ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 241
7 Απριλίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 669/2002)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προδήλως αβάσιμη προσφυγή ― Συνοπτική απόρριψή της δυνάμει του Άρθρου 134.2 του Συντάγματος ― Περιστάσεις της πρόδηλα αβάσιμης προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση ― Όρια των δικονομικών χαλαρώσεων υπέρ προσώπων που χειρίζονται αυτοπροσώπως και χωρίς συνδρομή νομικών τις υποθέσεις τους.
Ο αιτητής επεδίωξε με την προσφυγή την ανατροπή των αποτελεσμάτων επιβολής φορολογιών που είχαν διενεργηθεί σε βάρος του κατά το παρελθόν.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος παρέχει στο Δικαστήριο το δικαίωμα να απορρίψει με ομόφωνη απόφαση, χωρίς δημόσια συζήτηση, προσφυγή που εμφανίζεται ως πρόδηλα αβάσιμη.
Καθίσταται εν προκειμένω προφανής η αποτυχία του αιτητή να καθορίσει το αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας την οποία ο ίδιος επικαλείται για τη χορήγηση θεραπείας. Ο αιτητής φαίνεται ότι διαφωνούσε με τις κατά καιρούς κοινοποιηθείσες προς αυτόν ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, παρέλειψε όμως συστηματικά να τις προσβάλει εμπρόθεσμα, μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Όταν τελικά αποφάσισε να αμφισβητήσει τις διάφορες αποφάσεις σε σχέση με φορολογίες που του είχαν στο παρελθόν επιβληθεί, κατέφυγε στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, αγνοώντας προφανώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες καθίσταται παραδεκτή η άσκηση προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, όπου συζητήθηκαν ζητήματα που αφορούσαν τη σύνταξη δικογράφου από μη νομικό, τις συνέπειες των παραβάσεων των διαδικαστικών κανονισμών και τις προβλεπόμενες δικονομικές χαλαρώσεις υπέρ των προσώπων που χειρίζονται προσωπικά τις υποθέσεις τους.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει παραδεκτό αίτημα για χορήγηση θεραπείας. Έστω και αν οι θεραπείες που ζητούνται στις παραγράφους Α και Β θα μπορούσαν να εξεταστούν, παρατηρείται ότι είναι εκπρόθεσμες. Αναφορικά με τη διαγραφή οφειλόμενου τόκου (Θεραπεία Γ), σημειώνεται ότι όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος που επιβάλλεται ρητά από το Νόμο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαήλ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2602,
Papademetriou v. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers (1977) 3 C.L.R. 411,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530.
Προσφυγή.
Ο Αιτητής παρών προσωπικά.
Λ. Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Χριστάκης Μ. Αλεξάνδρου (αιτητής), ο οποίος χειρίζεται την παρούσα προσφυγή αυτοπροσώπως, επιζητεί από την Κυπριακή Δημοκρατία την επιστροφή φόρου εισοδήματος £2.406,11, επιστροφή φόρου ακίνητης περιουσίας £722,06 και διαγραφή τόκων ύψους £122,28.
(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου και αφυπηρέτησε στις 2/10/1982. Ο Γενικός Λογιστής, ενόψει της επικείμενης αφυπηρέτησης του αιτητή, αποτάθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ζητώντας να πληροφορηθεί πιθανές φορολογικές εκκρεμότητες του αιτητή, προς το σκοπό ανάλογης αποκοπής από το φιλοδώρημα που επρόκειτο να του καταβληθεί. Το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, αφού κάλεσε προηγουμένως τον αιτητή να προσκομίσει συναφή στοιχεία και λογαριασμούς, του κοινοποίησε "Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας" για το φορολογικό έτος 1981 για το ποσό των Λ.Κ. 2.406,11. Ο Γενικός Λογιστής έλαβε γνώση της απόφασης με αποτέλεσμα ο πληρωτέος φόρος να παρακρατηθεί από το φιλοδώρημα του αιτητή. Ο αιτητής , ο οποίος είχε στο μεταξύ δηλώσει ότι είχε για την περίοδο εκείνη κερδαινόμενο εισόδημα από πώληση διαμερισμάτων, υπέβαλε ένσταση κατά της φορολογίας. Με απαντητική του επιστολή ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος πληροφόρησε τον αιτητή ότι ήταν διατεθειμένος να αναθεωρήσει τη φορολογία, νοουμένου ότι θα προσκομίζονταν όλα τα απαραίτητα στοιχεία αναφορικά με τα κέρδη που ο αιτητής είχε αποκομίσει από την πώληση των διαμερισμάτων του. Στις 15/2/1985, ο αιτητής υπέβαλε μέσω εγκεκριμένου λογιστή ελεγμένους λογαριασμούς που αφορούσαν μεταξύ άλλων κέρδη και ζημιές από ανέγερση και πώληση διαμερισμάτων και καταστημάτων για την περίοδο από 1/3/1978 μέχρι 31/12/1982. Ακολούθησε αναθεώρηση της φορολογίας για το έτος 1981 και κοινοποίηση στον αιτητή νέας ειδοποίησης με επιστρεπτέο φόρο Λ.Κ. 1.461,83. Στο μεταξύ και αφού προέκυψε διάσταση απόψεων μεταξύ του αιτητή και του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων αναφορικά με τις Δηλώσεις Ακίνητης Ιδιοκτησίας για την περίοδο 1982-1986 και ειδικότερα σε σχέση με τα στοιχεία των τίτλων ιδιοκτησίας των καταστημάτων και διαμερισμάτων της πολυκατοικίας του αιτητή, κοινοποιήθηκαν στον αιτητή Αναθεωρημένες Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας για τα έτη 1982-1986 και με βάση την αγοραία αξία κατά την 1/1/1980, της ακίνητης ιδιοκτησίας του αιτητή, επιβλήθηκε στον αιτητή η καταβολή διάφορων ποσών. Ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε και ακολούθως εκδόθηκαν εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων. Ο αιτητής καταχώρησε την υπ' αρ. 1/97 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε ως πρόδηλα αβάσιμη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 134.2 του Συντάγματος, αφού οι αξιούμενες θεραπείες δεν ενέπιπταν μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ακολούθησαν επιστολές του αιτητή προς το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και συναντήσεις του με αρμόδιους λειτουργούς, που απέβησαν άκαρπες. Με επιστολή του ημερομηνίας 28/3/2000 ο αιτητής αρνείτο να καταβάλει το ποσό των £843,03 σαν φόρο Ακίνητης Ιδιοκτησίας και τόκους για την περίοδο 1982-1986, αφού όπως ισχυριζόταν είχε τακτοποιήσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις με τη μεταβίβαση των διαμερισμάτων την 9/1/1986. Ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων με απόφαση του ημερομηνίας 5/6/2000 πληροφόρησε τον αιτητή ότι η ένστασή του, που περιεχόταν στην επιστολή του της 28/3/2000, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί "δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει ο Νόμος".
(β) Η προσφυγή.
Δύο χρόνια μετά την απόρριψη του αιτήματός του ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά,
"A. Επιστροφή φόρου εισοδήματος £2.406,11 βάσει φορολογίας 81/82/10.
Β. Επιστροφή φόρου ακίνητης περιουσίας £722,06 βάσει φορολογίας 119820121117, 119830143287, 119840141677, 119850132527, 119860153127.
Γ. Διαγραφή ποσού £122,28 τόκου από το φορολογικό φάκελο 0683932 Χ.
Δ. Τόκο.
Ε. Έξοδα."
�
Όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής (που, όπως έχει αναφερθεί, χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή του) διατυπώνει βασικά τη θέση ότι δεν οφείλει οποιαδήποτε ποσά και προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας διαφόρων διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, αξιώνει την επιστροφή του ποσού των £2.406,11 (που του είχε αποκοπεί από το φιλοδώρημα του), £722,06 τις οποίες κατέβαλε στις 9/6/2000 (ως φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς μεταβίβασης ενός διαμερίσματος), όπως επίσης και τη διαγραφή τόκων ύψους £122,28.
(γ) Οι προδικαστικές ενστάσεις των καθ'ων η αίτηση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υπέβαλε ότι η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει προβάλλοντας τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους υπό τύπο προδικαστικών ενστάσεων:
(i) Η προσφυγή είναι απαράδεκτη γιατί δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος,
(ii) Η προσφυγή είναι πρόδηλα αβάσιμη (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 134.2 του Συντάγματος),
(iii) Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη,
(iv) Οι προσβαλλόμενες "πράξεις" δεν είναι συναφείς,
(v) Ο αιτητής στερείται του απαραίτητου ενεστώτος έννομου συμφέροντος και
(vi) Το αίτημα θεραπείας Α΄ καλύπτεται από τον κανόνα του δεδικασμένου.
(i) και (ii): Η προσφυγή είναι έκδηλα αβάσιμη και δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη.
�
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ότι τα αιτήματα του αιτητή δεν είναι η ακύρωση διοικητικών πράξεων αλλά η επιστροφή φόρου εισοδήματος (που καταβλήθηκε για τα έτη 1980-1982) και η επιστροφή φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας (που εξοφλήθηκε στις 14/3/2000). Πρόκειται, κατά την άποψή της, για αιτήματα που δεν εμπίπτουν μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος και τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα όσα επισημάνθηκαν στην υπόθεση Χριστάκης Μιχαήλ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2602).
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος παρέχει στο Δικαστήριο το δικαίωμα να απορρίψει με ομόφωνη απόφαση, χωρίς δημόσια συζήτηση, προσφυγή που εμφανίζεται ως πρόδηλα αβάσιμη. (Βλ. σχετικά Demetrios Papademetriou v. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers (1977) 3 C.L.R. 411). Χαρακτηριστικά, ο Δικαστής Νικολαΐδης απορρίπτοντας την προσφυγή 1/97, μεταξύ του ίδιου αιτητή (Μιχαήλ ν. Γενικού Εισαγγελέα), τόνισε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
"Η δικαιοδοσία συνοπτικής απόρριψης προσφυγής ή μέρους της θα πρέπει να ασκείται με τη μεγαλύτερη περίσκεψη. Από την άλλη όμως το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να διστάσει να απορρίπτει συνοπτικά υποθέσεις όπου το θέμα που εγείρεται είναι πλήρως εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή είναι προφανώς αβάσιμο. Θέμα εντελώς εκτός της δικαιοδοσίας δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως προδήλως αβάσιμο (Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621, 1625. Βλέπε επίσης Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 754, Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1996) 4 Α.Α.Δ. 628 και Νίκος Μηλιώτης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1914)."
Από τα γεγονότα που έχουν ήδη εκτεθεί καθίσταται προφανής η αποτυχία του αιτητή να καθορίσει το αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας την οποία ο ίδιος επικαλείται για τη χορήγηση θεραπείας. Ο αιτητής φαίνεται ότι διαφωνούσε με τις κατά καιρούς κοινοποιηθείσες προς αυτόν ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, παρέλειψε όμως συστηματικά να τις προσβάλει εμπρόθεσμα, μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εξαντλούσε δε τις αντιδράσεις του με επιστολές που κατά καιρούς κοινοποιούσε προς τους αρμόδιους λειτουργούς και τον Υπουργό Οικονομικών. Όταν τελικά αποφάσισε να αμφισβητήσει τις διάφορες αποφάσεις σε σχέση με φορολογίες που του είχαν στο παρελθόν επιβληθεί, κατέφυγε στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, αγνοώντας προφανώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες καθίσταται παραδεκτή η άσκηση προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η έλλειψη νομικής κατάρτισης του αιτητή, όσο καλόπιστα και αν αντιμετωπισθεί, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση των τυπικών προϋποθέσεων άσκησης προσφυγής, ούτε στον εκμηδενισμό της σημασίας των δικογράφων ως μέσων προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 607). Στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, όπου συζητήθηκαν ζητήματα που αφορούσαν τη σύνταξη δικογράφου από μη νομικό, τις συνέπειες των παραβάσεων των διαδικαστικών κανονισμών και τις προβλεπόμενες δικονομικές χαλαρώσεις υπέρ των προσώπων που χειρίζονται προσωπικά τις υποθέσεις τους. Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκαν χαρακτηριστικά τα πιο κάτω (σελ. 533-534):
"Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 146. Είναι συνυφασμένες με το αντικείμενο της αναθεώρησης, την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση ή ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται και την αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης με το διατακτικό να εκτελεστεί παν παραλειφθέν. Η τελευταία θεραπεία δεν μας αφορά· σχετίζεται αποκλειστικά με παραλείψεις στην εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο οριστικοποιεί ο νόμος. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται.
Στην προσφυγή του εφεσείοντα δεν καθορίζονται οι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που προσβάλλονται ούτε επιζητείται θεραπεία γνωστή στο Σύνταγμα. Προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί βάσει της παραγράφου 4(γ) μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος, το οποίο θετικά επιβάλλει ο Νόμος. (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165· Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd. 1995 3 A.A.Δ. 400· Mustafa Humza Uludag v. Republic 5 R.S.C.C. 131· Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1· The Cyprus Tannery Ltd. v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 405· Ekaterini Colocassidou Costea v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115)."
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει παραδεκτό αίτημα για χορήγηση θεραπείας. Έστω και αν οι θεραπείες που ζητούνται στις παραγράφους Α και Β θα μπορούσαν να εξεταστούν, παρατηρείται ότι είναι εκπρόθεσμες. Αναφορικά με τη διαγραφή οφειλόμενου τόκου (Θεραπεία Γ), σημειώνεται ότι όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος που επιβάλλεται ρητά από το Νόμο.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.