ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 410/2003)
12 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Ι. Νικολάου., για τον Αιτητή.
Α. Βασιλειάδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 26.10.99 (η πρώτη ακυρωτική απόφαση) ακυρώθηκε η από 15.5.94 προαγωγή του Θεοφάνους Μιχαήλ (το Ε.Μ.) στη θέση Ειδικού Ιατρού (Χειρουργικής) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (η επίδικη θέση) (Βλ. Κυριάκος Παπακυριακού ν. Ε.Δ.Υ., Α.Ε. 2365/26.10.99). Η πρώτη ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε ύστερα από έφεση που είχε ασκηθεί από τον αιτητή. Οι λόγοι ακύρωσης έχουν ως εξής:
Η Ολομέλεια διευκρίνισε με τα εξής το συμπέρασμα 2, πιο πάνω: «Θα υπάρξει επανεξέταση και αναμένεται πως η Ε.Δ.Υ. θα ενδιατρίψει στα θέματα που εγείρονται. Ιδίως στην εξαγωγή του συμπεράσματος για 'μακρύτερη πείρα στη χειρουργική' με αναφορά στην υπηρεσία των δύο ως έκτακτων χειρούργων». Περαιτέρω η απόφαση της Ολομέλειας κατέγραψε τη σχετική θέση του αιτητή που ισχυρίστηκε ότι, αν λαμβανόταν υπόψη το σύνολο της χειρουργικής τους πείρας, ανεξάρτητα αν αυτή κτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία και με ποιο τρόπο, θα φαινόταν πως ήταν ο εμπειρότερος.
Ύστερα από την πρώτη ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Με απόφαση της, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 21.1.2000, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να προάξει το Ε.Μ. στην επίδικη θέση αναδρομικά από τις 15.5.94. Εναντίον της απόφασης εκείνης ασκήθηκε από τον αιτητή η Προσφυγή 397/2000. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 22.10.2002 (η δεύτερη ακυρωτική απόφαση) ακύρωσε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση (βλ. Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 397/2000/22.10.2002). Οι λόγοι ακύρωσης έχουν ως εξής:
Καταγράφω το σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης:
«Περαιτέρω και η έρευνα ήταν ελλιπής. Έμεινε ανερεύνητη η 4ετής πείρα του αιτητή στην Ελλάδα. Αφού η Ε.Δ.Υ. επέδωσε τόση σημασία στην αρχική τριετία, όφειλε να διερευνήσει το είδος και εύρος των εμπειριών που ο αιτητής απέκτησε εκεί, πράγμα που δεν έγινε. Την υποχρέωση αυτή επέβαλλε και το δεδικασμένο που σαφώς, για τους λόγους που υποδείχθηκαν, παραβιάστηκε. Η απόφαση είναι ακυρωτέα και για πλάνη αναφορικά με την έννοια της πείρας και τα δεδομένα που υπήρχαν σ΄ αυτή την περίπτωση. Όντως το ζωτικό αυτό θέμα κρίθηκε πάνω σε λανθασμένη βάση. Το είδος των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον αιτητή κατά την κρίσιμη περίοδο δεν μπορούσε να προσμετρήσει σε βάρος του.»
Ύστερα από την δεύτερη ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη συνεδρία της ημερ. 18.12.2002.
Κατά την πιο πάνω συνεδρία της η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της τη σύσταση του προηγούμενου Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Μαλλιώτη Γεώργιου, όπως αυτή είχε υποβληθεί κατά την αρχική εξέταση του θέματος στη συνεδρία της με ημερ. 8.4.94. Η εν λόγω σύσταση αφορούσε δύο υποψηφίους, τους Παπακυριακού και Θεοφάνους, και παρόλο που μέχρι στιγμής η Ε.Δ.Υ. την ελάμβανε υπόψη έστω και αν αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το Νόμο, ο οποίος δεν προβλέπει σε οποιοδήποτε σημείο την υποβολή διπλής σύστασης, έκρινε ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η εν λόγω παρατυπία και αποφάσισε να καλέσει ενώπιόν της το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας για να υποβάλει, με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, νέα αιτιολογημένη σύσταση. Η Ε.Δ.Υ. επεσήμανε σχετικά ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 397/00 ο ίδιος ο δικηγόρος του αιτητή, κ. Ιωνάς Νικολάου, υπέβαλε ότι ο Διευθυντής έπρεπε να προτείνει για προαγωγή μόνο τον ένα από τους δύο υποψηφίους για το λόγο ότι η σύστασή του για προαγωγή και των δύο συνιστά παραβίαση των προνοιών του άρθρου 35 του Νόμου 1/90.
Ύστερα από αυτό, προσήλθε στη συνεδρία ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Κωνσταντίνος Μαλλής, ο οποίος προβαίνοντας σε σύσταση, ανέφερε τα εξής και αποχώρησε από τη συνεδρία:
«Όλα όσα αναφέρω ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε.
Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, μελέτησα το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, διαβουλεύθηκα και έλαβα υπόψη μου τις απόψεις των συνεργατών μου και έχοντας, επίσης, υπόψη μου τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης προσόντα, καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και αφού μελέτησα τις αποφάσεις και σημείωσα τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον Θεοφάνους Μιχαήλ.
Ο Θεοφάνους από πλευράς αξίας είναι ίσος με τον Παπακυριακού και υπερέχει οριακά του Μιχαηλίδη Κώστα. Από πλευράς αρχαιότητας υστερεί έναντι του Μιχαηλίδη στην προηγούμενη θέση και έναντι του Παπακυριακού ως προς την ημερομηνία γέννησης.
Ο συστηνόμενος εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εκτελεί τα καθήκοντα του με μεγάλη επιτυχία. Έχει έφεση για μάθηση, όπως και ο Παπακυριακού. Δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους ασθενείς, ένα ενδιαφέρον που επεκτείνεται και πέραν του κανονικού ωραρίου. Καλλιεργεί το ομαδικό πνεύμα εργασίας μέσα στην ομάδα και την καθοδηγεί σωστά και αποτελεσματικά. Αντέχει στην πίεση της εργασίας. Η αξιοποίηση του χρόνου του είναι η καλύτερη δυνατή. Όλες αυτές οι ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτει, και τις οποίες διαθέτουν περίπου στον ίδιο βαθμό και οι μη συστηνόμενοι υποψήφιοι, συμβάλλουν στην αύξηση της απόδοσης και παραγωγικότητας. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την αξιολόγηση που έκαμα των πληροφοριών που συνέλεξα και από προσωπική γνώση και εμπειρία που έχω για τους υποψηφίους και έχοντας, επίσης, υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και του ρόλου που θα διαδραματίσει ο υποψήφιος που θα προαχθεί στη θέση Ειδικού Ιατρού, κρίνω ως καταλληλότερο τον Θεοφάνους για να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης Ειδικού Ιατρού, ο οποίος θα ανταποκριθεί με επιτυχία εάν προαχθεί.
Προβαίνοντας στην πιο πάνω σύσταση, έλαβα υπόψη μου ότι οι Παπακυριακού και Μιχαηλίδης, διαθέτουν διδακτορικό τίτλο, που παρόλο ότι του Παπακυριακού είναι σχετικός με την εργασία του, εντούτοις τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, τους προσέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.
Σε μια συνεκτίμηση όλων των στη διάθεσή μου στοιχείων, δεδομένων και πληροφοριών, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον Θεοφάνους Μιχαήλ και είμαι πεπεισμένος ότι θα ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης.»
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, και προς τούτο εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή. Έκρινε ότι ο Θεοφάνους Μιχαήλ (το Ε.Μ.) υπερείχε έναντι των άλλων δύο υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.5.94.
Λαμβάνοντας την πιο πάνω απόφαση η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να προβεί σε ιδιαίτερη σύγκριση του Θεοφάνους (Ε.Μ.) που επιλέγηκε (α) με τον Παπακυριακού (αιτητή) και (β) με τον Μιχαηλίδη, ο οποίος προηγείται σε αρχαιότητα στην προηγούμενη τους θέση. Καταγράφω το πρακτικό της σύγκρισης του Ε.Μ. με τον αιτητή:
«(α) Σύγκριση Θεοφάνους με Παπακυριακού.
Οι Θεοφάνους και Παπακυριακού είναι ίσοι σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη και έχουν και οι δύο μετεκπαιδευθεί στις εξελιγμένες μεθόδους της χειρουργικής.
Ο Θεοφάνους έχει την ίδια περίπου αρχαιότητα με τον Παπακυριακού. Η διαφορά τους είναι οριακή και ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης και γι΄ αυτό η Επιτροπή ελάχιστη σημασία αποδίδει σ΄ αυτήν. Εξάλλου, η υπό πλήρωση θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και, όπως έχει νομολογηθεί, η αρχαιότητα, ιδίως όταν είναι οριακή, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας.
Όσον αφορά τα προσόντα των δύο εν λόγω υποψηφίων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι και οι δύο έχουν ειδικότητα στη Χειρουργική και ο Παπακυριακού έχει, επιπρόσθετα, και διδακτορικό τίτλο, τον οποίο απέκτησε το έτος 1989. Ο εν λόγω διδακτορικός τίτλος του Παπακυριακού, αν και είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης, δεν αποτελεί, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέδωσε σ΄ αυτόν μικρή σημασία.
΄Οσον αφορά την πείρα των δύο υποψηφίων, τόσο στη δημόσια υπηρεσία όσο και στον ιδιωτικό τομέα, και έχοντας υπόψη ότι το θέμα αυτό απασχόλησε τόσο το Δικαστήριο όσο και την ίδια την Επιτροπή στο παρελθόν, καθώς και τις διαφορετικές απόψεις που αναπτύχθηκαν, η Επιτροπή, υπό τις περιστάσεις και ειδικότερα υπό το φως της σχετικής Νομολογίας (βλ. Πρ. 50/94 - Ευστάθιος Τούρβας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας), σύμφωνα με την οποία το είδος των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο δεν μπορούν να προσμετρήσουν σε βάρος του, κρίνει ότι οι δύο υποψήφιοι, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, παρουσιάζουν την ίδια περίπου εικόνα τόσο από απόψεως διάρκειας πείρας όσο και από απόψεως περιεχομένου πείρας. Η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να σημειώσει στο σημείο αυτό την αναφορά στη σελίδα 10 της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 397/00 ότι αποφασιστικό ρόλο κατά την επιλογή πρέπει να έχει κυρίως η πείρα σε θέση που προηγείται της επίδικης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η θέση Επιμελητή, την οποία και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν από την 1.5.90.
Τέλος, ο Θεοφάνους διαθέτει την υπέρ του νόμιμη σύσταση του Διευθυντή, η οποία, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, τον θέτει σε πλεονεκτικότερη θέση και συνηγορεί στην επιλογή του ως τον καταλληλότερο για προαγωγή.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Αναιτιολόγητη, παράνομη και άκυρη η σύσταση του Διευθυντή.
Ο κ. Νικολάου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, αφού στηρίχθηκε σε πάσχουσα προπαρασκευαστική πράξη ήτοι στη σύσταση του Διευθυντή η οποία είναι αναιτιολόγητη, παράνομη και άκυρη, ως μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Ήταν περαιτέρω η θέση του κ. Νικολάου πως η σύσταση είναι άκυρη και παράνομη καθότι υπερτονίζει στοιχεία και/ή ιδιότητες για τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνται ισάξια στις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής προτίμησε το Ε.Μ. αφού έλαβε, ανάμεσα σ΄ άλλα, τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Σε σχέση με το πρώτο στοιχείο - της αξίας - ανέφερε ότι οι δύο υποψήφιοι είναι ίσοι. Σε σχέση με τα προσόντα ο Διευθυντής ανέφερε ότι ο αιτητής διαθέτει διδακτορικό τίτλο «που παρόλο ότι είναι σχετικός με την εργασία του, εν τούτοις τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν» και ως εκ τούτου τους προσέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.
Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας ο Διευθυντής ανέφερε ότι το Ε.Μ. υστερεί έναντι του αιτητή «ως προς την ημερομηνία γέννησης».
Διαπιστώνω, επομένως, ότι με βάση τα στοιχεία των φακέλων το Ε.Μ. δεν υπερέχει του αιτητή σε σχέση με τα πιο πάνω τρία κριτήρια. Αντίθετα οι δύο υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς το στοιχείο της αξίας ενώ ο αιτητής υπερέχει - οριακά έστω - ως προς τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας. Κατά συνέπεια το μέρος αυτό της σύστασης δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου.
Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία του φακέλου - σε ότι αφορά τα πιο πάνω 3 κριτήρια - δεν δίδουν υπεροχή στο Ε.Μ. ο Διευθυντής προτίμησε το Ε.Μ. προφανώς λόγω των ιδιοτήτων που του απέδωσε στην παραγ. 4 της σύστασης του. Ωστόσο δήλωσε ότι «όλες αυτές οι ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτει - το Ε.Μ. - τις διαθέτουν περίπου στον ίδιο βαθμό και οι μη συστηνόμενοι», στους οποίους περιλαμβανόταν και ο αιτητής.
Παρά ταύτα ο Διευθυντής προτίμησε το Ε.Μ. αφού έλαβε υπόψη:
(α) Την αξιολόγηση που έκαμε των πληροφοριών που συνέλεξε.
(β) Την προσωπική γνώση και εμπειρία που είχε για τους υποψηφίους σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και του ρόλου που θα διαδραματίσει ο υποψήφιος.
Παρατηρώ: Μέσα από τις προσωπικές γνώσεις και εμπειρίες του ο Διευθυντής πρέπει να είχε αποκομίσει τα όσα ανέφερε σε σχέση με τις ιδιότητες και ικανότητες του Ε.Μ. ήτοι την έφεση για μάθηση, το ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους ασθενείς, την καλλιέργεια ομαδικού πνεύματος, την αντοχή στην πίεση εργασίας και την αξιοποίηση του χρόνου. Πλην, όμως, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, ο Διευθυντής δήλωσε ότι «όλες αυτές τις ιδιότητες και ικανότητες» τις διαθέτει περίπου στον ίδιο βαθμό και ο αιτητής.
Επομένως οι εν λόγω ιδιότητες δεν μπορούσαν να δώσουν προβάδισμα ή να δικαιολογήσουν την προτίμηση του Ε.Μ. από το Διευθυντή. Αν «από την προσωπική γνώση και εμπειρία που είχε ο Διευθυντής για τους υποψηφίους» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ε.Μ. διαθέτει πέρα από τις πιο πάνω ιδιότητες και ικανότητες, και άλλες ιδιότητες και ικανότητες αυτές έπρεπε να είχαν αναφερθεί ή εξειδικευθεί από το Διευθυντή, για τους εξής λόγους:
(α) Για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
(β) Για να εξεταστεί κατά πόσο σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας.
(γ) Για να εξεταστεί κατά πόσο οι εν λόγω ιδιότητες και ικανότητες βρίσκονται σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων και κατά πόσο καθιστούν το Ε.Μ. καλύτερο υποψήφιο.
Το αρ. 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90) απαιτεί όπως οι συστάσεις του Διευθυντή είναι αιτιολογημένες. Αυτό σημαίνει ότι ο Διευθυντής πρέπει να αιτιολογήσει την προτίμηση του. Να εξηγήσει γιατί θεωρεί το Ε.Μ. καλύτερο υποψήφιο από το Ε.Μ.. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί ο Διευθυντής προτίμησε το Ε.Μ. αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Λαμβάνω υπόψη την πιο πάνω διαπίστωση μου σύμφωνα με την οποία το μέρος αυτό της σύστασης δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Επί του προκειμένου η θέση της νομολογίας είναι ξεκάθαρη. Η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).
Το διορίζον όργανο όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).
Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).
Κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της σύστασης αυτό αναφέρεται στις ιδιότητες και ικανότητες του Ε.Μ.. Έχω ήδη αποφανθεί ότι αυτές δεν μπορούσαν να δώσουν προβάδισμα ή να δικαιολογήσουν την προτίμηση του Ε.Μ. από το Διευθυντή. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν έγκυρη αιτιολογία.
Τέλος, αναφορικά με το τρίτο σκέλος της σύστασης που αναφέρεται στην προσωπική γνώση και εμπειρία του Διευθυντή έχω, για τους λόγους που έχω εξηγήσει (βλ. σελ. 9, πιο πάνω), αποφανθεί ότι έπρεπε να είχαν αναφερθεί ή εξειδικευθεί από το Διευθυντή. Στην απουσία τέτοιας αναφοράς ή εξειδίκευσης η προσωπική γνώση και εμπειρία του Διευθυντή δεν συνιστούν έγκυρη αιτιολογία της προτίμησης του.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αιτιολογημένη. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Παράβαση του δεδικασμένου - Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Ο κ. Νικολάου υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο που απορρέει από τις πιο πάνω δύο ακυρωτικές αποφάσεις, σε σχέση με το θέμα της πείρας. Υπέβαλε περαιτέρω ότι η Ε.Δ.Υ. είχε καθήκον να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, σύμφωνα με τις πιο πάνω δύο ακυρωτικές αποφάσεις, ιδίως όσον αφορά την πείρα των δύο υποψηφίων στη χειρουργική με ιδιαίτερη αναφορά στην υπηρεσία των δύο υποψηφίων ως έκτακτων χειρούργων. Τέλος ο κ. Νικολάου υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να δώσει σαφή αιτιολογία. Έχει διατυπώσει την αιτιολογία της κατά γενικό και αόριστο τρόπο «ώστε να μην προκύπτει με ποιά στοιχεία μορφώθηκε η κρίση της».
Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση η Ολομέλεια υπέδειξε τα εξής:
«Θα υπάρξει επανεξέταση και αναμένεται πως η Ε.Δ.Υ. θα ενδιατρίψει στα θέματα που εγείρονται. Ιδίως στην εξαγωγή του συμπεράσματος για 'μακρύτερη πείρα στη χειρουργική' με αναφορά στην υπηρεσία των δυο ως έκτακτων λειτουργών. Σημειώνουμε εν προκειμένω τη θέση του αιτητή πως θα έπρεπε να συνυπολογιστεί το σύνολο της χειρουργικής τους πείρας ανεξάρτητα από τον αν αυτή κτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία και πώς, κάτω από τέτοιο πρίσμα, ήταν πιο έμπειρος.»
Στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση κρίθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως έμεινε ανερεύνητη η τετραετής πείρα του αιτητή στην Ελλάδα και ότι είχε σημειωθεί πλάνη αναφορικά με την έννοια της πείρας.
Εξέταση τη προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με το θέμα της πείρας και έκρινε ότι οι δυο υποψήφιοι «παρουσιάζουν την ίδια περίπου εικόνα τόσο από απόψεως διάρκειας πείρας όσο και από απόψεως περιεχομένου πείρας». Επομένως θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Ε.Δ.Υ. διερεύνησε ολόκληρο το φάσμα της πείρας των υποψηφίων όπως είχε υποδειχθεί στις δύο ακυρωτικές αποφάσεις. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται θέμα παράβασης του δεδικασμένου.
Ωστόσο έχει εγερθεί και θέμα έλλειψης αιτιολογίας. Στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273 το θέμα της αιτιολογίας τέθηκε ως εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Στην παρούσα υπόθεση και σε σχέση με το θέμα της πείρας η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι «οι δυο υποψήφιοι παρουσιάζουν την ίδια περίπου εικόνα τόσο από απόψεως διάρκειας πείρας όσο και από απόψεως περιεχομένου πείρας». Ωστόσο η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να παραθέσει τα στοιχεία τα οποία την οδήγησαν στην πιο πάνω κρίση της. Επομένως δεν παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα. Ελλείπουν τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πιο πάνω κρίσης της Ε.Δ.Υ.. Έπεται πως αυτή τυγχάνει αναιτιολόγητη (βλ. Φράγκου, πιο πάνω). Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.