ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.285/2003)
19 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Αιμ. Μίτσιγκας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι δημόσια εταιρεία οι μετοχές της οποίας είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Στις 27.1.2003 τους επιβλήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση πρόστιμο ύψους £2.000. Την επιβολή του προστίμου προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή.
Στις 30.4.2002 οι αιτητές ενημέρωσαν με τηλεομοιότυπο τους καθ΄ ων η αίτηση ότι το διοικητικό τους συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 30.4.2002, εξέτασε και ενέκρινε τους ηλεγμένους λογαριασμούς τους για το έτος 2001. Περαιτέρω ενημέρωσαν ότι τα ηλεγμένα αποτελέσματα δεν παρουσίαζαν διαφοροποιήσεις από τα προκαταρκτικά που είχαν εξεταστεί στις 22.3.2002.
Οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 2.5.2002 πληροφόρησαν τους αιτητές ότι είχαν παραλείψει να συμμορφωθούν με τον Κανονισμό 81(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών, σύμφωνα με τον οποίο είχαν υποχρέωση να τους ανακοινώσουν εγκαίρως και εντός δέκα ημερών, ότι στις 30.4.2002, θα πραγματοποιείτο η συνεδρία για έγκριση των ηλεγμένων λογαριασμών. Στις 8.5.2002 οι αιτητές έδωσαν τις δικές τους εξηγήσεις για το συμβάν, αρνούμενοι ότι περιέπεσαν σε οποιανδήποτε παρατυπία.
Οι καθ΄ ων η αίτηση στη συνεδρία τους ημερ. 3.10.2002 αποφάσισαν να ζητήσουν τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή προστίμου στους αιτητές, λόγω παράβασης του συγκεκριμένου Κανονισμού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμφώνησε στην επιβολή του προστίμου και γνωστοποίησε την απόφασή της στους καθ΄ ων η αίτηση στις 17.1.2003. ΄Ετσι απεστάλη στους αιτητές επιστολή ημερ. 27.1.2003 με την οποία τους ανακοινώθηκε η επιβολή του προστίμου των £2.000.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν ή εφάρμοσαν εσφαλμένα το άρθρο 59(4)(α) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν. 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε. Υποστηρίζουν ωσαύτως ότι η απόφαση εκδόθηκε αναρμοδίως.
Το άρθρο 59(4)(α), όπως τροποποιήθηκε από το Ν.83(Ι)/97, προβλέπει πως πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς υποχρέωσή του να ανακοινώσει πληροφορίες κατά τις διατάξεις του νόμου ή των σχετικών χρηματιστηριακών κανονισμών, τιμωρείται κατά την κρίση του Συμβουλίου, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με διοικητικό πρόστιμο μέχρι £2.000 ή μέχρι £500 για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης ή αν η παράλειψη είναι εσκεμμένη, διαπράττει ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι £5.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Η επιχειρηματολογία των αιτητών εντοπίζεται στη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και πιο συγκεκριμένα στο χρόνο παροχής της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Το θέμα έχει επιλυθεί στην υπόθεση Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd, A.E. 3623, ημερ. 26.1.2004. Στο ερώτημα κατά πόσο η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει γνωμοδοτικό ή εγκριτικό χαρακτήρα, η Ολομέλεια απάντησε ότι η συζήτηση ήταν αχρείαστη εν όψει της καθαρότητας της νομοθετικής διάταξης. Η τιμωρία μπορεί να επιβληθεί από το Συμβούλιο εφ΄ όσον υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Δεν προκύπτει δηλαδή διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Σύμφωνα με την Ολομέλεια, επομένως δεν τίθεται θέμα πότε δίδεται η σύμφωνη γνώμη, δηλαδή πριν ή μετά την κρίση του Συμβουλίου, αλλά η διοικητική απόφαση της τιμωρίας ολοκληρώνεται εφ΄ όσον υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου από τη μια και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, από την άλλη.
Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, γιατί οι καθ΄ ων η αίτηση ερμήνευσαν ή εφάρμοσαν εσφαλμένα την παράγραφο 11 του Παραρτήματος ΣΤ, του Μέρους ΙΙ, του Κανονισμού 81(1), των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 214/95. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι σκοπός του πιο πάνω Κανονισμού είναι η έγκαιρη ενημέρωση των επενδυτών σε θέματα που αφορούν τίτλους εισηγμένους στο Χρηματιστήριο, κάτι που στην παρούσα περίπτωση επιτεύχθηκε, γιατί κατά τη συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου των αιτητών ημερ. 22.3.2002, το Χρηματιστήριο ειδοποιήθηκε εγκαίρως την 1.3.2002. Υποστηρίζουν ότι η μεταγενέστερη συνεδρίαση του διοικητικού τους συμβουλίου στις 30.4.2002 δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού, κι΄ αυτό γιατί όλες οι ουσιαστικές αποφάσεις λήφθηκαν στη συνεδρία της 22.3.2003. Είναι σημαντικό, επισημαίνουν, ότι την ίδια ημέρα της συνεδρίασης οι αιτητές εξέδωσαν ανακοίνωση, με την οποία πληροφορούσαν το κοινό ότι δεν θα καταβαλλόταν οποιοδήποτε μέρισμα, ανακοινώνοντας συνάμα και τα προκαταρκτικά αποτελέσματα για το έτος 2001.
Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι οι αιτητές λανθασμένα αναφέρονται σε διάκριση μεταξύ δήθεν ουσιαστικών και μη αποφάσεων, δηλώσεων ή εισηγήσεων. Τέτοια διάκριση δεν προβλέπεται από τους κανονισμούς.
Ο κανονισμός 81(1) της Κ.Δ.Π. 214/95 προβλέπει:
«81.-(1) Εκτός των λοιπών υποχρεώσεών του δυνάμει του Νόμου ή των Κανονισμών αυτών, ο εκδότης εισηγμένων τίτλων, οφείλει να τηρεί αδιαλείπτως και ανελλιπώς, τις καθορισμένες στο συνημμένο στους Κανονισμούς αυτούς Παράρτημα ΣΤ συνεχείς υποχρεώσεις και να ικανοποιεί κατά πάντα χρόνο τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής του.»
Περαιτέρω, η παράγραφος 11 του Παραρτήματος ΣΤ, του Μέρους ΙΙ, αναφέρει:
«ΕΙΔΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
11. Ο εκδότης έχει υποχρέωση να ανακοινώσει έγκαιρα στο Χρηματιστήριο την ημερομηνία κατά την οποία συνέρχονται τα όργανα διοικήσεώς του για να αποφασίσουν, δηλώσουν ή εισηγηθούν την καταβολή ή τη μη καταβολή μερίσματος ή οτιδήποτε άλλο αφορά τίτλους εισηγμένους στο Χρηματιστήριο ή για να εγκρίνουν την ανακοίνωση κερδών ή ζημιών για οποιοδήποτε έτος ή άλλη χρονική περίοδο.
Ειδικότερα ο εκδότης οφείλει να ανακοινώνει την ημερομηνία, κατά την οποία συγκαλούνται τα όργανα διοικήσεώς του προς συζήτηση των πιο πάνω θεμάτων, δέκα ημέρες ενωρίτερα.»
Είναι σαφές ότι οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν εγκαίρως στους καθ΄ων η αίτηση την ημερομηνία κατά την οποία θα συνέλθουν τα όργανα διοίκησής τους για να αποφασίσουν την καταβολή ή μη μερίσματος, να εγκρίνουν την ανακοίνωση κερδών ή ζημιών.
Στην παρούσα υπόθεση το διοικητικό συμβούλιο των αιτητών συνήλθε στις 22.3.2002, εξέτασε τα προκαταρκτικά αποτελέσματα για το έτος 2001 και στις 30.4.2002 συνήλθε για να εγκρίνει μεταξύ άλλων τα τελικά αποτελέσματα για την ίδια χρονική περίοδο, χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ανακοίνωση στους καθ΄ ων η αίτηση.
Δεν έχει σημασία αν τελικά κριθεί ότι τα αποτελέσματα που θα υποβληθούν για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας δεν διαφέρουν από τα προκαταρκτικά, που εξετάστηκαν σε προηγούμενη συνεδρία. Εξ άλλου, δεν είναι δυνατόν να κριθεί εκ των προτέρων κάτι τέτοιο, αφού κανένας δεν μπορεί βέβαια να προκαταβάλει ότι τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τα ίδια στις δύο συνεδρίες. ΄Ετσι καταλήγω ότι ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι οι αιτητές παρέλειψαν να δώσουν την ενδεδειγμένη ειδοποίηση.
Οι αιτητές υποστηρίζουν τέλος ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι αδικαιολόγητα ψηλό και υπερβολικό και ότι αυτό παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας η οποία πρέπει να διέπει κάθε διοικητική απόφαση. Στην απαντητική τους αγόρευση ήγειραν ένα νέο θέμα. Οι αιτητές δεν κλήθηκαν για να ακουστούν πριν την επιβολή του προστίμου. Η ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τους αιτητές, συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Το επιχείρημα των αιτητών ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι υπερβολικό θα πρέπει να απορριφθεί. Ο ασκούμενος από το ακυρωτικό δικαστήριο έλεγχος δεν άπτεται της ουσίας και το Δικαστήριο δεν μπορεί να λειτουργεί ως δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του επιβάλαντος το πρόστιμο διοικητικού οργάνου. Κι΄ αυτό βέβαια και στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι πράγματι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν επιβάλει υπέρμετρο υπό τας περιστάσεις πρόστιμο.
΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι αιτητές δεν κλήθηκαν πριν την επιβολή της ποινής, θα πρέπει να πω ότι δεν μπορώ να τον εξετάσω γιατί έχει εγερθεί πάρα πολύ αργά και μόνο στην απαντητική αγόρευση των αιτητών. Η απαντητική αγόρευση δεν έχει σκοπό να εισάξει νέα θέματα και νέους λόγους ακύρωσης, αλλά να απαντήσει στους ισχυρισμούς και επιχειρήματα που οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν στη δική τους αγόρευση.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.