ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MICHAEL LAZAROU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1968) 3 CLR 129
G. THALASSINOS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1974) 3 CLR 290
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Τάκη Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468
Ονουφρίου Κίκης ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 2465
Παρέλλης Μιχάλης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1432
Δάφνη Παπαδοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 384/2000, 15 Απριλίου 2003
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 4 ΑΑΔ 665
9 Αυγούστου, 2004
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 376/2002)
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 396/2002)
ΑΘΗΝΑ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 418/2002)
ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΒΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Αρ. 376/2002, 396/2002, 418/2002)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύνθεση και/ή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Ισχυρισμοί περί κακής σύνθεσής της απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πτυχές της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης Πρέσβη στην κριθείσα περίπτωση ― Οι προβλειθέντες λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές επεδίωξαν, με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές, την ακύρωση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για τη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται στην υπ. αρ. 376/02 είναι ότι η σύνθεση ή η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε συνεννόηση με την αρμόδια Αρχή, ήτοι το Υπουργικό Συμβούλιο, για τη συμμετοχή σε αυτή Γενικών Διευθυντών από άλλα Υπουργεία. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας επισυνάπτεται, ως Παράρτημα Β, σχετικό Πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο υπήρξε η αναγκαία συνεννόηση με την αρμόδια αρχή.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή και λόγω της παρουσίας της κας Γιόλας Δημητρίου ως Γραμματέα της Επιτροπής, σημειώνεται απλώς ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, η παρουσία υπαλλήλου αρμόδιου για την τήρηση των πρακτικών συλλογικού οργάνου είναι επιτρεπτή και δεν συνεπάγεται κακή σύνθεση του οργάνου.
2. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η επίδικη απόφαση αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος κα Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή πάσχει διότι η τελευταία δεν κατείχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την αμέσως κατώτερη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, αφού η προαγωγή της σε αυτή τη θέση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 22.3.2002 (Προσφυγή αρ. 560/2002). Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε στις 5.2.2002. Ενάμιση, δηλαδή, περίπου μήνα πριν την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 560/2002. Πέραν τούτου, ύστερα από επανεξέταση, η ΕΔΥ, στις 15.4.2002, επαναπροήγαγε, αναδρομικά από 1.2.1996, την κα Μαρκουλλή στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Είναι, επομένως, πρόδηλο ότι η κα Μαρκουλλή κατείχε τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
3. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η κα Μαρκουλλή δεν είναι άριστος γνώστης της Αγγλικής γλώσσας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Προ της επίδικης προαγωγής η κα Μαρκουλλή κατείχε, τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτείται άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Υπήρχε, επομένως, αμάχητο τεκμήριο ότι η κα Μαρκουλλή κατείχε, προς το σκοπό προαγωγής της στη θέση του Πρέσβη, άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
4. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών, κ. Σταύρου Επαμεινώνδα, κας Μαρκουλλή και κ. Τάσου Τζιωνή, πάσχει ως αναιτιολόγητη. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεδομένου ότι οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι αιτιολογημένη. Δεν υιοθετείται η απόφαση στη Μ. Παρέλλη ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, ότι η σημασία σύστασης Διευθυντή, χωρίς αιτιολογία δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Αφ' ης στιγμής ο νομοθέτης επέτρεψε την αναιτιολόγητη σύσταση, τέτοια σύσταση έχει οπωσδήποτε την αξία της και μετρά.
5. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ, πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Δόθηκε, επομένως, επαρκής αιτιολογία.
6. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα τρία κριτήρια επιλογής για προαγωγή - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η σύσταση, του Διευθυντή ήταν σύμφωνη με τα τρία κριτήρια επιλογής, όπως ήταν και η τελική απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών, αντί του αιτητή.
7. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται στην υπ. αρ. 396/02 είναι ότι παράτυπα ο Διευθυντής εξέφρασε κρίσεις ή προέβη σε αξιολόγηση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση και, μάλιστα, χωρίς αιτιολογία, γιατί, βάσει του Άρθρου 34 του Νόμου 1/90, δεν είχε τέτοια εξουσία. Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Η Νομολογία επιτρέπει στο Διευθυντή να αξιολογεί την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και να λαμβάνει υπόψη αυτή την αξιολόγηση όταν θα διατυπώσει τη σύστασή του.
