δεν αγνόησα τη νομική αρχή όπως έχει εμπεδωθεί από τη νομολογία ότι όταν πρόκειται περί πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. (ή άλλου διορίζοντος ή προάγοντος οργάνου) είναι πολύ ευρεία. Όμως σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που ο αιτητής όσον αφορά την αξία είχε κριθεί περίπου της ίδιας αξίας με τα ε.μ. η αιτιολογία γιατί να παραγνωριστεί μια αρχαιότητα 8 περίπου ετών έπρεπε να είναι νόμιμη. Εδώ ήδη ανάφερα ότι ένας από τους λόγους που προτιμήθηκαν τα ε.μ. ήταν η σύσταση του διευθυντή κάτι που με βάση την απόφαση στην υπόθεση 81/00 δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Τώρα αν ήταν αρκετή η ύπαρξη των πρόσθετων προσόντων από μόνη της αυτό είναι άλλο θέμα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς την ανάγκη να εξεταστούν όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης.
Ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.