ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπóθεση Αρ. 367/2003)

21 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

K.E.M. TOURS LTD.,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ 'ων η αίτηση.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Αιτήτρια.

Τζ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η KEM TOURS LTD (αιτήτρια) προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος), με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος ύψους £37.219,45 που αφορούσε την εκμετάλλευση αστικών ταξί για την περίοδο 1/8/93 - 29/2/96.

(α) Τα γεγονότα.

Η αιτήτρια έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη μεταφορά προσώπων με τουριστικά λεωφορεία και αστικά ταξί. Ως αποτέλεσμα ελέγχου που δημιουργήθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λευκωσίας το 1996, διαπιστώθηκε ότι οι φορολογικές της δηλώσεις για τις περιόδους 1/8/93 μέχρι 29/2/96 ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. Ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (αρ. 246/90) ο Έφορος καθόρισε το οφειλόμενο ποσό σε £71.481,63. Η αιτήτρια αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με την προσφυγή KEM TOURS LTD. v. Δημοκρατίας (Προσφυγή 753/97 της 24/9/97) και το Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση γιατί η στατιστική μελέτη του Τμήματος Οδικών Μεταφορών για το 1994, πάνω στην οποία βασίστηκε η επίδικη απόφαση ήταν ανεπαρκής. Στην έφεση που ασκήθηκε από τη Δημοκρατία (Δημοκρατία ν. KEM TOURS LTD, Α.Ε. 2930 της 1/2/2002) το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρχε ενδεχόμενο πλάνης σε σχέση με την πιο πάνω μελέτη, που περιοριζόταν όμως στα αστικά ταξί. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης ο Έφορος προέβηκε σε επανεξέταση των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας με τη διεξαγωγή νέας έρευνας που βασίστηκε σε αντίγραφο μελέτης που ετοιμάστηκε από την οργάνωση των επαγγελματιών οδηγών αστικών ταξί ΠΟΑΤ - ΠΟΒΕΚ σχετικά με τα κοστολόγια των αστικών ταξί. Με βάση τη συγκεκριμένη μελέτη η οποία ετοιμάστηκε το 1996 και στηριζόταν σε τιμές και δεδομένα του 1995 (και γι' αυτό το λόγο θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική της εξεταζόμενης περιόδου), τα έξοδα ενός αστικού ταξί ανέρχονταν στις £16.565, ο ελάχιστος κύκλος εργασιών του στην περίοδο 1/8/93 - 29/2/96 ανερχόταν στις £14.080 και ο ετήσιος κύκλος εργασιών με παραχώρηση ποσοστού 5% για τυχόν ακινητοποίηση των ταξί, υπολογίστηκε σε £13.376. Συνυπολογίστηκε επίσης το εισόδημα που απέφερε στην αιτήτρια το δικαίωμα παραχώρησης των ταξί για χρήση από τρίτα πρόσωπα. Ο Έφορος αφού έλαβε υπόψη και τον δηλωθέντα φόρο εκροών από την εκμετάλλευση των ταξί, κατέληξε σε νέα βεβαίωση για την περίοδο 1/8/93 - 29/2/96, με την οποία το συνολικό καταβλητέο ποσό καθορίστηκε σε £37.219,45. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη γιατί,

  1. Ο Έφορος εκχώρησε την αποφασιστική του αρμοδιότητα στην ΠΟΒΕΚ κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 17(4) και (7) του Ν. 158(Ι)/99,
  2. Ο Έφορος δεν αιτιολόγησε επαρκώς και δεόντως την απόφαση του παραβιάζοντας τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 26(1) και 28(2) του Ν. 158(Ι)/99,
  3. Δεν διενεργήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 45 του Ν. 158(Ι)/99, επαρκής έρευνα κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου, με αποτέλεσμα να ενεργήσει με πλάνη περί τα πράγματα (άρθρο 46(1) του Ν. 158(Ι)/99) και γιατί,
  4. Παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν τον κανόνα του δεδικασμένου.

 

  1. Εκχώρηση της αρμοδιότητας του Εφόρου.
  2. Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί υιοθέτηση και αντιγραφή της μελέτης της ΠΟΒΕΚ, σε βαθμό που η διακριτική ευχέρεια του Εφόρου να έχει μεταβιβαστεί στην πραγματικότητα σε αναρμόδιο όργανο. Αντίθετη είναι η άποψη της ευπαίδευτης συνηγόρου της Δημοκρατίας που υποστήριξε ότι ο Έφορος κινήθηκε μέσα στα νόμιμα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90.

    Η εισήγηση της δικηγόρου του Εφόρου είναι ορθή. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του Εφόρου σε άλλο αναρμόδιο διοικητικό όργανο και οι εκτιμήσεις της φορολογικής οφειλής της αιτήτριας έγιναν κατ' επίκληση των εξουσιών που παρέχει στον Έφορο ΦΠΑ το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90, που του επιτρέπει να χρησιμοποιεί "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του" μετά τη διαπίστωση ελλείψεων, ανεπαρκειών ή σφαλμάτων στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η αιτήτρια. Μέσα στα πλαίσια της επανεξέτασης του θέματος μετά την ακυρωτική δικαστική απόφαση, ζητήθηκε από την οργάνωση των επαγγελματιών οδηγών αστικών ταξί ΠΟΑΤ - ΠΟΒΕΚ, αντίγραφο μελέτης σχετικά με το κοστολόγιο του αστικού ταξί. Η μελέτη αναφερόταν στα δεδομένα και τις τιμές του 1995 και γι' αυτό το λόγο, όπως εξάλλου σημειώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική της εξεταζόμενης φορολογικής περιόδου και της δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνεται ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

  3. και (iii) Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και ότι στερείται αιτιολογίας. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 προνοεί ότι,

"34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."

