ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 691/2002)
16 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Σ. ΣΧΙΖΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.7.2004.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 25.7.2002 ο αιτητής άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας του με αρ. Τεμ. 164 στη Λεμεσό. Μετά τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων ο αιτητής κατέθεσε - στις 12.7.2004 - αίτηση με την οποία ζητά «διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να επιτρέπει εις τον αιτητή να προσάξει μαρτυρία επί των θεμάτων της πιο πάνω υπόθεσης η οποία είναι ορισμένη για διευκρινίσεις την 13.9.2004».
Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση έχουν παρατεθεί στην ένορκη δήλωση του αιτητή η οποία συνοδεύει την αίτηση. Έχουν ως εξής:
Στην γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση και ειδικότερα στη σελ. 14 οι τελευταίοι «ισχυρίζονται ότι όλα όσα καταγράφει η γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι θέματα τεχνικής φύσης για τα οποία δεν έγινε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας. Κατά συνέπεια υπάρχει ανάγκη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης να δοθεί η άδεια να προσαχθεί μαρτυρία από τον Πολεοδόμο κ. Γεώργιο Φαίδωνος ο οποίος είναι γνώστης «τόσο γενικά των θεμάτων της απαλλοτρίωσης όσον και ειδικά της συγκεκριμένης απαλλοτρίωσης».
Η προτεινόμενη μαρτυρία η οποία θα δοθεί με ένορκη δήλωση αναφέρεται στα πιο κάτω ζητήματα:
(α) Στα λάθη των σχεδίων κατασκευής της παραλιακής Λεωφόρου τα οποία ο μάρτυρας αποδίδει σε έλλειψη έρευνας και σχεδιασμού κάτω από συνθήκες πλάνης.
(β) Στο αχρείαστο και επικίνδυνο της δημιουργίας παράλιων χώρων στάθμευσης.
(γ) Στην παραγνώριση της επίσημης πολιτικής επί του θέματος της στάθμευσης η οποία - παραγνώριση - αποτελεί ένδειξη ελλείψεως έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα στο σχεδιασμό της Λεωφόρου της οποίας τα σχέδια άλλαξαν πολλάκις».
Το πιο πάνω αίτημα του αιτητή συνάντησε την ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση. Παραθέτω τους λόγους της ένστασης:
«1. Από την ίδια την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει προκύπτει με σαφήνεια ότι σκοπείται η προσαγωγή μαρτυρίας περί θεμάτων τεχνικής φύσεως τα οποία είναι εξ ορισμού εκτός του ακυρωτικού ελέγχου που ασκεί το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Ο αιτητής επιδιώκει με την σκοπούμενη μαρτυρία να εξωθήσει τη διαδικασία σε έλεγχο της ουσιαστικής τεχνικής κρίσης της διοίκησης με ένθεν και ένθεν εμπειρογνώμονες κάτι που γενικά αντίκειται στη λειτουργία του αναθεωρητικού ελέγχου.
2. Ο αιτητής επιδιώκει με την αίτηση να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το θέμα της σκοπιμότητας της επίδικης απαλλοτρίωσης ενώ μόνο η νομιμότητά της είναι αντικείμενο της διαδικασίας της Προσφυγής.»
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους του αιτητή, βασίσθηκε επί των πιο κάτω 3 σημείων:
(α) Η αίτηση έχει προκληθεί από τους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι στη σελ. 14 της αγόρευσης τους «παραπονούνται ότι ο αιτητής δεν έχει προσάξει μαρτυρία».
(β) Δεν πρόκειται για μαρτυρία επί τεχνικών θεμάτων αλλά για μαρτυρία επί πραγματικών δεδομένων τα οποία άπτονται της έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο θέμα της μη απαλλοτρίωσης «έναντι της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας του αιτητή επαρκούς κρατικής γης».
(γ) Με την προτεινόμενη μαρτυρία θα μπορέσει το Δικαστήριο να έχει «μια σαφέστερη εικόνα της πραγματικότητας και των πρακτικών θεμάτων για να αποφασίσει κατά πόσο έγινε η δέουσα έρευνα, διαπιστώθηκαν τα γεγονότα σωστά κλπ.».
