ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 797
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 593/2002)
24 Σεπτεμβρίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητές,
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Λ. Παπαφιλίππου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 - Στ.- Επαμεινώνδα.
Α. Ταλιαδώρος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 - Α. Μαυρονικόλα.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή.
(Σε ό,τι αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 - Α. Μαυρογιάννη η προσφυγή έχει αποσυρθεί).
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 22 Ιανουαρίου 1996, για την πλήρωση πέντε μόνιμων θέσεων Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες, (θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής) ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 11 Νοεμβρίου 1999, σε σχέση με τέσσερεις από τους επιλεγέντες υποψηφίους, ήτοι τους Στ. Επαμεινώνδα, Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή, Α. Μαυρογιάννη και Α. Μαυρονικόλα, πρωτίστως διότι δεν είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα τους.
Η Ε.Δ.Υ. προέβη σε επανεξέταση. Η δεύτερη απόφαση της, ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2000, με την οποία επελέγησαν τα ίδια τέσσερα πρόσωπα, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 22 Μαρτίου 2002 επειδή η επανεξέταση δεν είχε αρχίσει, όπως θα έπρεπε, από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223. Όμως, παρά την κατάληξη αυτή, το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε πρωτογενώς θέματα που ανήκαν στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο Στ. Επαμεινώνδας κατείχε το απαιτούμενο προσόν της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Στη σημασία αυτής της διαπίστωσης θα αναφερθώ αργότερα.
Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση. Η οποία απέληξε στην προσβαλλόμενη τρίτη απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 15 Απριλίου 2002, με το ίδιο όπως και προηγουμένως αποτέλεσμα. Η παρούσα προσφυγή αφορούσε αρχικά και τους τέσσερεις επιλεγέντες αλλά στην πορεία διακόπηκε για τον Α. Μαυρογιάννη και παραμένει μόνο σε σχέση με τους Στ. Επαμεινώνδα, Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή και Α. Μαυρονικόλα.
Έχει τεθεί ζήτημα αναφορικά με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό δεν προωθήθηκε με την πρώτη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των αιτητών αλλά στην απαντητική αγόρευση έγινε αναφορά στο ότι δεν φαινόταν από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής «εάν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών ως Πρόεδρος συνεννοήθηκε με το Υπουργικό Συμβούλιο για τον διορισμό των Γενικών Διευθυντών». Αυτή η πτυχή προέκυψε από το ότι δεν ήταν δυνατή η επανασύσταση της αρχικής Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού δύο από τα μέλη της δεν ήταν πια διαθέσιμα. Και επειδή δεν υπήρχαν τότε στο Υπουργείο Εξωτερικών λειτουργοί σε κατάλληλη κλίμακα για πλήρωση του κενού, διορίστηκαν προς αντικατάσταση δύο Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων. Το άρθρο 32(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) προνοεί ότι:
«Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών.»
Η συνήγορος της Δημοκρατίας αντέτεινε, στο στάδιο των διευκρινίσεων, πως δεν θα έπρεπε να αναμένετο να καταγράφοντο στα εν λόγω πρακτικά οι διεργασίες για τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και επομένως δεν εδικαιολογείτο το συμπέρασμα ότι δεν είχαν γίνει δεόντως. Διερεύνησα το ζήτημα. Επιβεβαιώνεται από έγγραφα που προσκόμισε η Δημοκρατία, ότι υπήρξε η αναγκαία συνεννόηση μεταξύ Υπουργείου Εξωτερικών και Υπουργικού Συμβουλίου. Πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερ. 10 Απριλίου 2002, για τον διορισμό των δύο Γενικών Διευθυντών, εγκρίθηκε στις 11 Απριλίου 2002 από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο, βάσει του άρθρου 2(δ) του Νόμου, ήταν η αρμόδια αρχή για Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων.
Το επόμενο προς εξέταση κατά την τάξη ζήτημα αφορά στα απαιτούμενα προσόντα. Αποτελείται από δύο μέρη. Πρώτο, το κατά πόσο η Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή κατείχε το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο απαιτούσε η παράγραφος 3(α)(i) του σχεδίου υπηρεσίας. Και, δεύτερο, το κατά πόσο αυτή και τα άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν το προσόν της άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας όπως απαιτούσε η παράγραφος 3(α)(ii).
Ως προς το μεταπτυχιακό προσόν, οι αιτητές προβάλλουν πως η έρευνα, στη βάση της οποίας πρώτα η Συμβουλευτική Επιτροπή και έπειτα η Ε.Δ.Υ. κατέληξαν ότι η Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή το κατείχε, δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Το πώς κινήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερ. 12 Απριλίου 2002:
«Όσον αφορά τα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους Μαρκουλλή-Κοζάκου Ερατώς, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας διαπίστωσε ότι το θέμα κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου από την εν λόγω υποψήφια έχει διερευνηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, έλαβε υπόψη ότι η υποψήφια ήταν εσωτερική φοιτήτρια, η διάρκεια φοίτησής της ήταν τετραετής και ότι η γλώσσα διδασκαλίας των εξετάσεων και της συγγραφής και της υπεράσπισης της διατριβής της ήταν η Αγγλική. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε γνώση σχετικής αναφοράς στο βιβλίο «World Guide to Higher Education», Unesco Press, Second Edition, που εκδόθηκε το 1982, σύμφωνα με την οποία το Licentiate (Licensiaatti στα Φιλανδικά) είναι μεταπτυχιακό προσόν το οποίο απονέμεται μετά το πρώτο πτυχίο (Kanditaatti), ύστερα από φοίτηση ενός έως τριών χρόνων, καθώς και σχετικής Ιστοσελίδας στο διαδίκτυο του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι αναφορικά με το σύστημα Ακαδημαϊκών Διπλωμάτων, που ίσχυε στη Φιλανδία κατά τη διάρκεια των σπουδών της υποψήφιας. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, εν όψει των πιο πάνω στοιχείων, έκρινε ότι το «Degree of Licentiate of Social Sciences», που η Μαρκουλλή-Κοζάκου διαθέτει, αποτελεί μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή Τίτλο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας......»
Κατά τους αιτητές, το θέμα θα έπρεπε να παραπέμπετο στο ΚΥΣΑΤΣ το οποίο, καθώς εισηγήθηκαν, ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο ν΄ αποφανθεί επί του προκειμένου. Ο συνήγορος τους με παρέπεμψε σχετικά στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Παναγιώτας Χατζηκυπριανού ν. ΕΕΥ, υπόθ. αρ. 899/00, ημερ. 9 Νοεμβρίου 2001, (Νικολαΐδη, Δ.) και Νάγιας Ποϊράζη ν. ΕΕΥ, υπόθ. αρ. 623/99, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2001, (Γαβριηλίδη, Δ.). Εξέτασα παρόμοιο ζήτημα πιο πριν στην υπόθεση Τάσσιας Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 857/99, ημερ. 4 Αυγούστου 2000. Επεσήμανα εκεί ότι βάσει των εδαφίων (1) και (4) του άρθρου 10 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, (Ν.68(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε), η αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ σε σχέση με την αναγνώριση τίτλων σπουδών, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4(1)(α), ενεργοποιείται με αίτηση του κατόχου και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν αποτελεί όργανο που διερευνά εκ μέρους διορίζοντος οργάνου. Βέβαια, βάσει του άρθρου 4(1)(στ)(ii), το ΚΥΣΑΤΣ έχει ως ρόλο και την παροχή πληροφοριών «για το σύστημα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης ξένων χωρών και για τους τίτλους σπουδών που απονέμουν τα ιδρύματα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης των χωρών αυτών». Αλλά αυτός ο ρόλος δεν έχει σχέση με τον άλλο, που αφορά στην αναγνώριση τίτλου σπουδών. Στην προκείμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. κατείχε, όπως φαίνεται, τα αναγκαία στοιχεία και δεν χρειαζόταν η αναζήτηση πληροφοριών από το ΚΥΣΑΤΣ για να ασκήσει κρίση. Η οποία ανήκε σ΄ αυτήν, όχι στο ΚΥΣΑΤΣ.
