ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 482/2004)
27 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Μ. Καλλιγέρου(κα) μαζί με τον Γ. Σεραφείμ, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
΄Οταν η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, τρίτης τάξης, τοποθετήθηκε στην πρώτη βαθμίδα της κλίμακας Α2. Με διάφορα επιχειρήματα (βλέπε Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 246/2002 κ.α., ημερ. 27.5.2003), βασιζόμενη σε συγκεκριμένη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, διεκδίκησε αναδρομική τοποθέτηση στην όγδοη βαθμίδα της κλίμακας Α2.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 23.12.1997, ύστερα από εκτενή αναφορά στο όλο θέμα αποφάσισε να απορρίψει το αίτημά της.
Η απόφαση αυτή της Επιτροπής κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του προέδρου της Ε.Δ.Υ. ημερ. 12.1.1998. Η αιτήτρια παρέλειψε να την αμφισβητήσει. Ειδικότερα παρέλειψε να την προσβάλει με αίτηση ακύρωσης.
Η αιτήτρια συνέχισε τις προσπάθειές της για αναβάθμιση της θέσης της. Σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου της ημερ. 6.6.2001, το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με επιστολή ημερ. 3.1.2002, της κοινοποίησε απόφαση της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 7.12.2001, με την οποία απορριπτόταν το αίτημά της. Την ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβήτησε η αιτήτρια με την προσφυγή υπ΄ αρ. 251/2002, στην οποία το δικαστήριο έκρινε ότι η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ήταν αναρμόδια να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αφού μόνη αρμόδια ήταν η Επιτροπή. Ως αποτέλεσμα το δικαστήριο ακύρωσε, λόγω αναρμοδιότητας, την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με βάση την πιο πάνω δικαστική απόφαση οι δικηγόροι της αιτήτριας απευθύνθηκαν με επιστολή τους ημερ. 23.10.2003, προς την Επιτροπή, ως το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει για την τοποθέτηση της αιτήτριας σε ανάλογη κλίμακα. Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος για πρώτη φορά στη συνεδρία της ημερ. 17.11.2003 και στη συνέχεια, στις 27.1.2004, αφού συνέλεξε και μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την περίπτωση, όπως και την αλληλογραφία που ζήτησε και της απεστάλη από το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Απέρριψε και πάλι το αίτημα της αιτήτριας, επιβεβαιώνοντας την ερμηνεία που είχε δοθεί προηγουμένως.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει, εξ΄ άλλου, ότι η αιτήτρια είχε αποδεκτεί το διορισμό της στη θέση Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας. 3ης τάξης, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ανεπιφύλακτα, αλλά και το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε παραλείψει να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της απορριπτικής προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής για το ίδιο θέμα.
Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση και υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής.
Πότε νεότερη πράξη θεωρείται βεβαιωτική προηγούμενης, πότε υπάρχει νέα έρευνα και εξέταση νέων στοιχείων έχει επανειλημμένα εξεταστεί από τη νομολογία μας. Στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, αναφέρτηκε ότι βεβαιωτικές πράξεις είναι αυτές που βεβαιούται απλώς η εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη επιταγή, ενώ απαριθμούνται οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί μια πράξη βεβαιωτική. Αυτές είναι η ταυτότητα (α) της αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις, (β) του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις, (γ) της διαδικασίας, (δ) της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων και τέλος (ε) του διατακτικού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση. Δεν φαίνεται, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, να έχει υπάρξει οποιαδήποτε νέα έρευνα ή εξέταση οποιωνδήποτε νέων στοιχείων από την Επιτροπή. Απλώς, επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά η απορριπτική απόφαση της Ε.Δ.Υ. επί του αιτήματός της αιτήτριας με σημείωση μάλιστα κάποιων επιβαρυντικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα, την ανεπιφύλακτη αποδοχή του διορισμού της, αλλά και την παράλειψη αμφισβήτησης της πρώτης απόφασης της Επιτροπής επί του θέματος. Δεν νομίζω ότι η παρεμβολή μεταξύ των δύο πράξεων, της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αναφερόταν καθαρά σε θέμα αναρμοδιότητας της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Η πρώτη απόφαση της Επιτροπής είναι σαφής και η δεύτερη απλώς την βεβαιώνει, χωρίς καμιά αλλαγή.
Η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης και συνεπώς, απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