Από την άλλη ο κ. Καλλίγερος, εκ μέρους των αιτητών, υποστήριξε ότι η πιο πάνω αναφορά του στη σελ. 14 της αγόρευσης του οφείλεται σε παρεξήγηση και ως εκ τούτου την απέσυρε. Υποστήριξε επίσης ότι η προτεινόμενη μαρτυρία δεν αναφέρεται σε γεγονότα αλλά στην έκφραση γνώσης επί τεχνικών θεμάτων με «επακόλουθο αν τέτοια μαρτυρία επιτραπεί να υποκατασταθεί η κρίση της Διοίκησης με τις αξιολογικές κρίσεις του Δικαστηρίου». Αυτό όμως - κατέληξε - «θα ήταν ανεπίτρεπτο και αντίθετο με τους κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία».
Στην Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ., Υποθ. 300/2003/20.11.2003 έχω προβεί σε επισκόπηση της σχετικής με την προσαγωγή μαρτυρίας νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«Στην Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, 68 λέχθηκε ότι ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδεικτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του (βλ. και την απόφαση της Ολομέλειας Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 ).
Με το ρυθμιστικό ρόλο του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη έχει ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835. Είπε ο Νικήτας, Δ., στη σελ. 3840:
'Ο ρυθμιστικός ρόλος του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη είναι διάφορος και ευρύτερος από αυτόν που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα που επικρατεί στην πολιτική δίκη. Η διαφορά εκπηγάζει από την ύπαρξη και εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας σε συνδυασμό με τη φύση του ανακριτικού συστήματος. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας, που διέπει την πολιτική δίκη και που η ευθύνη για την εισαγωγή μαρτυρίας βαρύνει τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή. Οι αρχές αυτές είναι διάχυτες στο διαδικαστικό κανονισμό του 1962. Στον Γ. Παπαχατζή 'Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών' στη σελ. 36 συναντούμε την ακόλουθη εύστοχη παρατήρηση επί του θέματος:
'Ο Δικαστής, ουχί δ΄ οι διάδικοι, διευθύνει την έρευναν του πραγματικού μέρους της υποθέσεως.'.
(Βλ. και Malais and Others v. Republic (1965) 3 C. L.R. 572, 574).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη Ράφτης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3269/18.4.2003 στην οποία λέχθηκαν και τα εξής:
'Γνώμονας είναι πάντα η σχετικότητα της μαρτυρίας, έχοντας βέβαια πάντοτε κατά νου τον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι, λαμβανομένων βέβαια υπ΄ όψιν των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή, τα γεγονότα τα οποία επιδιώκεται να αποδειχθούν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα (Petrolina Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. 223/2000 κ.α./4.4.2002).
Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που ακολουθούνται στην εξέταση για αποδοχή οποιασδήποτε μαρτυρίας, είναι το κατά πόσο η μαρτυρία αυτή είναι εύλογα σχετική και αποδεικνύει οιονδήποτε επίδικο θέμα, μπορεί δε να βοηθήσει το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 και Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).
Ακόμα θα πρέπει η μαρτυρία να σχετίζεται με την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης με τέτοιο τρόπο που το ίδιο το δικαστήριο να θέλει να την αναζητήσει (Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72, 74). Πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου είναι η διερεύνηση των συνθηκών λήψης της απόφασης (Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 739/87 κ.α./26.4.1989).
Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνο όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων δυνατόν να τεκμηριώσει οποιονδήποτε των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. 999/91/24.9.1992, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. 71/97/18.11.1999), αλλά και όπου η απόδειξή τους δυνατόν να απορρίψει κάποιο λόγο ακύρωσης.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
Η αξιολόγηση των γεγονότων δεν βαρύνει το Δικαστήριο, αλλά βέβαια το ίδιο το διοικητικό όργανο (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, ανωτέρω και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325).'
Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας έγινε και στην Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3420/29.9.93 στην οποία τονίσθηκαν τα εξής:
'Πρέπει να τονισθεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1883/14.7.97).'
Τέλος χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., Α.Ε. 2064/21.7.99 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
'΄Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δε μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. 999/91/24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325). Βλ. επίσης και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 911/93 και 951/93/18.4.97 - απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Βλ. και Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 590/96/13.6.97 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 716/96/27.3.98).
Το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ως προς το πρώτο ζήτημα - τη φύση της δικαιοδοσίας - ο έλεγχος που συντελείται με την άσκηση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ακυρωτικός, δηλαδή έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι έλεγχος ουσίας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα - του δικαστικού ελέγχου - σύμφωνα με πάγια και καλώς θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση.
Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ότι αυτή 'μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.'. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων συγκρούεται με την νομολογιακή αρχή η οποία έχει διατυπωθεί στις υποθέσεις Κωνσταντίνου και Συμεωνίδου (πιο πάνω), με την οποία συμφωνούμε. Ακολουθεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την αποδοχή της σχετικής μαρτυρίας. Εφόσο είχε κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω απουσίας δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα του Ε.Μ. το θέμα της κατοχής των προσόντων έπρεπε να είχε αφεθεί να διερευνηθεί από το διορίζον όργανο. Ούτε και ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας για το λόγο που είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο - προς διασαφήνιση του βάθρου της προσβαλλόμενης απόφασης - γιατί η αποσαφήνιση των στοιχείων ανήκει στο διορίζον όργανο (Βλ. Κωνσταντίνου, πιο πάνω). Το μη αποδεκτό της μαρτυρίας αφαιρεί το βάθρο πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί η επίδικη πρωτόδικη κρίση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει και το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να παραμερισθεί.'»
Έχει ήδη παρατεθεί η προτεινόμενη μαρτυρία (βλ. σελ. 2-3, πιο πάνω). Στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ελλειπή έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα» θεωρώ ότι αυτά τα ζητήματα είναι ζητήματα τα οποία πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάσει το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων. Αποδοχή μαρτυρίας επί των ζητημάτων αυτών δυνατόν να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη. Μια τέτοια πορεία έχει τύχει της αποδοκιμασίας της νομολογίας (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., Α.Ε. 2044/21.7.99). Επομένως είναι ανεπίτρεπτη η αποδοχή μαρτυρίας επί των πιο πάνω ζητημάτων.
Μια άλλη πτυχή της προτεινόμενης μαρτυρίας αναφέρεται στα λάθη των σχεδίων κατασκευής και στο αχρείαστο και επικίνδυνο της δημιουργίας παράλιων χώρων στάθμευσης.
Αυτά τα ζητήματα αναφέρονται σε τεχνικά θέματα. Η προσέγγιση του Συμβουλίου Επικρατείας επί των θεμάτων αυτών συνοψίζεται ως εξής στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227:
«Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ελέγχον την νομιμότητα πράξεως προσβαλλομένης δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, απέχει του ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως. Μέγας είναι ο αριθμός των επί του θέματος τούτου σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, δι΄ ών χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος η υπό της διοικήσεως εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών ή του αποδεικτικού υλικού ή της κρίσεως περί συνδρομής λόγων σκοπιμότητος ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Ταύτα όμως, εφ΄ όσον δεν συντρέχη πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτη έλλειψις αιτιολογίας. Το Σ.Ε. ελέγχει, ουχ ήττον, εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθώς εις τον νομικόν κανόνα.»
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε και τον Νικήτα, Δ. στην C.M.P. Αρχιτέκτονες και Συμβούλοι Μηχανικοί Λτδ κ.α. ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή 623/96/16.12.98 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Η απόφαση 1014/71 (Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας (1971) Τόμος Β΄) αφορούσε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την εκπόνηση σχεδίων του δικαστικού μεγάρου Αθηνών. Η προσφυγή στην ουσία στρεφόταν κατά της απόφασης της Κ.Ε. για την απονομή των προκηρυχθέντων βραβείων. Η βραβευθείσα μελέτη επικρίθηκε για πολλά λάθη. Για παράδειγμα, ότι κατά παράβαση των όρων της προκήρυξης (σελ. 1348):
'.... ετοποθέτησε τας αιθούσας των ακροατηρίων εις υπερκειμένας των προβλεπομένων στάθμας, ........'
και ότι (σελ. 1349):
'............η κατά την μελέτην των παρεμβαινόντων κεντρική είσοδος του κτιρίου δεν είναι μνημειώδους εμφανίσεως, δεν υφίσταται καν τοιαύτη είσοδος, αλλά πλήθος πλαγίων.....'
Ωστόσο κρίθηκε ότι μόνο ισχυρισμοί που σχετίζονται με θέματα διαδικασίας και παραβάσεως γενικών όρων του διαγωνισμού μπορούσαν να προβληθούν. Όχι όμως και ισχυρισμοί που σχετίζονται με το τεχνικό μέρος της προκήρυξης. Έστω και στην περίπτωση που μπορεί να είναι ακριβείς. Ο λόγος γιαυτό είναι, σύμφωνα με την απόφαση, (σελ. 1349) ότι:
'Άπαντες οι λόγοι ούτοι, και ακριβείς, ως προς την πραγματικήν αυτών βάσιν υποτιθέμενοι, δεν συνιστούν λόγους ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, ως εκ του μη δεσμευτικού, κατά τα προεκτεθέντα, χαρακτήρος, των όρων της διακηρύξεως, των οποίων προβάλλεται παράβασις, αλλ' αμφισβητούν, πράγματι, την ανέλεγκτον κατ' ακύρωσιν ορθότητα της ουσιαστικής κρίσεως της Επιτροπής,......'
Το σκεπτικό συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή από τη σελ. 1350:
'Επειδή διά του δευτέρου προσθέτου δικογράφου προβάλλεται ότι τα σχέδια της τυχούσης του 1ου βραβείου μελέτης διετυπώθησαν κατά παράβασιν των τεχνικών όρων συντάξεως προμελετών, εμφανίζοντα ανακριβείας, παραλείψεις και ασυνεπείας και δημιουργούντα πλάνην του εξετάζοντος αυτά, ως ειδικώτερον εν τω δικογράφω εκτίθενται. Αι αιτιάσεις όμως αύται, δεν είναι ακουσταί κατ' ακύρωσιν, ως μη θεμελιούμεναι επί παραβάσεως κανόνων δικαίου, αλλά των τεχνικών και επιστημονικών κανόνων περί την διατύπωσιν των αρχιτεκτονικών σχεδίων, η εφαρμογή των οποίων ανάγεται εις την τεχνικήν κρίσιν της Επιτροπής. Συνεπώς οι λόγοι ούτοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Επειδή διά του αυτού δευτέρου προσθέτου δικογράφου προβάλλονται, τέλος, αιτιάσεις περί των οποίων το Κεφ. Β΄αυτού, υπό τον τίτλον: Πλημμελής ή κακή επίλυσις βασικών προγραμματικών επιδιώξεων των κριτηρίων, το Κεφ. Στ΄ αυτού, υπό τον τίτλον: Αντίκρουσις των απόψεων της πλειοψηφίας της Κριτικής Επιτροπής, και το Κεφ. Η΄, υπό τον τίτλον: Συγκριτική θεώρησις της 1ης και της 2ας βραβευθείσης μελέτης. Άπασαι, όμως, αι αιτιάσεις αύται είναι απαράδεκτοι, ως αμφισβητούσαι ευθέως την ορθότητα των επί μέρους και της συγκριτικής, ουσιαστικής και τεχνικής, κρίσεως της Επιτροπής, η οποία δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας, δικάζοντος κατ' ακύρωσιν.'
Είναι εμφανείς οι ομοιότητες με την κρινόμενη υπόθεση. Διότι και αυτά τα θέματα που θίγουν οι αιτητές είναι κατ' εξοχήν τεχνικής φύσεως.
.................................. .................................................. .................................................. ..............
Και να θεωρηθεί ακόμη ότι υπάρχει πιθανότητα πλάνης πάνω στη βάση ότι οι τεχνικές, που εισηγήθηκε η μελέτη των αιτητών, είναι δοκιμασμένες στην Ευρώπη, όπως υποστηρίζουν, αυτό πάλιν αφορά την κρίση ειδικών. Ομοίως, όλοι οι άλλοι ισχυρισμοί των αιτητών στρέφονται γύρω από τεχνικές έννοιες και κρίσεις σε αμιγή τεχνικά θέματα. Η παράθεση μαζικά τέτοιας μαρτυρίας και στη συνέχεια η αξιολόγηση της θα εξέτρεπε το δικαστήριο από το ρόλο, που επιφύλαξε γιαυτό το άρθρ. 146 του Συντάγματος, ως ακυρωτικού δικαστηρίου. Η παραπάνω θέση ισχυροποιείται απ' όσα αναφέρει η Ευαγγελία Κουτούπα-Ρεγκάκου "Αοριστίες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο" (1997) στις σελ. 115-116:
''Ενα περαιτέρω πρόβλημα της πραγματογνωμοσύνης είναι ότι οι γνωματεύσεις διαφέρουν συχνά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να καλείται ο δικαστής να εντοπίζει τα σημεία που χρειάζονται αποσαφήνιση και εν γένει να είναι σε θέση τόσο να θέτει τις σωστές ερωτήσεις όσο και να επεξεργασθεί σωστά τις απαντήσεις. Ο δικαστής όμως όχι μόνο δεν είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ίδια κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.'"
(Βλ. και Eraclidou and Another v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44, 53, 54, Georghiou and Another v. Municipality of Nicosia (1973) 3 C.L.R. 53, Koutsou v. K.O.T., A.E. 2625/9.4.2001, E. Koutsou Estates Ltd κ.α. ν. Κ.Ο.Τ., Α.Ε. 2626/9.4.2001 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 3017/5.6.2002).
Υιοθετώ την απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή 623/96. Θεωρώ ότι αποδοχή της προτεινόμενης μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Η ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.