ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπαλουκάς Λουκάς και Άλλοι ν. Eπιτροπής Σιτηρών Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656
Κokos Athanasiou Motors Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 607/2002)
13 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
Z & G RESTAURANT CO. LTD., ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Γ. Σεραφείμ, για την Αιτήτρια.
Ε. Ζαχαριάδου (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την προσφυγή της ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με συστημένη επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία 8/5/2002 [Παράρτημα Α στην παρούσα], και με την οποία απόφαση επιβλήθηκε στην Αιτήτρια συνολικό ποσό ύψους Λ.Κ. 17.728,31 ως βεβαιωθέν συνολικός (επιπρόσθετα) οφειλόμενος από την Αιτήτρια φόρος προστιθέμενης αξίας για την χρονική περίοδο από 1/1/1995 μέχρι 31/12/2001, ποσόν το οποίο η Αιτήτρια κλήθηκε να καταβάλει, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.»
Η αιτήτρια έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη διαχείριση και εκμετάλλευση εστιατορίου στη Λεμεσό. Είναι δε εγγεγραμμένη στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.).
Ο Έφορος του Φ.Π.Α. ασκώντας τις εξουσίες με βάση το Νόμο 246/90 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 95(1)/2000) διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στα υποστατικά της αιτήτριας, η οποία άρχισε στις 29.3.2002 και ολοκληρώθηκε στις 16.4.2002. Κατά την επίσκεψη ζητήθηκαν τα βιβλία και τα αρχεία, τα οποία η αιτήτρια τηρούσε για την περίοδο 1.1.1995 μέχρι 31.12.2001, για να εξεταστούν σε σχέση με τα υποβληθέντα στοιχεία στις φορολογικές δηλώσεις της ίδιας περιόδου.
Από την εξέταση των τηρουμένων βιβλίων και αρχείων για την πιο πάνω περίοδο ο Έφορος διαπίστωσε τα ακόλουθα:-
«Α. Δεν καταχωρείτε στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης σας ημερήσια 'Ζ' όπως προβλέπεται από το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92). Τα ποσά των εισπράξεων που είναι καταχωρημένα στα βιβλία και τις φορολογικές σας δηλώσεις δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε στοιχεία παρόλο που χρησιμοποιείτε ταμειακή μηχανή για την καταχώρηση των εισπράξεών σας.
Β. Από σύγκριση των εισπράξεων της επιχείρησης σας οι οποίες είναι καταχωρημένες σε αναλυτική κορδέλα της ταμειακής σας μηχανής η οποία βρέθηκε στα υποστατικά σας, με τις εισπράξεις που είναι καταχωρημένες στη φορολογική σας δήλωση για την περίοδο από 01/07/2001 μέχρι 30/09/2001 διαπιστώθηκε ότι αρκετά σημαντικό μέρος των εισπράξεών σας δεν καταχωρείται στις φορολογικές δηλώσεις και δεν αποδίδεται το ποσό φόρου εκροών που αναλογεί.
Γ. Δεν τηρείτε καταστάσεις αποθεμάτων που να περιέχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία όσον αφορά τη διακύμανση τους για τη χρονική περίοδο από 01/01/95-31/12/01. Αυτό αποτελεί παράβαση του άρθρου 39(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 και του Άρθρου 3(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92) βάσει του οποίου τα βιβλία και αρχεία πρέπει να περιέχουν τέτοια στοιχεία που να είναι δυνατό να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου.
Δ. Η αξία των πωλήσεων σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλατε παρουσιάζει διαφορά με την αξία των πωλήσεων σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που παρουσιάσατε για τα έτη 1996 και 1998.
Ε. Δεν καταχωρείτε στα βιβλία και αρχεία σας όλα τα τιμολόγια που σας εξέδωσαν οι προμηθευτές σας. Αυτό αποτελεί παράβαση του άρθρου 5(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92).
Οι πιο πάνω ανεπάρκειες και ανακρίβειες των λογιστικών σας βιβλίων, κλονίζουν την αξιοπιστία των ίδιων των βιβλίων όσο και των φορολογικών σας δηλώσεων. Συνεπώς οι φορολογικές δηλώσεις που υποβάλατε είναι ελλιπείς και περιέχουν σφάλματα.»
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα ο Έφορος, διά των αρμοδίων λειτουργών της Υπηρεσίας Φ. Π.Α. έκρινε ότι η αιτήτρια δεν απέδωσε όλο το ποσό του φόρου εκροών που αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή υπηρεσιών που πραγματοποίησε κατά τις φορολογικές περιόδους 1.1.1995 μέχρι 31.12.2001. Ο Έφορος ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90 προέβη σε υπολογισμό του φόρου και βεβαίωση του αφού έλαβε υπόψη:-
«i. Την αξία των εισπράξεων που καταχωρήθηκαν στην αναλυτική κορδέλα της ταμειακής
σας μηχανής για την περίοδο από 01/07/2001 μέχρι 30/09/2001.
Με βάση το ποσό εισπράξεων που είναι στην αναλυτική κορδέλα της ταμειακής μηχανής για την περίοδο Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001 και το ποσό που καταχωρήθηκε στη φορολογική δήλωση για την ίδια περίοδο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ποσοστό 279% δεν καταχωρήθηκε στη φορολογική δήλωση. Με βάση αυτή τη διαφορά ο Έφορος υπελόγισε το φόρο. Ο λειτουργός του Φ.Π.Α. αναφέρει τα εξής:-
«(1) Συγκρίνοντας το ποσό των εισπράξεων που είναι καταχωρημένο στην αναλυτική κορδέλα της ταμειακής μηχανής για την περίοδο 07/01-09/01 και το ποσό που είναι καταχωρημένο για την ίδια περίοδο στη φορολογική δήλωση υπολόγισα το ποσοστό των εισπράξεων που δεν καταχωρήθηκαν στη φορολογική δήλωση το οποίο ανέρχεται σε 279% επί των δηλωθεισών εισπράξεων. Εισηγούμαι για σκοπούς της βεβαίωσης φόρου να χρησιμοποιηθεί ποσοστό 279% για τους μήνες 04 μέχρι 09 και ποσοστό 200% για τους μήνες 01-03 και 10-12 για τους οποίους οι εισπράξεις είναι λιγότερες.
(2) Με βάση τα πιο πάνω ποσοστά απόκρυψης υπολόγισα τις εισπράξεις που δε δηλώθηκαν κατά φορολογική περίοδο και το φόρο εκροών που δεν αποδόθηκε τα συνολικά ποσά των οποίων ανέρχονται σε £232.243,26 και £17.728,30 αντίστοιχα.»
Ως πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου. Ισχυρίζεται η αιτήτρια και αυτό είναι γεγονός, ότι ο Έφορος στη γνωστοποίηση προς αυτή της επίδικης απόφασης παρέλειψε να αναφέρει τη μορφή και τη φύση των διαθέσιμων θεραπειών ή μέσων για την προσβολή της.
Από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης όπως φαίνονται στο διοικητικό φάκελο αποκαλύπτεται ότι η αιτήτρια είχε πλήρη γνώση των δικαιωμάτων της και των μέσων διεκδίκησης τους. Η αιτήτρια, μέσω του λογιστή της, υπέβαλε εμπρόθεσμα αίτηση αναθεώρησης και εν τέλει κατεχώρησαν εμπρόθεσμα την παρούσα προσφυγή. Σύμφωνα με τη νομολογία αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του Νόμου δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξης. (Βλέπε: Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908, ημερ. 16.9.1998).
Περαιτέρω προβάλλεται, ως λόγος ακύρωσης, ο ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος της αιτήτριας της προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η αιτήτρια κλήθηκε επανειλημμένα να παρουσιάσει τη θέση της και έτσι δεν έγινε παραβίαση του δικαιώματος της.
Τέλος η αιτήτρια προβάλλει ως λόγους ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα κακής χρήσης της διακριτικής εξουσίας εκ μέρους του Εφόρου, μη δέουσας έρευνας και μη νόμιμης αιτιολογίας.
Ο Έφορος άσκησε την εξουσία του εφαρμόζοντας το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 το οποίο έχει ως ακολούθως:-
«34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.»
Είναι γεγονός ότι, με βάση τη νομολογία επί τους θέματος, υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής από τον Έφορο του άρθρου 34(1) του νόμου. Η αιτήτρια δεν τηρούσε τα υπό του νόμου αναγκαία βιβλία και οι φορολογικές της δηλώσεις ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. (Βλέπε: KOKOS ATHANASIOU MOTORS LTD. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2000) 3 Α.Α.Δ. 21 και Van Boechel v. Customs and Excise Commissioners (1981) 2 All E.R. 505).
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο Έφορος δεν άσκησε την κρίση του κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο όπως προβλέπεται από το άρθρο 34(1), ούτε η απόφαση του ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ούτε ότι η αιτιολογία είναι επαρκής.
Στην υπόθεση KOKOS ATHANASIOU MOTORS LTD. (πιο πάνω) έχει ερμηνευθεί το άρθρο 34(1) του νόμου και ειδικότερα του όρου «κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.» Στις σελίδες 33 και 34 αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά ενεργοποιήθηκε το άρθρο 34(1) του νόμου που δίδει την εξουσία στον Έφορο να προβεί σε βεβαίωση του φόρου. Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης συνάγεται το συμπέρασμα ότι η βεβαίωση είναι πράξη προσδιορισμού του οφειλόμενου φόρου. Δεν καθορίζεται στη νομοθεσία τρόπος ή μέθοδος υπολογισμού του φόρου. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας «κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του». Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του.
Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου «κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του» μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες Van Boeckel (πιο πάνω) και Argosy v. Inland Revenue Commissioner [1971] 1 W.R.C. 514.
Σύμφωνα με την Van Boeckel «αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Έφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Έφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του.»
Στην Argosy κρίθηκε ότι από τη στιγμή που διαμορφώνεται εύλογη άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση κατ΄ ανάγκη πρέπει να ακολουθηθεί διαδικασία πιθανολόγησης σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης.»
Στην παρούσα υπόθεση ο Έφορος στηρίχθηκε ισοπεδωτικά και αποκλειστικά στη διαφορά που εντόπισε μεταξύ των όσων η αιτήτρια περιέλαβε στη δήλωση της για την περίοδο 1.7.201 μέχρι 30.9.2001 και όσων εντόπισε ως εισπράξεις από τα δελτία «Ζ» της ταμειακής μηχανής. Πράγματι οι εισπράξεις της ταμειακής μηχανής ήταν κατά 279% μεγαλύτερες από αυτές που δηλώθηκαν από την αιτήτρια.
Ο Έφορος με βάση αυτή τη διαφορά του 279% υπολόγισε το φόρο για τις περιόδους 1/4 μέχρι 30/9 εκάστου χρόνου (1995-2001) και 200% για τις περιόδους 1/1 μέχρι 31/3 και 1/10 μέχρι 31/12 για τα ίδια χρόνια (1995-2001). Ο Έφορος δεν δίδει καμιά αιτιολογία στη διαφορά αυτή του 279/% και 200% για τις διάφορες φορολογικές περιόδους των ετών από το 1995 μέχρι το 2001. Είναι επίσης γεγονός ότι ο Έφορος αγνόησε όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που έδωσε η αιτήτρια και βασίσθηκε αποκλειστικά σε ένα και μόνο στοιχείο αυτό το οποίο έχω περιγράψει πιο πάνω. Πέραν τούτου ο Έφορος είχε υποχρέωση να διεξαγάγει δέουσα έρευνα για να καταλήξει στα συμπεράσματα του και ειδικότερα να ερευνήσει τις προμήθειες, λόγου χάρη των ποτών, που είχε η εταιρεία από τους προμηθευτές της.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει ότι ο Έφορος δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά εύλογο και ορθό τρόπο, ούτε και διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα για να καταλήξει σε αιτιολογημένη απόφαση. Βασίστηκε σε ένα και μόνο στοιχείο που είχε παραγνωρίζοντας άλλα τα οποία υπήρχαν ή ήταν δυνατό να ανευρεθούν με δέουσα έρευνα. Είμαι της γνώμης ότι ο Έφορος άσκησε στην παρούσα περίπτωση αυθαίρετα την κρίση του και σύμφωνα με τη νομολογία η απόφαση του υπόκειται σε ακύρωση.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