 

Στην παρούσα περίπτωση μετά τη διαπίστωση ότι οι φορολογικές δηλώσεις της αιτήτριας ήταν ελλιπείς ή εσφαλμένες, ο Έφορος άσκησε τις εξουσίες που του παρέχονται από το πιο πάνω άρθρο 34(1). Ακολουθώντας τις υποδείξεις στην Αναθεωρητική Έφεση Δημοκρατία ν. ΚΕΜ TOURS LTD (Α.Ε. 2930 της 1/2/2002), επανεξέτασε το ζήτημα σε ό,τι αφορούσε μόνο τα αστικά ταξί και αφού αγνόησε την στατιστική μελέτη του Τμήματος Οδικών Μεταφορών που κρίθηκε ανεπαρκής, βεβαίωσε το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές που διέπουν το φορολογικό δίκαιο, το βάρος απόδειξης του πραγματικού γεγονότος φέρει ο φορολογούμενος. Η αιτήτρια παρέλειψε να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο που μπορούσε να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της και απέτυχε να κλονίσει την αξιοπιστία της θέσης του Εφόρου ότι οι δηλώσεις της περιείχαν σφάλματα και ελλείψεις. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ο Έφορος έχει προβεί στην απαραίτητη δέουσα έρευνα και ο σχετικός ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός για την πιθανολόγηση πλάνης. Για την στοιχειοθέτηση πλάνης περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων στα οποία βασίζεται η πράξη (Στ.Ε. 2134/52). Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση εκτιμά κατ' ουσίαν διάφορα και αντιφατικά στοιχεία των οποίων η στάθμιση μπορεί κατ' αρχήν να οδηγεί και στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η διοίκηση. Η εκτίμηση αυτή δεν ελέγχεται κατ' ουσίαν στην ακυρωτική δίκη. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 268). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει υποβληθεί οτιδήποτε που υποδεικνύει την ύπαρξη πλάνης.

Ο ισχυρισμός για την έλλειψη αιτιολογίας κρίνεται επίσης ως αβάσιμος. Στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270 τονίσθηκε ότι αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης συνιστά η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της, καθώς και η παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Στην παρούσα περίπτωση το ίδιο το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της 30/1/2003 προσφέρει επαρκέστατη αιτιολογία η οποία είναι λεπτομερής και προσφέρει τη δυνατότητα εξέτασης των στοιχείων πάνω στα οποία βασίστηκε ο Έφορος για να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Η επίδικη απόφαση καλύπτει τις απαραίτητες απαιτήσεις για αιτιολογία, σε βαθμό που ο προβαλλόμενος ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας να μην μπορεί να γίνει αποδεκτός.

(iv) Παραβίαση των αρχών του δεδικασμένου.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Έφορος χρησιμοποίησε ως βάση για την έκδοση της επίδικης απόφασης του, στοιχεία που προϋπήρχαν ή ήταν διαθέσιμα για τη λήψη της προηγούμενης απόφασης που ακυρώθηκε με την προσφυγή 753/97 και έτσι κωλύονταν να εκδώσουν νέα απόφαση στηριζόμενοι στα ίδια γεγονότα.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι εσφαλμένη. Η προηγούμενη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ήταν η απόφαση της 1/2/2002 στην Α.Ε. 2930, με την οποία ακυρώθηκε μερικώς η προηγούμενη φορολογία, χωρίς να δημιουργηθεί όμως οποιοδήποτε δεδικασμένο που εμπόδιζε την επανεξέταση του θέματος. Αντίθετα, όπως ήδη επισημάνθηκε, στο τέλος της απόφασης, σημειώνεται ότι "επανεξέταση ουσίας θα χρειαστεί μόνο σε ό,τι αφορά στα αστικά ταξί". Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκε ο Έφορος διεξάγοντας τη δική του έρευνα και αγνοώντας, σύμφωνα με τα λειτουργικά ευρήματα του Δικαστηρίου, την ανεπαρκή στατιστική μελέτη του Τμήματος Οδικών Μεταφορών για το 1994. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο για τον Έφορο ως προς την έρευνα και τη δέουσα εκτίμηση των υπόλοιπων στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεση του, συμπεριλαμβανομένης και της μελέτης της ΠΟΒΕΚ.

Όπως έχει ήδη νομολογιακά καθιερωθεί, η απόφαση του Εφόρου είναι απρόσβλητη αν στηρίζεται σε επαρκή στοιχεία μέσα στα πλαίσια της λογικής και ανατρέπεται μόνο σε περίπτωση νομικής ή πραγματικής πλάνης ή σε περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. (Κτηματική Εταιρεία Α. Χ"Σάββας Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1020/93 κ.ά., της 5/5/95 και Acropolis Estates Co. Ltd. v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1995) 3 ΑΑΔ 418). Η φορολογική νομοθεσία καθιστά το φορολογούμενο υπόχρεο για την τήρηση βιβλίων και τη διατήρηση σωστών λογαριασμών που να δείχνουν το αντικείμενο του φόρου. (Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "ΟΚΑΠΙ" Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2312). Η παράλειψη του επιχειρηματία να υποβάλει ακριβή και τεκμηριωμένη δήλωση ή να παράσχει όλα τα στοιχεία, φέρνει στο προσκήνιο την εξουσία του Εφόρου να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90. (Ν. Ψαράς & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 ΑΑΔ 1319).

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο