ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 555

18 Ιουνίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΝΑΣΩΝΟΣ,

2. ΛΟΪΖΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 737/2003)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Ένσταση ― Κατά πόσο παραβιάζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης εκ του γεγονότος ότι τις ενστάσεις κατά των υπηρεσιακών εκθέσεων τις αποφασίζει η ίδια η ομάδα αξιολόγησης που συνέταξε τις εκθέσεις.

Δεδικασμένο ― Δεσμευτικότητα ― Συνέπειες από τη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου στην κριθείσα περίπτωση ακύρωσης προαγωγής και επανεξέτασης ― Η δυνατότητα άσκησης εφέσεως από επιτυχόντα διάδικο.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις νομιμότητας της δοθείσας αιτιολογίας προαγωγής στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της κατ' επανεξέταση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Τυπογράφου 1ης Τάξης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων διενεργείται από ομάδα αξιολόγησης. Η τελευταία είναι το μοναδικό όργανο που έχει γνώση της αξίας των υπαλλήλων και είναι σε θέση να την αξιολογήσει.  Έχοντας υπόψη τη δομή των διαφόρων Τμημάτων της Δημόσιας Υπηρεσίας και τους Κανονισμούς που διέπουν την σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης δεν υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης ομάδων αξιολόγησης και - ταυτόχρονα - ξεχωριστών ομάδων που να επιλαμβάνονται ενστάσεων.  Η απουσία τέτοιας δυνατότητας καθιστά την εξέταση των ενστάσεων από την ομάδα αξιολόγησης νόμιμη.

     Η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης την οποία επικαλούνται οι αιτητές ισχύει στην απουσία νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εδώ ο Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 386/90 σαφώς παρέχει εξουσιοδότηση στην ομάδα αξιολόγησης να επιληφθεί της ένστασης.

2.  Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση που υφίστατο εν προκειμένω δημιουργούν δεδικασμένο σε σχέση με το στοιχείο της αξίας.  Οποιαδήποτε σύσταση του Διευθυντή σχετικά με το στοιχείο της αξίας, αντίθετη προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, θα ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με το δεδικασμένο το οποίο είναι δεσμευτικό.  Η νομολογία είναι πολύ αυστηρή σε ότι αφορά τέτοιες διαπιστώσεις.

     Η επάρκεια της αιτιολογίας εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. 

     Σκοπός της σύστασης του Διευθυντή είναι να διαφωτίσει την Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την αξία και καταλληλότητα των υποψηφίων.  Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής μετέφερε στην Ε.Δ.Υ. τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία των υποψηφίων.  Η σύσταση είναι αιτιολογημένη.  Παρέχει στο Δικαστήριο τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Αυτά αποτελούνται από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.  Περαιτέρω η σύσταση είναι νόμιμη και σαφής και δεν πάσχει από αοριστία.  Αν οι αιτητές διαφωνούσαν με τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου μπορούσαν να τις εφεσιβάλουν (Βλ. Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, στην οποία κρίθηκε ότι είναι δυνατή η άσκηση έφεσης από επιτυχόντα αιτητή σε προσφυγή όπου το μέρος της απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο).  Εδώ οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σαφώς δημιουργούσαν δεδικασμένο.

     Η αιτιολογία είναι νόμιμη όταν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της.

         Ποιά είναι τώρα τα στοιχεία που έλαβε εδώ υπόψη η Ε.Δ.Υ.;  Αυτά ήταν η υπεροχή του αιτητή σε αξία -έχει διαπιστωθεί και από το Δικαστήριο - και η σύσταση του Διευθυντή.  Αυτά τα στοιχεία συνιστούν νόμιμη αιτιολογία.  Η υπεροχή του αιτητή Γεωργίου σε αρχαιότητα δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο.  Αυτό γιατί η αρχαιότητα επικρατεί όταν οι υποψήφιοι ισοβαθμούν στα άλλα δύο κριτήρια - την αξία και τα προσόντα.  Εδώ δεν ισοβαθμούν λόγω της υπεροχής του Ε.Μ. σε αξία.

     Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή. 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σοφοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 247/2002 κ.ά., ημερ. 18.2.2003,

Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99,

Στ.Ε. 2786/1989, 

A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673,

Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345,

Δημοκρατία ν. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35,

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3.Α.Α.Δ. 796,

Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 922/97, ημερ. 14.10.1998.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ' ων η αίτηση.

�Γ. Καραπατάκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 23.5.2003 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήγαγε ύστερα από επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Μάριο Σ. Ιάσονος στη μόνιμη θέση Τυπογράφου 1ης τάξης, Τυπογραφείο, αναδρομικά από 1.2.2002 αντί και/ή στη θέση των αιτητών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Οι αιτητές ήταν υποψήφιοι για τη θέση Τυπογράφου 1ης τάξης, Τυπογραφείο (η επίδικη θέση). Με απόφαση της ημερ. 7.1.2002 (η αρχική απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε την προαγωγή του Μάριου Ιάσονος (το Ε.Μ.) στην επίδικη θέση από την 1.2.2002.

Η αρχική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 18.2.2003 (η ακυρωτική απόφαση) ύστερα από προσφυγή που είχε ασκηθεί από τους αιτητές και 4 άλλους υποψηφίους (Βλ. Σοφοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 247/2002 και 380/2002/18.2.2003).

Οι λόγοι της ακύρωσης φαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης:

«Η βασική εισήγηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι ο Διευθυντής με τη σύσταση του προέβη σε ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων.  Η σύσταση, λέγεται, δεν συγκεκριμενοποιεί το σκεπτικό της και δεν εξηγεί γιατί ο κ. Ιάσονος εκρίθη ως ο καταλληλότερος, ούτε γίνεται σύγκριση του με τους αιτητές, ενώ του αποδίδονται ικανότητες ('σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψηφίους ... είναι λεπτολόγος, προσεκτικός, η εργασία του χαρακτηρίζεται από τελειότητα και είναι ο πιο παραγωγικός υπάλληλος στο Τμήμα') ως προς τις οποίες οι αιτητές δεν υστερούν αυτού ενώ υπερέχουν ή είναι ίσοι έναντι του σε αρχαιότητα (πλην του κ. Μνάσωνος) και είναι ισοδύναμοι ή υπερέχουν αυτού σε προσόντα, με αποτέλεσμα η σύσταση να είναι και πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.

Εξετάζοντας τα στοιχεία των μερών, διαπιστώνεται ορθή η βάση της εισήγησης του Διευθυντή ότι ο κ. Ιάσονος υπερτερεί όλων των αιτητών σε συνολική και διαχρονική αξία στις ετήσιες αξιολογήσεις.  Και είναι προφανές ότι ήταν αυτή η υπεροχή του που εβάρυνε για τη σύσταση του, παρά το ότι άλλοι υποψήφιοι υπερείχαν αυτού σε αρχαιότητα, όπως οι αιτητές Σοφοκλέους, Χατζηχρήστου, Τσούντα και Γεωργίου (ως προς του υπόλοιπους αιτητές, ο κ. Ιάσονος έχει την ίδια αρχαιότητα όπως ο κ. Τσιουρούτης και υπερέχει σε αρχαιότητα του κ. Μνάσωνος), και σε προσόντα οι αιτητές Τσιουρούτης και Μνάσωνος. Από αυτή τη γενική άποψη λοιπόν ούτε πεπλανημένη ούτε αναιτιολόγητη ήταν η σύσταση του κ. Ιάσονος.  Η υπεροχή του σε αξία συνιστούσε καλή βάση για τη σύσταση του έστω και αν υστερούσε σε αρχαιότητα ορισμένων από τους αιτητές και άλλων σε προσόντα, εφ' όσον ο Διευθυντής μπορούσε νόμιμα να αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στην αξία από ότι στην αρχαιότητα.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή στην εισήγηση, που αφορά ειδικά την αναφορά του Διευθυντή ότι ο κ. Ιάσονος 'σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψήφιους ... είναι λεπτολόγος, προσεκτικός, η εργασία του χαρακτηρίζεται από τελειότητα και είναι ο πιο παραγωγικός υπάλληλος στο Τμήμα'.  Η αναφορά αυτή ευθέως συγκρίνει τον κ. Ιάσονος με τους άλλους υποψηφίους ως προς την ποιότητα και ποσότητα της εργασίας του και ευθέως του αποδίδει διάκριση στον τομέα αυτό.  Η ποιότητα και η ποσότητα της εργασίας όμως είναι πράγματα που εμπίπτουν στο στοιχείο 'Απόδοση' της βαθμολογημένης αξίας των υπαλλήλων στις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Ως προς αυτό το στοιχείο τόσο οι αιτητές όσο και ο κ. Ιάσονος έχουν βαθμολογηθεί 'εξαίρετα' όλα τα χρόνια και δεν είναι δυνατό τώρα να προσδοθεί διάκριση στον κ. Ιάσονος σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. Ο Διευθυντής δεν περιορίσθηκε στη δεδομένη υπεροχή του κ. Ιάσονος σε αξία συνολικά και διαχρονικά, που θα ήταν επαρκής βάση για αιτιολόγηση της σύστασης του, αλλά περιέλαβε στους λόγους της σύστασης του τις ικανότητες του κ. Ιάσονος που αφορούσαν την ποιότητα και την ποσότητα της εργασίας του ως προς τις οποίες θεώρησε ότι υπερείχε, χωρίς τούτο να έχει έρεισμα στη βαθμολογημένη αξιολόγηση των  μερών.  Η σύσταση κατέστη έτσι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη ως ευρισκόμενη σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων. Το τρωτό της σύστασης συμπαράσυρε σε παρανομία και την απόφαση της ΕΔΥ η οποία εβασίσθη και στη σύσταση του διευθυντή ως προσθέτουσα στην αξία του κ. Ιάσονος

