ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 717

13 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΪΖΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 766/2003)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας νόμου ― Δεν εξετάζονται εάν δεν μπορούν να οδηγήσουν σε επίλυση της επίδικης διοικητικής διαφοράς ― Η δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί αδυναμίας αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας μέσω δικαστικής απόφασης και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.

Συντάξεις ― Σύνταξη χηρείας ― Η διαφοροποίηση μεταξύ ανδρών και γυναικών στη ρύθμιση του Άρθρου 39 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80, όπως τροποποιήθηκε).

Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη του αιτήματός του για χορήγηση σε αυτόν συντάξεως χηρείας επικαλούμενος την αντισυνταγματικότητα της διάκρισης μεταξύ των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών για σύνταξη χηρείας που υφίστανται στη ρύθμιση του Άρθρου 39 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Σήμερα, στον 21ο αιώνα, δεν μπορεί να ευσταθήσει επιχείρημα ότι διακρίσεις στο νόμο με βάση το φύλο μπορούν εύκολα να δικαιολογηθούν για κοινωνικούς λόγους.  Όμως, το ζητούμενο εδώ είναι εάν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του Νόμου, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να αποδεχτεί την προσφυγή. 

    

Η νομολογία στο ζήτημα αυτό έχει ταχθεί υπέρ της άποψης ότι, εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή, δεν δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου.

Ενόψει της θέσης της νομολογίας, ο κύριος λόγος της αίτησης  δεν μπορεί να επιτύχει.

Παρά τη γενικότητα, με την οποία προωθήθηκε η θέση αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και διεθνείς συμβάσεις, κι αυτή, ουσιαστικά, στοχεύει στην αποκατάσταση της αρχής της ισότητας.  Αποδοχή της, θα οδηγούσε, αναμφίβολα, και πάλι, σε αναμόρφωση ή συμπλήρωση της νομοθεσίας μέσω δικαστικής απόφασης, αρχή που δεν ακολουθείται από τη νομολογία μας.

Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο λόγο για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, ούτε αυτός ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Milliotis a.o. v. Mustafa Houssein (1963) 2 C.L.R. 287,

Dias United Publ. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

Papaxenophontos a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037.

Προσφυγή.

Ν. Λοΐζου, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την προσφυγή αυτή ζητείται από το Δικαστήριο η πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή, με επιστολή τους ημερομηνίας 6/6/2003 και με την οποία απόρριπτε την αίτηση του, για χορήγηση σ' αυτό σύνταξης χηρείας είναι άκυρη, και/ή αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης:

Ο αιτητής, με αίτησή του, ημερομηνίας 26/5/2003, στην οποία επισύναψε πιστοποιητικά γέννησης, γάμου και θανάτου, ζήτησε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τη χορήγηση σύνταξης χηρείας, λόγω θανάτου της συζύγου του.

Ο Εξεταστής Απαιτήσεων, με επιστολή του ημερομηνίας 6/6/2003, γνωστοποίησε στον αιτητή ότι η αίτησή του απορρίφθηκε, για το λόγο ότι «σύνταξη χηρείας στο σύζυγο καταβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που είναι μόνιμα ανίκανος για εργασία και εγκρίθηκε εξαρτώμενο της πρόσωπο.»

Αποτέλεσμα, η καταχώριση της παρούσας. 

Σχετικό με την παραχώρηση σύνταξης χηρείας είναι το Άρθρο 39 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, (Ν. 41/80), (όπως τροποποιήθηκε), στο εξής ο «Νόμος», το οποίο προβλέπει ότι:-

«39. - (1)  Χήρα ης ο σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού επλήροι τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν αύτη κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού συνέζη μετ' αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ' αυτού.

(2) Χήρος του οποίου η σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτής επλήροι τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν ούτος κατά τον χρόνον του θανάτου της συζύγου του ήτο μονίμως ανίκανος προς συντήρησιν εαυτού και συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ' αυτής.»

Λόγοι ακύρωσης:

Κύριος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η αρνητική απάντηση στο αίτημά του, βασιζόμενη στο Άρθρο 39 του Νόμου, συνιστά παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος), αφού σ' αυτό γίνεται διάκριση με βάση το φύλο των αιτητών.  Δεν μπορεί, ισχυρίζεται, κατ' επίκληση κοινωνικών λόγων και του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία, ως είναι η θέση του συνηγόρου των καθ' ων, να δικαιολογηθεί διαφορετική ρύθμιση με βάση το φύλο.

