ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 845/2002)
29 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
GEORGIOS ELIA BUILDING AND CIVIL ENGINEERING
CONTRACTORS LIMITED,
ΑΙΤΗΤΡΙΑ,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ.
Κ. Κενεβέζος για Π. Ιωαννίδη, για την Αιτήτρια.
Ν. Νικολαΐδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε. Λουκά (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη ή/και απόφαση που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με την επιστολή με ημερομηνία 6/8/2002, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α στην παρούσα, με την οποία η προσφορά αρ. 7/2002 για την ανέγερση του 2ου ορόφου στο Νέο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας κατακυρώθηκε στην εταιρεία Ξ. Α. ΚΟΝΤΕΑΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ. αντί ή/και στη θέση της Αιτήτριας ή/και κατά αποκλεισμό της προσφοράς της Αιτήτριας, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.»
Το Τμήμα Δημοσίων Έργων προκήρυξε προσφορές για την ανέγερση 2ου ορόφου στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας που έληγαν στις 17.5.2002. Υπεβλήθηκαν τελικά στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών τέσσερις προσφορές μεταξύ των οποίων αυτή των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους (Ε/Μ). Τα πρωτότυπα των προσφορών παραδόθηκαν στον εκπρόσωπο του Τμήματος Δημοσίων Έργων για αξιολόγηση και την υποβολή εισηγήσεων.
Οι αιτητές σαράντα μέρες μετά την υποβολή των προσφορών στις 27.6.2002 απέστειλαν επιστολή προς τον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, στην οποία ισχυρίζετο ότι η παροχή προσωπικής τραπεζικής επιταγής ως εγγύηση όπως προβλέπετο στον όρο 5 των προσφορών, ενείχε θέση τραπεζικής εγγύησης. Ισχυρίζετο ότι νομότυπα δόθηκε η επιταγή και τον καλούσε όπως μη απορριφθεί η προσφορά του.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης υπέβαλε με επιστολή της ημερ. 9.7.2002 την έκθεση της.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, κατά τη συνεδρία του στις 24.7.2002 αποφάσισε όπως κατακυρώσει την προσφορά στον πιο χαμηλό και έγκυρο προσφοροδότη που ήταν το Ε/Μ. Το Συμβούλιο εξέτασε και το περιεχόμενο της επιστολής των αιτητών, ημερ. 27.6.2002 και επιβεβαίωσε τη θέση της Επιτροπής Αξιολόγησης για την ακυρότητα της προσφοράς τους γιατί αυτή δεν συνοδεύετο από τραπεζική εγγύηση, ως επέβαλλε ο όρος 5 των οδηγιών προς τους προσφοροδότες. Συγκεκριμένα αναφέρει η Επιτροπή ότι «Η προσφορά δεν συμπεριλάμβανε την απαιτούμενη Τραπεζική εγγύηση για την προσφορά και θα πρέπει να θεωρείται άκυρη σύμφωνα με την παράγραφο 5 των οδηγιών προς τους προσφοροδότες.»
Οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή ένσταση που κατέθεσαν προβάλλουν προδικαστική ένσταση την οποία και αναπτύσσουν σε έκταση στη γραπτή αγόρευση της ευπαιδεύτου δικηγόρου τους. Ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν την επίδικη πράξη γιατί η προσφορά που υπέβαλαν ήταν άκυρη αφού παραβίαζε ουσιώδη όρο των προσφορών. Είναι ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση ότι οι αιτητές παραβίασαν τον όρο 5.1 των Οδηγιών προς τους Προσφοροδότες, ουσιώδη όρο των προσφορών.
Ο όρος 5.1 έχει ως εξής:-
«Οι προσφορές πρέπει να συνοδεύονται με εγγύηση συμμετοχής με την υποβολή εγγύησης από Τραπεζικά Πιστωτικά Ιδρύματα που λειτουργούν στην Κύπρο ή από Συνεργατικά Ιδρύματα εγκεκριμένα από το Γενικό Λογιστή, για ποσό ίσο με £50.000 στο όνομα του Γενικού λογιστή Προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.»
Οι αιτητές παραδέχονται ότι η προσφορά τους δεν συνοδεύετο από τραπεζική εγγύηση θεωρώντας ότι ο όρος αυτός δεν ήταν ουσιώδης.
Αντί τραπεζικής εγγύησης προσέφεραν υπογεγραμμένη επιταγή η οποία εκδόθηκε από τους ίδιους.
Μετά την παραδοχή των αιτητών ότι πράγματι δεν έχουν συνοδεύσει την προσφορά τους με την απαιτούμενη από τους όρους του διαγωνισμού τραπεζική εγγύηση, το μόνο που παραμένει είναι η εξέταση του ζητήματος αν ο όρος 5.1 είναι ουσιώδης όρος των προσφορών ή όχι. Εάν ο όρος κριθεί ότι ήταν ουσιώδης και ορθά κρίθηκε η προσφορά των αιτητών ως άκυρη τότε οι αιτητές, σύμφωνα με τη νομολογία, στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν την επίδικη πράξη.
Σύμφωνα με τη νομολογία ουσιαστικό κριτήριο για την κατάταξη ενός όρους ως ουσιώδους αποτελεί η διαπίστωση ότι παράλειψη συμμόρφωσης με αυτόν θα είχε σαν αποτέλεσμα τη μη αποδοχή της προσφοράς. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσον αφορά παρόμοιο όρο, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, έκρινε ότι αυτός ήταν ουσιώδης. Με την προκήρυξη ενός διαγωνισμού σκοπείται η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, προς τούτο δε με το συγκεκριμένο όρο επιδιώκεται να δεσμεύσει τον προσφοροδότη να τηρήσει τους όρους της προκήρυξης ως επίσης και να διασφαλίσει το Δημόσιο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του με αυτούς. Είναι ζήτημα ουσιαστικό διότι συντελεί στην πιστή τήρηση των όρων προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η απόκλιση ή παρέκκλιση από τέτοιον όρο αποτελεί ουσιαστική παράβαση, που κανονικά οδηγεί σε αποκλεισμό του ενδιαφερομένου.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α.Η.Κ. ν. Bulk Oil Ag. (1997) 3 A.Α.Δ. 182 και προς επιβεβαίωση των πιο πάνω θέσεων, αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 186:-
«Διαφωνούμε. Ο όρος 11.3 της προκήρυξης ήταν ουσιώδης γιατί η σημασία του ήταν κρίσιμη. Αυτό αναδεικνύεται και από το ότι καθίστατο επιτακτική η απόρριψη της προσφοράς δυνάμει του όρου 11.4 σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Καθώς λέχθηκε στην Tamassos Tobacco Suppliers & Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία (στη σελ. 72):
«Είναι θεμελιωμένο ότι όρος της προσφοράς συνιστά, ανάλογα με τη σημασία του, ουσιώδη ή επουσιώδη προδιαγραφή για συμμετοχή στο διαγωνισμό. Προσφορά η οποία δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται σε ουσιώδη όρο του διαγωνισμού, είναι άκυρη και κατ' επέκταση, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης (βλ. μεταξύ άλλων, K. & M. Transport v. E.F.A. and Others (1987) 3 C.L.R. 1939 και P. STEFF & CO. v. Δημοκρατίας - Υπόθεση 891/88, η απόφαση εκδόθηκε στις 11/10/90 και θα δημοσιευθεί στο (1990) 3 Α.Α.Δ.). Συμμόρφωση με τις ουσιώδεις πρόνοιες του πλειοδοτικού διαγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση για συμμετοχή σ' αυτό.»
Η εξασφάλιση που πρότεινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι απαιτείτο. Δεν επρόκειτο για επουσιώδη απόκλιση από τον όρο 11.4 αλλά για υπαλλακτική πρόταση, εντελώς εκτός του όρου. Που ήταν μάλιστα και υποδεέστερη της προβλεπόμενης. Διότι δεν κάλυπτε όλα τα ενδεχόμενα για τα οποία προοριζόταν η προβλεπόμενη, όπως αυτά εκτίθεντο στον όρο 11.7 της προκήρυξης. Αλλά και διότι άφηνε ερωτηματικό αναφορικά με τις δυνατότητες κατάσχεσής της. Ήταν, δηλαδή, όχι μόνο εντελώς διαφορετική αλλά και εντελώς ανεπαρκής. Επιπλέον, κατέτεινε και από τη φύση της σε ανισότητα η οποία ευνοούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με αναφορά στο τί θα μπορούσε να συνεπαγόταν η εξασφάλιση από άποψη κόστους.»
Όπως ανέφερα πιο πάνω οι αιτητές συνειδητά δεν συνόδευσαν την προσφορά τους με τραπεζική εγγύηση, όπως επέβαλλε επιτακτικά ο όρος 5.1, αλλά με μια δική τους επιταγή. Η μεταγενέστερη επιστολή τους προς τους καθ' ων η αίτηση στην οποία εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους ενήργησαν με τον τρόπο αυτό είναι άνευ σημασίας. Οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτητές δεν ανατρέχουν ούτε αναιρούν το γεγονός της μη συμμόρφωσης τους προς ουσιώδη όρο του διαγωνισμού ούτε μπορούν να τύχουν οποιασδήποτε εξέτασης από το Δικαστήριο. Ήταν δική τους επιλογή η οποία όμως οδήγησε σε ακυρότητα την προσφορά τους.
Εφ' όσον οι αιτητές δεν είχαν συμμορφωθεί με τον επίμαχο όρο, ουσιώδη όρο των προσφορών, δεν είχαν, ως εκ τούτου, δικαίωμα υποβολής προσφοράς. Ένεκα τούτου δεν είχαν έννομο συμφέρον κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.
Οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην άσκηση της παρούσας προσφυγής. Ακολουθεί ότι η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Θέλω να τονίσω ότι τα πράγματα ενδεχόμενα θα ήσαν διαφορετικά σε περίπτωση που οι αιτητές είχαν προωθήσει λόγο ακύρωσης σε σχέση με τη νομιμότητα περίληψης του επίδικου όρου στους όρους της προσφοράς. Δεν έχουν, όμως, προβάλει τέτοιο λόγο ακύρωσης.
Κατά συνέπεια η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Οι αιτητές καταδικάζονται στα έξοδα τόσο των καθ' ων η αίτηση όσο και του ενδιαφερομένου μέρους.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