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της επίδικης θέσης στη συνεδρία της ημερ. 5.5.2003.

Στην πιο πάνω συνεδρία προσήλθε και ο Διευθυντής του Τυπογραφείου, κ. Χρίστος Δημητριάδης, στη διάθεση του οποίου είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Στη διάθεσή του, επίσης, ο Διευθυντής είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω φακέλους.  Ο Διευθυντής κλήθηκε να προβεί σε σύσταση με βάση τον ουσιώδη χρόνο.

Ο Διευθυντής, προβαίνοντας στη σύστασή του, ανέφερε τα εξής:

«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και έχω λάβει υπόψη την υπόδειξη του Δικαστηρίου ότι ο Ιάσονος Μάριος υπερτερεί σε αξία των άλλων υποψηφίων.  Με βάση τα πιο πάνω, συστήνω τον Ιάσονος Μάριο ως τον καταλληλότερο για προαγωγή

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Εξέτασε τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φάκελους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.  Έλαβε υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή.  Επίσης έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων μέχρι του ουσιώδη χρόνο, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.

Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους, «η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο».

Έχοντας υπόψη, με βάση τον ουσιώδη χρόνο, τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης της σύστασης του Διευθυντή και των όσων ανέφερε σχετικά, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι ο Ιάσονος Μάριος (το Ε.Μ.), κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπερείχε των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Τυπογράφου, 1ης Τάξης, Τυπογραφείο, αναδρομικά από 1.2.2002.

Η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι ο επιλεγείς υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, των υποψηφίων που προηγούνται σε αρχαιότητα, με εξαίρεση τον Παναγή Θεοχάρη, ο οποίος έχει την ίδια με αυτόν αξία και προηγείται σε αρχαιότητα μόνον κατά την ημερομηνία γέννησης, ενώ δεν διαθέτει τη σύσταση του Διευθυντή, την οποία ο επιλεγείς διαθέτει. Σε σύγκριση με τους υποψηφίους που ακολουθούν σε αρχαιότητα, ο επιλεγείς υπερέχει ή έχει την ίδια αξία και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.

Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που υστερούν όμως σε αξία ή/και αρχαιότητα από τον επιλεγέντα, διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα ή έχουν παρακολουθήσει σειρές μαθημάτων που είναι σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία όμως δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Η Επιτροπή συνεκτίμησε αυτά τα προσόντα με όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης του Διευθυντή, και θεωρεί ότι τα προσόντα αυτά δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση της ότι ο επιλεγείς είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι ο Καν. 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Αξιολόγηση Υπαλλήλων Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 386/90, όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 110/93) παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή είναι ultra vires «αφού καθιέρωσε αρχική και κατ' έφεση κρίση από το ίδιο όργανο».

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:

Σύμφωνα με τον Καν. 7(1) οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις συντάσσονται από τριμελή ομάδα αξιολόγησης στην οποία απαραίτητα μετέχουν ο διοικητικά προϊστάμενος και ο άμεσα προϊστάμενος του αξιολογούμενου υπαλλήλου.  Το τρίτο μέλος της ομάδας αξιολόγησης μπορεί να είναι είτε ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος στο οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο αξιολογούμενος υπάλληλος, όταν είναι διαφορετικό πρόσωπο από το διοικητικά προϊστάμενο του αξιολογούμενου υπαλλήλου, είτε ο ιεραρχικά ανώτερος του άμεσα προϊσταμένου του αξιολογούμενου υπαλλήλου είτε υπάλληλος ο οποίος κατέχει στην υπηρεσία όπου υπηρετεί ή υπάγεται ο αξιολογούμενος υπάλληλος θέση μισθοδοτικά ψηλότερη από αυτόν και έχει άμεση ή έμμεση σχέση με την εργασία του.

Ο Καν. 10 παρέχει το δικαίωμα σε κάθε υπάλληλο μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της Υπηρεσιακής του Έκθεσης να υποβάλει εντός 15 εργάσιμων ημερών γραπτές παραστάσεις στην ομάδα αξιολόγησης που ήδη έχει προβεί στην σύνταξη τους.

Η αξιολόγηση διενεργείται από ομάδα αξιολόγησης.  Η τελευταία είναι το μοναδικό όργανο που έχει γνώση της αξίας των υπαλλήλων και είναι σε θέση να την αξιολογήσει.  Έχοντας υπόψη τη δομή των διαφόρων Τμημάτων της Δημόσιας Υπηρεσίας και τους Κανονισμούς που διέπουν την σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης δεν υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης ομάδων αξιολόγησης και - ταυτόχρονα - ξεχωριστών ομάδων που να επιλαμβάνονται ενστάσεων.  Η απουσία τέτοιας δυνατότητας καθιστά την εξέταση των ενστάσεων από την ομάδα αξιολόγησης νόμιμη. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί στην Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, στην οποία λέχθηκε ότι «δυνάμει του δόγματος της ανάγκης όπου το μόνο Δικαστήριο που έχει εξουσία να επιληφθεί μιας διαφοράς είναι κατ' ισχυρισμό προκατειλημμένο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εφόσον η εναλλακτική λύση είναι η μη εφαρμογή του Νόμου».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 81, παραγ. 67, στο οποίο παραπέμπει η Christofides, πιο πάνω, η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης την οποία επικαλούνται οι αιτητές ισχύει στην απουσία νομοθετικής εξουσιοδότησης*.  Εδώ ο Καν. 10 σαφώς παρέχει εξουσιοδότηση στην ομάδα αξιολόγησης να επιληφθεί της ένστασης.

Η αρχή η οποία διατυπώνεται στο πιο πάνω σύγγραμμα είναι αντίστοιχη με εκείνη που ισχύει σε σχέση με τις αρχές του διοικητικού δικαίου.  Οι τελευταίες ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετική νομοθετική διάταξη (Βλ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73:  «Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου» (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684 και Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

Τέλος η εισήγηση που σχετίζεται με το ultra vires των κανονισμών δεν μπορεί να εξεταστεί.  Πάσχει από γενικότητα και δεν έχει τεκμηριωθεί με οποιοδήποτε τρόπο.  Απορρίπτεται.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε, επίσης, ότι η σύσταση του Διευθυντή «πάσχει ως γενική, αόριστη, αναιτιολόγητη και πεπλανημένη.  Ο Διευθυντής - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - έπρεπε να εξηγήσει ποιά στοιχεία έλαβε υπόψη και γιατί θεώρησε ως καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη θέση το Ε.Μ.. Ο αιτητής Λοΐζος Γεωργίου - συμπλήρωσε ο κ. Αγγελίδης - «είναι αρχαιότερος του Ε.Μ. και έχει τις ίδιες περίπου αξιολογήσεις από το 1993 (με ένα για μερικά χρόνια λιγότερο εξαίρετα).  Επομένως - κατέληξε - ο Διευθυντής έπρεπε να δώσει εξήγηση της προτίμησης του.

Αναφορικά με την αρχαιότητα το Ε.Μ. κατέχει τη θέση του Ανώτερου Τυπογράφου από την 1.5.90, ο αιτητής Στυλιανός Μνάσωνος από την 1.8.92 και ο αιτητής Λοϊζος Γεωργίου από την 1.4.89.  Επομένως ο τελευταίος υπερέχει του Ε.Μ. σε αρχαιότητα κατά 13 μήνες.  Το Ε.Μ. υπερέχει σε αρχαιότητα του αιτητή Μνάσωνος κατά 2 έτη και 3 μήνες.

