ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 606
25 Ιουνίου, 2004
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 3),
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 860/2003)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου σε συνεδρία κατά την οποία αποφασίστηκε επιβολή ποινής στους αιτητές ― Κρίθηκε τρωτή διότι απουσίαζαν μέλη που ήσαν παρόντα κατά την συνεδρία που είχε προηγηθεί και κατά την οποία είχε αποφασιστεί η καταδίκη ― Περιστάσεις.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Παράγραφος Ε.12 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/00) ― Κρίθηκε ultra vires του εξουσιοδοτικού νόμου δηλαδή του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Περιστάσεις και συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 53.
Προσφυγή.
A. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Καλλιγέρου, για την Καθ' ης η αίτηση.
�
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΚ), προβαίνουσα σε αυτεπάγγελτη εξέταση πιθανών παραβάσεων από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤΕΝΝΑ της Αιτήτριας εταιρείας του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000), ανέθεσε τη διερεύνηση του θέματος σε λειτουργό της. Στην έκθεση της η λειτουργός διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των παραγράφων Ε.3 και Ε.12 του Κώδικα, οπότε η ΑΡΚ, αποφασίζοντας την προώθηση της υπόθεσης, απέστειλε σχετική επιστολή προς την Αιτήτρια, πληροφορώντας την συγχρόνως ότι μπορούσε να υποβάλει οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή παραστάσεις. Η Αιτήτρια παρέθεσε τις απόψεις της και η ΑΡΚ προχώρησε σε εξέταση της υπόθεσης στην οποία εκπροσωπήθηκε η Αιτήτρια και υπέβαλε και τις προφορικές εξηγήσεις της. Η ΑΡΚ έκρινε ότι υπήρχαν παραβάσεις των παραγράφων Ε.3 και Ε.12 και πληροφόρησε σχετικά την Αιτήτρια, καλώντας την να υποβάλει τις απόψεις της για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Η Αιτήτρια υπέβαλε τις απόψεις της και η ΑΡΚ προχώρησε στην επιβολή της κύρωσης της προειδοποίησης. Η προσφυγή προσβάλλει την καταδίκη της Αιτήτριας και την επιβολή κύρωσης σε αυτή.
Το πρώτο θέμα που εγείρει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια και το οποίο προέχει ως εκ της φύσεως του να εξετασθεί είναι εκείνο που αφορά τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΡΚ. Υποδεικνύει ο κ. Κωνσταντίνου ότι κατά τη συνεδρία της ΑΡΚ που έγινε στις 9.7.2003 και κατά την οποία απεφασίσθη ότι υπήρχε παράβαση των παραγράφων Ε.3 και Ε.12 ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ κατά τη συνεδρία που έγινε στις 3.9.2003 και κατά την οποία επεβλήθη η κύρωση απουσίαζε το μέλος κ. Κακογιάννης, το δε μέλος κ. Παπαϊωάννου απεχώρησε από τη συνεδρία κατά την εξέταση της υπόθεσης. Τούτο, εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου, κατέστησε κακή τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου και τρωτή την απόφαση, παραπέμποντας συναφώς στην πρόσφατη απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 53.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την ΑΡΚ δεν διαφωνεί ως προς τα γεγονότα τα οποία, εξ άλλου, βεβαιώνονται από τα πρακτικά. Παραπέμπει όμως στο Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, το οποίο, εισηγείται, ρυθμίζοντας την αντίθετη της προκειμένης περίπτωση, δείχνει ότι η προκειμένη περίπτωση δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Αλλά και για πρακτικούς λόγους, λέγει η κα Καλλιγέρου, δεν θα έπρεπε η απουσία μελών από τη συνεδρία κατά την οποία επιβάλλεται ποινή να καθιστά τρωτή την τελική απόφαση αφού, αν ήταν έτσι, η επιβολή ποινής θα εξαρτάτο από τη βούληση του κάθε μέλους να παραστεί στη συνεδρία για επιβολή ποινής. Εφ' όσον, καταλήγει η κα Καλλιγέρου, κατά τη συνεδρία για επιβολή ποινής υπάρχει απαρτία, η συνεδρία είναι καθ' όλα έγκυρη.
Οι θέσεις του κ. Κωνσταντίνου απηχούν και τη δική μου αντίληψη του πράγματος. Δεν βλέπω διαφορά μεταξύ της προκειμένης περίπτωσης και της υπόθεσης Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., εφαρμόζονται δε και εδώ τα λεχθέντα από τον Αρέστη, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση:
"Όμως θεωρούμε σαν καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της 27.8.02 όταν εκδόθηκε η απόφαση για την επιβολή ποινής στην Αρχή. Ήταν παρών στις 26.8.02 όταν η Αρχή κρίθηκε ένοχη. Δεν είναι γνωστό αν ορίστηκε συνεδρία για επιβολή ποινής. Όπως και να έχει το πράγμα η απουσία του πλήττει καίρια τη νομιμότητα σύνθεσης της Επιτροπής εφόσον σκοπός της συνεδρίας στις 27.8.02 ήταν η επιβολή ποινής, πολύ περισσότερο αφού ήταν παρών κατά τη λήψη απόφασης για την ενοχή της Αρχής. Είναι άγνωστο πως η παρουσία του θα ήταν δυνατό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης."
Στη διατύπωση της αρχής δεν μας αφορά ο λόγος για τον οποίο τα μέλη που δεν ήσαν παρόντα απουσίαζαν, ούτε αν εσκεμμένα για αλλότριους σκοπούς απουσίαζαν ενώ είχαν καθήκον να είναι παρόντα, ούτε οι πρακτικές συνέπειες της απουσίας τους. Το γεγονός της απουσίας τους έπληττε τη νομιμότητα της σύνθεσης της ΑΡΚ εφ' όσον επρόκειτο για επιβολή ποινής σε σχέση με ήδη διαπιστωθείσα παράβαση ως προς την οποία τα τώρα απουσιάζοντα μέλη είχαν παραστεί. Και ήταν άσχετο προς τούτο το ότι υπήρχε απαρτία.
Η κα Καλλιγέρου εισηγήθηκε ότι, σε περίπτωση που θα υιοθετούσα την άποψη του κ. Κωνσταντίνου, θα έπρεπε να ακυρωθεί μόνο η απόφαση ως προς την κύρωση, εφ΄όσον είναι η σύνθεση που αφορούσε εκείνη που διαπιστώνεται ότι έπασχε, και όχι και η προηγηθείσα απόφαση με την οποία εκρίθη ότι υπήρξαν παραβάσεις. Ο κ. Κωνσταντίνου δεν διαφωνεί, εξ ου και με κάλεσε να εξετάσω και τους λόγους ακύρωσης που αφορούν την καταδίκη. Συμφωνώ και δεν βλέπω πως η απόφαση για την καταδίκη θα έπρεπε να ακυρωθεί αφού το τρωτό της διαδικασίας αφορούσε στάδιο που έπετο εκείνου της καταδίκης. Στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας κ.ά. δεν εδόθη ιδιαίτερη σημασία στη πτυχή αυτή αφού, ανεξάρτητα από τη διαπιστωθείσα κακή σύνθεση στο στάδιο της επιβολής ποινής, είχε διαπιστωθεί κακή σύνθεση και στο προηγούμενο στάδιο που αφορούσε την καταδίκη, με αποτέλεσμα να κατέρρεε η όλη απόφαση. Από το παρατεθέν απόσπασμα όμως που αφορούσε τη σύνθεση στο στάδιο της επιβολής ποινής δεν προκύπτει ότι η κακή σύνθεση στο στάδιο εκείνο από μόνη της θα είχε επηρεάσει και την καταδίκη. Κάτι τέτοιο εξ άλλου θα αντιστρατεύετο τη γενικότερη νομολογία που αφορά ακύρωση πειθαρχικής ποινής αλλά όχι την καταδίκη για λόγους άλλους από το τρωτό της σύνθεσης.
Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο να εξετασθεί η προσφυγή και ως προς τους λόγους ακύρωσης που αφορούν την καταδίκη. Η επί τούτου βασική εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου είναι ότι η παράγραφος Ε.12 είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98). Η παράγραφος Ε.12 έχει ως εξής:
"12. Απαγορεύεται η χορηγία εκπομπών οι οποίες περιέχουν ανασκοπήσεις ή συμβουλές για τη χρήση προϊόντων ή υπηρεσιών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ασχολούνται με την κατασκευή ή πώληση των συγκεκριμένων προϊόντων."
Το σχετικό Άρθρο 35(2) του Νόμου στο οποίο παραπέμπει ο κ. Κωνσταντίνου έχει ως εξής:
"(2) Απαγορεύεται η χορηγία ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος από φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατασκευή ή πώληση προϊόντων ή στην παροχή υπηρεσιών των οποίων η διαφήμιση απαγορεύεται, σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) του Άρθρου 33 του παρόντος Νόμου."