Με τον τρόπο που ενήργησε, εξάλλου, η ΕΔΥ, δε στοιχειοθετείται η θέση της αιτήτριας ότι η ΕΔΥ θεώρησε την άποψη του Διευθυντή αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ως ξεχωριστό στοιχείο κρίσης. Απλώς, η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη την αξιολόγηση του Διευθυντή, προχώρησε η ίδια στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αξιολόγηση την οποία και επεξήγησε με επάρκεια.
8. Δεν ευσταθεί, επίσης η θέση ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ήταν, στην πραγματικότητα, το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών.
9. Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή αρ. 418/02 η οποία, στρέφεται κατά της προαγωγής του κ. Επαμεινώνδα και της κας Μαρκουλλή μόνο, είναι οι ίδιοι με εκείνους οι οποίοι προβάλλονται σε σχέση με τις προσφυγές 376/2002 και 396/2002.
Η προτίμησή των δύο αυτών ενδιαφερομένων μερών για προαγωγή στην επίδικη θέση του Πρέσβη, αντί του αιτητή ήταν εύλογη.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 384/2000, ημερ. 15.4.2003,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 468,
Παρέλλη ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432,
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465,
Thalassinos ν. Republic (1974) 3 C.L.R. 290,
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56.
Προσφυγή.
Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή στην Υπ. Αρ. 376/2002.
Χρ. Μαυρονικόλα, για την Αιτήτρια στην Υπ.Αρ. 396/2002.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπ.Αρ. 418/2002.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Γ. Νικολαϊδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Στ. Επαμεινώνδα.
Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3, Τ. Τζιωνή και Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή.
�
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις προσφυγές 376/2002 και 396/2002 οι αιτητές Ευριπίδης Ευρυβιάδης και Αθηνά Μαυρονικόλα, αντίστοιχα, ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση (ΕΔΥ), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 8.3.2002, και με την οποία προήγαγε τον κ. Σταύρο Α. Επαμεινώνδα, την κα Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή και τον κ. Τάσο Α. Τζιωνή στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από την 1.3.2002, αντί αυτών, είναι άκυρη. Με την προσφυγή 418/2002 ο αιτητής Γεώργιος Ι. Βυρίδης ζητά την ίδια δήλωση του Δικαστηρίου αναφορικά, όμως, μόνο με τον κ. Σταύρο Α. Επαμεινώνδα και την κα Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή.
Τα γεγονότα και στις τρεις προσφυγές, τις οποίες και συνεκδίκασα λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Με επιστολή του ημερομηνίας 10.7.2001, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών (ο Διευθυντής) ζήτησε από την ΕΔΥ την πλήρωση τριών μόνιμων θέσεων Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής). Αφού δημοσιεύτηκαν οι θέσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 17.8.2001 και δόθηκε προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων, υποβλήθηκαν συνολικά είκοσι αιτήσεις. Ακολούθως, ο Γραμματέας της ΕΔΥ, ενεργώντας σύμφωνα με το Άρθρο 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001 (ο Νόμος), με επιστολή του ημερομηνίας 25.9.2001, διαβίβασε τις είκοσι αιτήσεις στο Διευθυντή, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, για τις αναγκαίες συστάσεις. Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή του ημερομηνίας 31.1.2002, υπέβαλε στην ΕΔΥ τη σχετική έκθεση με την οποία συστήνονταν ως καταλληλότεροι δώδεκα υποψήφιοι. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν οι αιτητές και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη. Στη συνέχεια, με απόφασή της ημερομηνίας 1.2.2002, η ΕΔΥ, αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν, στη συνεδρία δε να κληθεί και παραστεί ο Διευθυντής. Οι δώδεκα υποψήφιοι προσήλθαν σε προφορική εξέταση στις 4 και 5.2.2002. Με την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης στις 5.2.2002 ο Διευθυντής, αφού αξιολόγησε και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, σύστησε για προαγωγή τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη και αποχώρησε. Στη συνέχεια, η ΕΔΥ, αφού αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, και έλαβε υπόψη τα προσόντα τους, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν γενικά των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στις επίδικες θέσεις από 1.3.2002. Αφού αποδέχθηκαν την προσφορά, τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη προήχθησαν στις επίδικες θέσεις από την ίδια ημερομηνία, ήτοι 1.3.2002.
Προσφυγή 376/2002
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται είναι ότι η σύνθεση ή η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε συνεννόηση με την αρμόδια Αρχή, ήτοι το Υπουργικό Συμβούλιο, για τη συμμετοχή σε αυτή Γενικών Διευθυντών από άλλα Υπουργεία. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας επισυνάπτεται, ως Παράρτημα Β, σχετικό Πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο υπήρξε η αναγκαία συνεννόηση με την αρμόδια αρχή. Αρμόδια δε αρχή ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο. Το πιστοποιητικό δεν αναφέρεται σε "αρμόδιες αρχές", οπότε θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπήρξε συνεννόηση με τα καθ΄ έκαστον Υπουργεία και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση, το τεκμήριο της κανονικότητας λειτουργεί υπέρ της Διοίκησης. Και δεν έχει ανατραπεί από τον αιτητή. Η υπόθεση Δ. Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 384/2000, 15.4.2003, διαφοροποιείται διότι εκεί, αντί συνεννόησης με το Υπουργικό Συμβούλιο για τη συμμετοχή Γενικών Διευθυντών από άλλα Υπουργεία στη Συμβουλευτική Επιτροπή, έγινε συνεννόηση με τον κάθε Υπουργό ξεχωριστά και όχι, όπως εδώ, με την "αρμόδια αρχή", ήτοι το Υπουργικό Συμβούλιο.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή και λόγω της παρουσίας της κας Γιόλας Δημητρίου ως Γραμματέα της Επιτροπής, σημειώνω απλώς ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, η παρουσία υπαλλήλου αρμόδιου για την τήρηση των πρακτικών συλλογικού οργάνου είναι επιτρεπτή και δεν συνεπάγεται κακή σύνθεση του οργάνου.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η επίδικη απόφαση αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος κα Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή πάσχει διότι η τελευταία δεν κατείχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την αμέσως κατώτερη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, αφού η προαγωγή της σε αυτή τη θέση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 22.3.2002 (Προσφυγή αρ. 560/2002). Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε στις 5.2.2002. Ενάμιση, δηλαδή, περίπου μήνα πριν την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 560/2002. Συνεπώς, όταν λαμβανόταν η επίδικη απόφαση, η κα Μαρκουλλή κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Πέραν τούτου, ύστερα από επανεξέταση, η ΕΔΥ, στις 15.4.2002, επαναπροήγαγε, αναδρομικά από 1.2.1996, την κα Μαρκουλλή στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Είναι, επομένως, πρόδηλο ότι η κα Μαρκουλλή κατείχε τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού σε όλα τα στάδια της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην προαγωγή της στην επίδικη θέση του Πρέσβη.
Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η κα Μαρκουλλή δεν είναι άριστος γνώστης της Αγγλικής γλώσσας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Προ της επίδικης προαγωγής η κα Μαρκουλλή κατείχε, όπως ανέφερα, τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτείται άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Υπήρχε, επομένως, αμάχητο τεκμήριο ότι η κα Μαρκουλλή κατείχε, προς το σκοπό προαγωγής της στη θέση του Πρέσβη, άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας. (Βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 468).
Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών, κ. Σταύρου Επαμεινώνδα, κας Μαρκουλλή και κ. Τάσου Τζιωνή, πάσχει ως αναιτιολόγητη. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεδομένου ότι οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι αιτιολογημένη. (Βλ. Άρθρο 34(9) του Νόμου). Δεν έχουμε, επομένως, παράβαση τύπου επιβαλλόμενου από το Νόμο. Συναφώς, σημειώνω ότι δε συμφωνώ με την απόφαση αδελφού Δικαστή στη Μ. Παρέλλη ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, ότι η σημασία σύστασης Διευθυντή, χωρίς αιτιολογία δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Αφ' ης στιγμής ο νομοθέτης επέτρεψε την αναιτιολόγητη σύσταση, τέτοια σύσταση έχει οπωσδήποτε την αξία της και μετρά.
Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ, πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε ορισμένα αρνητικά δεδομένα για τον αιτητή. Ανέφερε σχετικά ότι "οι απαντήσεις του δεν ήταν αρκούντως ακριβείς και πλήρεις και η ανάπτυξη των απόψεών του εστερείτο ικανοποιητικής τεκμηρίωσης. Επέδειξε μερική γνώση των θεμάτων και περιορισμένη εκφραστική και κριτική ικανότητα". Και τον έκρινε "Πολύ Καλό". Η δε ΕΔΥ, αφού σημείωσε τα θετικά του, παρατήρησε ότι "ενίοτε παρουσιάζει την τάση να πλατειάζει". Και τον έκρινε "Πάρα Πολύ Καλό". Δόθηκε, επομένως, επαρκής αιτιολογία.
Ο έκτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα τρία κριτήρια επιλογής για προαγωγή - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονταν πλήρως ισοδύναμα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων ετών. Ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη κα Μαρκουλλή και κ. Τζιωνής ισοδυναμούσαν επίσης, ουσιαστικά, σε προσόντα. Ο κ. Επαμεινώνδα υστερούσε του αιτητή σε προσόντα καθότι δε διέθετε μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο. Όσον αφορά την αρχαιότητα, ο κ. Επαμεινώνδα και η κα Μαρκουλλή υπερείχαν του αιτητή κατά ένα και πλέον χρόνο. Έναντι, όμως, του κ. Τζιωνή ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 6 ½ μήνες. Από την άλλη, τόσο ο κ. Επαμεινώνδα και η κα Μαρκουλλή όσο και ο κ. Τζιωνής είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή και την υπεροχή τους στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Υπερείχαν, επίσης, στη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είχαν, επομένως, σαφή υπεροχή έναντι του αιτητή στο στοιχείο της "αξίας". Άλλωστε, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η θέση του Πρέσβη, έχει πολύ περιορισμένη σημασία. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως ακριβώς η θέση του Πρέσβη. Σίγουρα, η μικρή αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους κ. Τζιωνή δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την υπεροχή του δεύτερου σε "αξία", όπως αυτή προέκυπτε από την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή και την καλύτερη απόδοσή του στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Και την υπεροχή του στη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η σύσταση, επομένως, του Διευθυντή ήταν σύμφωνη με τα τρία κριτήρια επιλογής, όπως ήταν και η τελική απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών, αντί του αιτητή.
Προσφυγή 396/2002
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι παράτυπα ο Διευθυντής εξέφρασε κρίσεις ή προέβη σε αξιολόγηση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση και, μάλιστα, χωρίς αιτιολογία, γιατί, βάσει του Άρθρου 34 του Νόμου, δεν είχε τέτοια εξουσία. Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Στην υπόθεση Κίκη Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465, λέχθηκαν τα εξής, με τα οποία και συμφωνώ:
"Άλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η ΕΔΥ επηρεάστηκε κατά την αξιολόγηση της όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, από τις συστάσεις του Διευθυντή οι οποίες προηγήθηκαν της αξιολόγησης της και επίσης ότι ο Νόμος δεν παρέχει εξουσία στο Διευθυντή να αξιολογεί την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, εξουσία η οποία παρέχεται μόνο στην ΕΔΥ.
Είναι γεγονός ότι ο Νόμος δεν παρέχει ρητή εξουσία στο Διευθυντή να διατυπώνει τις κρίσεις του αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.
Όμως στην υπόθεση Thalassinos v. Republic (1973) 3 C.L.R. 290 όπου ηγέρθη ο ίδιος ισχυρισμός το Δικαστήριο είπε, στις σελ. 389, 390, τα ακόλουθα:-
"The contents of the aforesaid minute, gave rise to two additional grounds of Law. The first one, is that the Director-General had no right to assess the ability of the candidates from their performance at the interview, as that assessment was a matter within the exclusive competence of the Commission, and by so doing, he was usurping its powers.
......................................
In my view, in making his recommendations after the interview, there is nothing contrary to Law, nor can it be said that in so doing he was usurping the functions of the Commission. He was not in any way taking away its powers of discretion, but he was simply exercising his own. Under section 44(3) of the Public Service Law, 1967 (N.33 of 1967), in making a promotion, the Commission shall have due regard to the annual confidential reports on the candidates and to the recommendations made in this respect by the Head of the Department in which the vacancy exists. There is nothing in the said statutory provision, nor have I been able to trace in the general principles of Administrative Law, anything to suggest that the recommendation of the Head of the Department has to be made before the interview, and, if made thereafter, it amounts to a usurpation of the functions of the Commission: On the contrary, such interviews, affords to the Head of the Department as well, an apportunity to round up his views on the candidates before he makes his recommendations to the Commission".
Η πιο πάνω απόφαση ανατράπηκε κατ' έφεση, για άλλο όμως λόγο. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στην απόφαση της (Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290, είπε, στη σελ. 293, τα ακόλουθα, συμφωνώντας με τον πρωτόδικο Δικαστή ως προς την προσέγγιση του θέματος:
"Also, we cannot agree with councel for the appellant that the Director-General was not entitled to express at the meeting of the Commission his own views about the candidates and that is was not open to him to base his views, not only on the opinions expressed by his subordinates at the aforementioned Department meeting, but, also, on the assessment of the candidates made by him during their interviews, in his presence, before the Commission, we do not regard that by acting in this way he has usurped any of the functions of the Commission; so we are in full agreement with the learned trial Judge on this point".
Είναι επίσης καθιερωμένο νομολογιακά ότι η ΕΔΥ έχει τη διακριτική ευχέρεια να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον της (Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, Lazarou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 129 και Yiallourides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2093)".
Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι η Νομολογία επιτρέπει στο Διευθυντή να αξιολογεί την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και να λαμβάνει υπόψη αυτή την αξιολόγηση όταν θα διατυπώσει τη σύστασή του.
Με τον τρόπο που ενήργησε, εξάλλου, η ΕΔΥ, δε στοιχειοθετείται η θέση της αιτήτριας ότι η ΕΔΥ θεώρησε την άποψη του Διευθυντή αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ως ξεχωριστό στοιχείο κρίσης. Απλώς, η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη την αξιολόγηση του Διευθυντή, προχώρησε η ίδια στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αξιολόγηση την οποία και επεξήγησε με επάρκεια.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ήταν, στην πραγματικότητα, το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονταν πλήρως ισοδύναμα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων ετών. Από πλευράς προσόντων τα ενδιαφερόμενα μέρη κα Μαρκουλλή και κ. Τζιωνής υπερείχαν της αιτήτριας. Πέραν του βασικού πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, είχαν και μεταπτυχιακό προσόν, ενώ η αιτήτρια είχε μόνο μετεκπαίδευση τεσσάρων μηνών. Με τον κ. Επαμεινώνδα υπήρχε, ουσιαστικά, ισότητα προσόντων. Όσον αφορά την αρχαιότητα η αιτήτρια είχε την ίδια αρχαιότητα με τον κ. Επαμεινώνδα και την κα Μαρκουλλή στην τελευταία τους θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Η αιτήτρια είχε αρχαιότητα έναντί τους σε προ-προηγούμενη θέση η οποία, όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, στη σελ. 62.) Έναντι του κ. Τζιωνή η αιτήτρια υπερείχε όντως σε αρχαιότητα, η υπεροχή όμως αυτή ήταν περιορισμένης σημασίας, εφόσον οι επίδικες θέσεις ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και, μάλιστα, ψηλά στην ιεραρχία. Από την άλλη, τόσο ο κ. Επαμεινώνδα και η κα Μαρκουλλή όσο και ο κ. Τζιωνής είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή και την υπεροχή τους στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Υπερείχαν, επίσης, στη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είχαν, επομένως, σαφή υπεροχή έναντι της αιτήτριας στο στοιχείο της "αξίας". Δεν ευσταθεί, επομένως, η θέση ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ήταν, στην πραγματικότητα, το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών.
Οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται, αναφέρονται στη σύσταση του Διευθυντή και την αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Αναφορικά με τους λόγους αυτούς επαναλαμβάνω τα όσα ανέφερα στα πλαίσια της προσφυγής 376/2002 τα οποία ισχύουν και στην παρούσα προσφυγή.
Προσφυγή αρ. 418/2002
Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή αυτή η οποία, όπως ανέφερα στην αρχή, στρέφεται κατά της προαγωγής του κ. Επαμεινώνδα και της κας Μαρκουλλή μόνο, είναι οι ίδιοι με εκείνους οι οποίοι προβάλλονται σε σχέση με τις προσφυγές 376/2002 και 396/2002. Ανάλογη είναι, επομένως, και η απόφασή μου. Σημειώνω, απλώς, ότι τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονταν πλήρως ισοδύναμα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων ετών. Ο αιτητής υπερείχε του κ. Επαμεινώνδα σε προσόντα, καθότι διέθετε και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, ενώ μπορεί να λεχθεί ότι ισοδυναμούσε με την κα Μαρκουλλή, αν και η τελευταία είχε ψηλότερο μεταπτυχιακό τίτλο (PhD). Όσον αφορά την αρχαιότητα στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, ο αιτητής υστερούσε τόσο του κ. Επαμεινώνδα όσο και της κας Μαρκουλλή. Από την άλλη, τόσο ο κ. Επαμεινώνδα όσο και η κα Μαρκουλλή, είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή και την υπεροχή τους στην προφορική εξέταση, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Υπερείχαν, επίσης, στη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είχαν, επομένως, σαφή υπεροχή έναντι του αιτητή στο στοιχείο της "αξίας". Ήταν, συνακόλουθα, εύλογη η προτίμησή τους για προαγωγή στην επίδικη θέση του Πρέσβη, αντί του αιτητή.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.