Ανάγνωση της σύστασης του Διευθυντή αποκαλύπτει ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη:

(α)  Τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσεων εμπιστευτικών εκθέσεων.

(β)  Την υπόδειξη του Δικαστηρίου ότι το Ε.Μ. υπερτερεί σε αξία των άλλων υποψηφίων.

Ως προς το δεύτερο στοιχείο ανάγνωση της ακυρωτικής απόφασης (έχει παρατεθεί πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Ε.Μ. «υπερτερεί όλων των αιτητών σε συνολική και διαχρονική αξία στις ετήσιες αξιολογήσεις».  Διαπίστωσε, επίσης, ότι «η υπεροχή του Ε.Μ. σε αξία συνιστούσε καλή βάση για τη σύσταση του έστω και αν υστερούσε σε αρχαιότητα ορισμένως από τους αιτητές και άλλων σε προσόντα, εφ' όσον ο Διευθυντής μπορούσε νόμιμα να αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στην αξία από ότι στην αρχαιότητα».

Έχω την άποψη πως οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δημιουργούν δεδικασμένο σε σχέση με το στοιχείο της αξίας.  Οποιαδήποτε σύσταση του Διευθυντή σχετικά με το στοιχείο της αξίας, αντίθετη προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, θα ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με το δεδικασμένο το οποίο είναι δεσμευτικό.  Τονίζεται ότι η νομολογία είναι πολύ αυστηρή σε ότι αφορά τέτοιες διαπιστώσεις (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35, στην οποία κρίθηκε ότι η διαφωνία της Ε.Δ.Υ. με την διαπίστωση του Δικαστηρίου περί υπεροχής του Ε.Μ. σε αξία παραβίαζε το δεδικασμένο).

Η επάρκεια της αιτιολογίας εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης (Βλ. Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

Σκοπός της σύστασης του Διευθυντή είναι να διαφωτίσει την Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την αξία και καταλληλότητα των υποψηφίων.  Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής μετέφερε στην Ε.Δ.Υ. τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία των υποψηφίων.  Η σύσταση είναι αιτιολογημένη.  Παρέχει στο Δικαστήριο τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (Φράγκου, πιο πάνω).  Αυτά αποτελούνται από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.  Περαιτέρω η σύσταση είναι νόμιμη και σαφής και δεν πάσχει από αοριστία.  Αν οι αιτητές διαφωνούσαν με τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου μπορούσαν να τις εφεσιβάλουν (Βλ. Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, στην οποία κρίθηκε ότι είναι δυνατή η άσκηση έφεσης από επιτυχόντα αιτητή σε προσφυγή όπου το μέρος της απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο). Εδώ οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σαφώς δημιουργούσαν δεδικασμένο.

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία είναι νόμιμη όταν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (Φράγκου, πιο πάνω).

Ποιά είναι τώρα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Ε.Δ.Υ.; Αυτά ήταν η υπεροχή του αιτητή σε αξία - έχει διαπιστωθεί και από το Δικαστήριο - και η σύσταση του Διευθυντή.  Έχω την άποψη πως αυτά τα στοιχεία συνιστούν νόμιμη αιτιολογία.  Η υπεροχή του αιτητή Γεωργίου σε αρχαιότητα δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο.  Αυτό γιατί η αρχαιότητα επικρατεί όταν οι υποψήφιοι ισοβαθμούν στα άλλα δύο κριτήρια - την αξία και τα προσόντα.  Εδώ δεν ισοβαθμούν λόγω της υπεροχής του Ε.Μ. σε αξία.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο προαγωγών σε σχέση με τις οποίες στην Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Aρ. 922/97, ημερ. 14.10.98 έθεσα το θέμα ως εξής:

«Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών.  Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων.  Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ" Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360).  Ο τελευταίος δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία (βλ. Χ" Σάββας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).  Δεν έχει καν αποδείξει απλή υπεροχή.»

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει ν' απορριφθεί.

Για όλους του πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση και του Ε.Μ. και εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

* "Interest and likelihood of bias.  It is a fundamental principle that, in the absence of statutory authority or consensual  agreement or the operation of necessity, no man can be a Judge in his own cause."


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο