ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 301/2003)
7 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
FAROUQ AHMET,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ΄ων η Αίτηση.
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι αλλοδαπός, Πακιστανικής καταγωγής. Την 19.1.2002 ο αιτητής έφτασε στην Κύπρο στην οποία εισήλθε παράνομα από τη θαλάσσια περιοχή Λεμεσού.
Στις 24.1.2002 συνελήφθηκε από την αστυνομία. Διαπιστώθηκε ότι εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, κατηγορήθηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών. Ο αιτητής δεν ήταν κάτοχος διαβατηρίου ή οποιουδήποτε άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου. Αποφυλακίστηκε στις 12.3.2002 και αμέσως υπέβαλε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών αίτηση για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το νόμο, του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι την εξέταση της αίτησης του.
Ο αιτητής υποβάλλοντας το σχετικό αίτημα του ισχυρίστηκε ότι κατά τα έτη 1999-2000 ήταν μισθοφόρος στον Πακιστανικό στρατό, και υπηρετούσε σε μονάδα στα Ινδοπακιστανικά σύνορα. Το έτος 2000, χωρίς ο αιτητής να προσδιορίζει ακριβή ημερομηνία, ο Ταγματάρχης τους, διέταξε τον επικεφαλής της ομάδας του να πυροβολήσουν προς τα ινδοπακιστανικά σύνορα. Αρνήθηκε όμως γιατί απέναντι υπήρχαν και μουσουλμάνοι. Η διαφωνία κατάληξε, ως ισχυρίζεται, σε δολοφονία του Ταγματάρχη από τον επικεφαλής της ομάδος του.
Μετά το επεισόδιο αυτό όλοι οι στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, λιποτάκτησαν γιατί άλλως θα εκτελούντο από τον Πακιστανικό στρατό. Αφού περιπλανήθηκε για λίγους μήνες σε διάφορα χωριά, όπου φιλοξενείτο από φίλους του, τελικά ένας λαθρέμπορος τον μετέφερε στην Κύπρο και, ως ισχυρίστηκε, του κατακράτησε και το διαβατήριο.
Το αίτημα του αιτητή εξετάσθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης των αιτήσεων για πολιτικό άσυλο. Πήρε συνέντευξη από τον αιτητή και ετοίμασε σημείωμα, αποτελούμενο από 7 δακτυλογραφημένες σελίδες, με το οποίο εισηγείτο την απόρριψη της αίτησης ως προδήλως αβάσιμη, δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ) του περί Προσφύγων Νόμων 2000-2002.
Τελικά οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους προς τον αιτητή, ημερομηνίας 9.1.2003, απέρριψαν την αίτηση του και τον κάλεσαν να εγκαταλείψει την Κύπρο νοουμένου ότι η προσωρινή άδεια παραμονής του είχε ακυρωθεί.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Η Επιτροπή στο σημείωμα της επεξηγεί λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή. Αναφέρει σχετικά ότι στη συνέντευξη του ο αιτητής περιέπεσε σε αντιφάσεις γεγονός που αποδυναμώνει την αξιοπιστία του. Κατέληξε δε ως εξής:-
«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω σε συνδιασμό με την έννοια του όρου «πρόσφυγας» δυνάμει του άρθρου 3, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής δεν έχει παρουσιάσει πλήρως την υπόθεση του. Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και συνάμα περιέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με ουσιώδες μέρος του αιτήματος του, για να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας.
Ως εκ τούτου, εισηγούμαι όπως η αίτηση απορριφθεί ως πρόδηλα αβάσιμη δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι). Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι εμπίπτει στην κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου έννοια του πρόσφυγα εφόσον το σύνολο των εμπειριών του, δεν καθιστά το φόβο του βάσιμο.»
Στον πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν του διέθεσαν δωρεάν υπηρεσίες μεταφραστού γιατί δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα, τόσο όταν υπέβαλλε την αίτηση όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή. Ο αιτητής είχε δωρεάν τις υπηρεσίες μεταφραστού ο οποίος και κατονομάζεται στο σημείωμα της Επιτροπής. Μεταφραστής ήταν ο συμπατριώτης του ονόματι Majid Yousuf Khan.
Ο περαιτέρω λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής ότι ο μεταφραστής δεν γνώριζε καλά την Αγγλική και ως εκ τούτου προέκυψαν οι αντιφάσεις, κρίνονται ως ανεδαφικοί. Καμιά μαρτυρία για τον ισχυρισμό αυτό δεν παρουσίασε ο αιτητής. Οι αντιφάσεις που προέκυψαν από τη συνέντευξη του αιτητή δεν οφείλοντο σε κακή μετάφραση, όπως πρόδηλα προκύπτει από το διοικητικό φάκελο.
Περαιτέρω ο αιτητής προσβάλλει ως λανθασμένη την αξιολόγηση της συνέντευξης του αιτητή ως και την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του.
Έχω εξετάσει και μελετήσει το περιεχόμενο του φακέλου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία πρωτογενώς, σε αντικατάσταση της διοικητικής αρχής, να προβεί στη δική του αξιολόγηση. Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να αποφανθεί αν η διοικητική απόφαση ήταν εύλογη ή όχι κάτω από τα δεδομένα και τις περιστάσεις. Έχω καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογη κάτω από τα δεδομένα και τα περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνη δε με τη σχετική νομοθεσία.
Τελευταίος λόγος που προβάλλει ο αιτητής είναι αυτός της παράλειψης, ως ισχυρίζεται, των καθ΄ων η αίτηση να διεξαγάγουν δέουσα έρευνα. Εντοπίζουν δε την παράλειψη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του.
Ο λόγος αυτός κρίνεται ως ανεδαφικός. Οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή γιατί αυτός περιέπεσε σε αντιφάσεις τέτοιες που τέθηκε σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία του.
Από το περιεχόμενο της συνέντευξης προκύπτει ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν κατά νου τις συνθήκες και την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του αιτητή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