Ως προς το προσόν της Αγγλικής γλώσσας σημειώνω κατ΄ αρχάς ότι, όπως επεσήμανε η συνήγορος της Α. Μαυρονικόλα, με τις πρώτες προσφυγές δεν ηγέρθη ζήτημα σε σχέση με αυτό το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην προσφυγή αρ. 294/96 το ζήτημα αφορούσε μόνο στους Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή και Α. Μαυρογιάννη. Στη δε προσφυγή αρ. 321/96 το ζήτημα αφορούσε μόνο στα εν λόγω δύο πρόσωπα και στον Στ. Επαμεινώνδα. Όχι και στην Α. Μαυρονικόλα. Παρόλον λοιπόν που στις μεταγενέστερες προσφυγές τέθηκε ζήτημα σε σχέση και με την Α. Μαυρονικόλα, εντούτοις δεν εξετάζεται: βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, στη σελ. 612.
Ούτε και σε σχέση με τον Στ. Επαμεινώνδα εξετάζεται το εν λόγω ζήτημα γλώσσας αφού, καθώς προανέφερα, υπήρξε επ΄ αυτού δικαστική διαπίστωση. Η οποία δεν εφεσιβλήθηκε: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Κλαίλια Θεοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2776 κ.α., ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2001, αναφορικά με αυτή τη δυνατότητα. Το ότι επρόκειτο περί διαπίστωσης στην οποία το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να προχωρούσε δεν μείωνε την ισχύ της. Η απόφαση της Ολομέλειας στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135. αυτό ακριβώς είχε ως άξονα, παρόλον που οι περιστάσεις εκεί διέφεραν. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Η παρατυπία όμως στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είναι δυνατό να εκμηδενίσει τη δικαστική απόφαση της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο. Η δικαστική απόφαση, με την οποία επήλθε η επικύρωση της προσβληθείσας διοικητικής απόφασης, αποτελεί ενόσω παραμένει απρόσβλητη, αυθεντική διακήρυξη του δικαίου. Κι αυτό επιβάλλει βέβαια τη διατήρηση του δικαιώματος έφεσης. Το οποίο έχει ως αφετηρία τη δικαστική απόφαση και όχι τα όποια προηγηθέντα.»
Απομένει η εξέταση του ζητήματος γλώσσας σε σχέση με την Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή. Το συμπέρασμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με το οποίο συμφώνησε και η Ε.Δ.Υ., ότι το εν λόγω ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το υπό αναφορά προσόν, λάμβανε υπόψη και το ότι, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, ημερ. 14 Νοεμβρίου 1998, «οι σπουδές της εν λόγω υποψηφίας καθώς και όλες οι σχετικές εξετάσεις και η διατριβή για την απόκτηση του μεταπτυχιακού της, έγιναν στην Αγγλική γλώσσα». Το ότι οι σπουδές της Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή είχαν γίνει στην Αγγλική γλώσσα παρείχε, καθώς μου φαίνεται, έρεισμα για την άποψη ότι υπήρχε τεκμήριο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στο απαιτούμενο επίπεδο. Επρόκειτο για άποψη εντός των ορίων εκτίμησης του οργάνου και δεν δικαιολογείται επέμβαση.
Σειρά έχει τώρα το ζήτημα που αφορά στο ότι η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη, όπως το ίδιο εν συνεχεία και η Ε.Δ.Υ., τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης η οποία είχε διεξαχθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση. Οι αιτητές είχαν αξιολογηθεί κάπως χαμηλότερα από ό,τι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Ε.Δ.Υ. ανέφεραν ότι στηρίχθηκαν ως προς αυτή την εξέλιξη σε γνωμάτευση την οποία, σύμφωνα με επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 8 Ιανουαρίου 2002, είχε δώσει ο τότε Γενικός Εισαγγελέας στο πλαίσιο άλλης παρόμοιας διαδικασίας. Όμως αυτό το ζήτημα ήδη το κάλυπτε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ξεκινώντας από τη Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163 και καταλήγοντας στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, Α.Ε. 2641, ημερ. 16 Νοεμβρίου 2001, όχι μόνο πλειοψηφίας αλλά και μειοψηφίας.
Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο κρίσης και επομένως το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να μεταφερθεί για να ληφθεί υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με νέα σύνθεση. Υπήρξε λοιπόν, ως προς αυτό το ζήτημα, πλημμέλεια που καθιστά αναπόφευκτη την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ζητήματα που έπονται δεν εξετάζονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