Τα δε προϊόντα που αναφέρονται στα εδάφια (4) και (5) του Άρθρου 33 στα οποία παραπέμπει το Άρθρο 35(2) είναι τα τσιγάρα και άλλα προϊόντα καπνού, τα φάρμακα και οι θεραπευτικές αγωγές. Η παράγραφος Ε.12 λοιπόν, καθ' όσον απαγορεύει γενικά τη χορηγία εκπομπών για προϊόντα ή υπηρεσίες, είναι, καταλήγει ο κ. Κωνσταντίνου, καθ΄υπέρβαση του Νόμου.
Η κα Καλλιγέρου, χωρίς να αρνείται ότι η παράγραφος Ε.12 ενδεχομένως να είναι ultra vires του Άρθρου 35(2), εισηγείται ότι αυτή ευρίσκει εξουσιοδότηση στο Άρθρο 35(1)(γ) του Νόμου το οποίο προνοεί:
"35.-(1) Τα τηλεοπτικά προγράμματα που αποτελούν αντικείμενο χορηγίας πρέπει να πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
...............................................................................................................
(γ) Το ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα που αποτελεί αντικείμενο χορηγίας δεν πρέπει να παρακινεί, ιδίως με συγκεκριμένες διαφημιστικές αναφορές, στην αγορά ή τη μίσθωση των προϊόντων ή των υπηρεσιών του χορηγού ή τρίτων.
......................................................................................................."
Παραπέμπει ακόμα στο Άρθρο 51(2) που εξουσιοδοτεί την έγκριση των Κανονισμών.
Η αναφορά στο Άρθρο 51(2) βεβαίως δεν βοηθά αφού, όπως υποδεικνύει και ο κ. Κωνσταντίνου με αναφορά και στη νομολογία, η γενική εξουσιοδότηση θέσπισης κανονισμών για την καλύτερη εφαρμογή του νόμου δεν μπορεί να διευρύνει την εμβέλεια του νόμου. Ως προς το Άρθρο 35(1)(γ), φρονώ ότι δεν είναι τούτο που είναι σχετικό αλλά το Άρθρο 35(2). Η παράγραφος Ε.12, αναφερόμενη σε απαγορεύσεις χορηγίας προγραμμάτων, αντιστοιχεί όχι προς το Άρθρο 35(1)(γ) το οποίο ρυθμίζει το περιεχόμενο του προγράμματος αλλά προς το Άρθρο 35(2) το οποίο ρυθμίζει ευθέως τα της χορηγίας προγραμμάτων. Είναι σαφές δε ότι όντως η παράγραφος Ε.12 είναι ultra vires του Άρθρου 35(2) για τους λόγους που εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου.
Αυτό με οδηγεί και σε μια άλλη πτυχή του πράγματος εξ ίσου θεμελιακή. Ο ΑΝΤΕΝΝΑ, ως τηλεοπτικός σταθμός μεταδίδων το εν λόγω πρόγραμμα και όχι ως ο χορηγός του, δεν μπορούσε να καταδικασθεί για την εν λόγω παράβαση. Η παράβαση, σύμφωνα με τους ρητούς όρους της παραγράφου Ε.12, γίνεται από τον κατασκευαστή ή πωλητή των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά το πρόγραμμα και ο οποίος το χορηγεί, καθ΄όσον είναι η χορηγία του προγράμματος από τέτοιο πρόσωπο που απαγορεύεται και όχι η μετάδοση του. Η μετάδοση του προγράμματος μπορεί να συνιστά παράβαση εκ μέρους του σταθμού του Άρθρου 35(1)(γ) ή άλλης παραγράφου του Κώδικα, δεν μπορεί όμως να συνιστά παράβαση εκ μέρους του σταθμού της παραγράφου Ε.12.
Για τους λόγους αυτούς και η καταδίκη ως προς την παράγραφο Ε.12 πρέπει να ακυρωθεί.
Ο κ. Κωνσταντίνου δεν προβαίνει σε εισηγήσεις ως προς την καταδίκη για παράβαση της παραγράφου Ε.3. Η πτυχή αυτή λοιπόν της προσβαλλόμενης απόφασης παραμένει.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς την καταδίκη της Αιτήτριας για παράβαση της παραγράφου Ε.12 και ως προς την επιβληθείσα κύρωση για παράβαση της παραγράφου Ε.12 και της παραγράφου Ε.3 και επικυρώνεται ως προς την καταδίκη της Αιτήτριας για παράβαση της παραγράφου Ε.3. Η ΑΡΚ θα καταβάλει £500 έξοδα στην Αιτήτρια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.