Είναι εισήγηση του αιτητή ότι επιβάλλεται εναρμόνιση της πρόνοιας του Άρθρου 39(2) του Νόμου  με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με την κήρυξη του συγκεκριμένου Άρθρου ως αντισυνταγματικού και την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Προβάλλεται, επίσης, αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τις οποίες κατοχυρώνεται και πάλι η αρχή της ισότητας, όπως και με διεθνείς συμβάσεις, χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές σ' αυτές. 

Υποστηρίχθηκε, περαιτέρω, από το συνήγορο του αιτητή, ότι υπάρχει, λόγω της πρόνοιας του Άρθρου 39(2) του Νόμου, άνιση μεταχείριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. 

Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης.  Πιο συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη πράξη στερείται σαφήνειας και, κυρίως, δεν παρέχει νόμιμη αιτιολογία για τη διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά το δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας.

Ο συνήγορος των καθ' ων, καίτοι αποδέχεται ότι η ρύθμιση του δικαιώματος χορήγησης σύνταξης χηρείας είναι διαφορετική μεταξύ ανδρών και γυναικών, εισηγείται ότι αυτή δικαιολογείται, για καθαρά κοινωνικούς λόγους. Ανεξάρτητα, όμως, του αιτιολογημένου ή μη της διαφορετικής ρύθμισης, το ζήτημα της συνταγματικότητας του σχετικού Άρθρου δε θα πρέπει να εξεταστεί, αφού, και αντισυνταγματικός να κριθεί ο νόμος, αυτό δε θα επιλύσει την εγειρόμενη διαφορά, όπως απαιτείται, σύμφωνα με την υπόθεση George Milliotis and 2 Others v. Mustafa Houssein (1963) 2 C.L.R. 287.

Ουσιαστικά, ο συνήγορος του αιτητή δεν ισχυρίστηκε ότι η απόφαση πάσχει ως αντίθετη με τα κριτήρια που τίθενται από το Νόμο, αλλά ότι η θέσπιση κριτηρίων με βάση το φύλο παραβιάζει την αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.

Δεν πιστεύω ότι σήμερα, τον 21ο αιώνα, μπορεί να ευσταθήσει επιχείρημα ότι διακρίσεις στο νόμο με βάση το φύλο μπορούν εύκολα να δικαιολογηθούν για κοινωνικούς λόγους.  Όμως, το ζητούμενο εδώ είναι εάν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του Νόμου, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να αποδεχτεί την προσφυγή. 

Η νομολογία στο ζήτημα αυτό έχει ταχθεί υπέρ της άποψης ότι, εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου.

Πολύ αναλυτικά, στην υπόθεση Dias United Publ. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία διακρίθηκε η Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037, αναφέρονται τα εξής:-  (σελ. 556-557)

«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής

'δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ...', ο δε 'έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία'.

Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας.  Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:

'Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων.  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι «η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μή εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ' αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας».'»

(σελ. 557-558)

«Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη.  Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.  Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του.  Δεν θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.»

(σελ. 558):-

«Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελ. 99:

'Ένατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος.  Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς.  Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.'»

Ενόψει της πιο πάνω θέσης της νομολογίας, ο κύριος λόγος της αίτησης δεν μπορεί να επιτύχει.

Παρά τη γενικότητα, με την οποία προωθήθηκε η θέση αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και διεθνείς συμβάσεις, κι αυτή, ουσιαστικά, στοχεύει στην αποκατάσταση της αρχής της ισότητας.  Αποδοχή της, θα οδηγούσε, αναμφίβολα, και πάλι, σε αναμόρφωση ή συμπλήρωση της νομοθεσίας μέσω δικαστικής απόφασης, αρχή που δεν ακολουθείται από τη νομολογία μας.

Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο λόγο για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, ούτε αυτός ευσταθεί. Δεν υπήρχε ισχυρισμός, εκ μέρους του αιτητή, ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 39(β), δηλ. ότι ήταν ανίκανος για εργασία, ώστε να απαιτείται περαιτέρω αιτιολογία της απόφασης.  Η αιτιολογία της απόφασης προκύπτει από το φάκελο.

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

Υπό τις περιστάσεις της αίτησης, καταλήγω να μην εκδώσω διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο