ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθ εση Αρ. 89/2003)
5 Αυγούστου, 2004
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΑΣ ΛΑΖΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τον Καθ ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς με την οποία απέρριψε το αίτημά του όπως «ενόψει της δικαστικής ακύρωσης στοιχείων, πάνω στα οποία είχαν σε καθοριστικό βαθμό βασιστεί οι ως προς την κρίση του αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, οι τέτοιες αποφάσεις επανεξεταστούν, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας».
Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως και/ή καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή υπό το κράτος πλάνης περί το νόμο και/ή τα πράγματα και/ή ότι στερείται της επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας.
Με την ένστασή του ο καθ΄ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη».
Από την αίτηση και ένσταση αλλά και από τις αντίστοιχες γραπτές αγορεύσεις έχω προσέξει ότι τα γεγονότα της υπόθεσης αποτελούν κοινό έδαφος. Αυτά έχουν ως ακολούθως:
1. Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός της Αεροπορίας του Στρατού της Δημοκρατίας. Διορίστηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας με απευθείας διορισμό, ως Αξιωματικός με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού (είναι ο αντίστοιχος βαθμός του Ανθυπολοχαγού του Στρατού Ξηράς στην Αεροπορία) από τις 2.1.1998 και από την ημερομηνία αυτή αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Την 1.10.2002 προάχθηκε στο βαθμό του Υποσμηναγού (είναι ο αντίστοιχος βαθμός του Υπολοχαγού του Στρατού Ξηράς στην Αεροπορία).
2. Το έτος 2001, όταν κατείχε το βαθμό του Ανθυποσμηναγού, επειδή πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2001 προϋποθέσεις κρίσης, συμπεριλήφθηκε στη σχετική διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς με την οποία γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που δικαιούντο κρίσης από το αρμόδιο για την περίπτωσή τους Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος αυτό.
3. Το Συμβούλιο Κρίσεων, με σχετική απόφασή του που λήφθηκε κατά τη συνεδρία του στις 12 και 13.6.2001, έκρινε τον Αιτητή ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό, παραθέτοντας και τους λόγους για την απόφασή του αυτή. Μεταξύ των στοιχείων που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Κρίσεων για να καταλήξει στην πιο πάνω απόφασή του, ήταν δύο πειθαρχικά παραπτώματα που είχε σε βάρος του ο αιτητής, για τα οποία του επιβλήθηκαν το έτος 2000 από το Διοικητή του πειθαρχικές ποινές, και η δυσμενής αξιολόγηση που είχε σε ΄Εκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό για την περίοδο από 1.1.2000 μέχρι 9.10.2000. (Φωτοαντίγραφο των πρακτικών του Συμβουλίου Κρίσεων που αφορά τον αιτητή, επισυνάπτεται ως τεκμήριο 1 στην ένσταση.)
4. Ο αιτητής, μετά τη γνωστοποίηση σ΄ αυτόν της κρίσης του, με αναφορά του με ημερομηνία 3.8.2001, προσέφυγε με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 43(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών, κατά της εν λόγω κρίσης του ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, παραθέτοντας και τους λόγους. (Φωτοαντίγραφο της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή επισυνάπτεται ως τεκμήριο 2 στην ένσταση.)
5. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και με σχετική απόφασή του που λήφθηκε κατά τη συνεδρία του στις 13.11.2001 την απέρριψε αφού διαπίστωσε ότι αυτός είχε αξιολογηθεί σε ΄Εκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό, για την περίοδο από 1.1.2000 μέχρι 9.10.2000, στο ουσιαστικό προσόν «αφοσίωση στο καθήκον» με βαθμολογία κάτω από το «καλός». Συγκεκριμένα, είχε αξιολογηθεί με βαθμολογία 6. (Βλ. πρακτικά, τεκμήριο 3 στην ένσταση).
6. Ο αιτητής στο μεταξύ, είχε καταχωρήσει, εναντίον των δυο πειθαρχικών ποινών που του είχαν επιβληθεί από το Διοικητή του, στο Ανώτατο Δικαστήριο τις Προσφυγές με αρ. 353/2001 και 382/2001. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με σχετικές αποφάσεις του που εκδόθηκαν στις 23.5.2002 και 21.5.2002, αντίστοιχα, έκανε δεκτές τις Προσφυγές του αιτητή και ακύρωσε τις επίδικες αποφάσεις. Ενόψει των δυο αυτών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με σχετικές αποφάσεις του που γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολές του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΕΦ, ημερομηνίας 1.8.2002, ήρε τις πειθαρχικές ποινές που είχαν επιβληθεί σ΄ αυτόν. (Φωτοαντίγραφα των επιστολών αυτών επισυνάπτονται ως τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα.)
7. Ο αιτητής, μετά τη γνωστοποίηση σ΄ αυτόν της απόφασης του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς για άρση των δυο πειθαρχικών ποινών που ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά του με ημερομηνία 11.9.2002 προς τη Μονάδα του [419 Μοίρα Προστασίας Αεροδρομίου (419 ΜΠΑ)], αναφέρθηκε στην κρίση του ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό και στις πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ζήτησε όπως η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων για την κρίση του ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό, επανεξεταστεί, χωρίς να ληφθεί υπόψη «η ουσιωδώς πάσχουσα έκτακτη ΄Εκθεση Ικανότητάς του της περιόδου από 1.1.2000 μέχρι 9.10.2000. (Φωτοαντίγραφο της αναφοράς αυτής του αιτητή επισυνάπτεται ως τεκμήριο 6 στην ένσταση.)
8. Η Μονάδα του αιτητή, με επιστολή της με ημερομηνία 16.9.2002, (φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένσταση ως τεκμήριο 7) υπέβαλε την πιο πάνω αναφορά του αιτητή στη Διοίκηση Αεροπορίας, για τις δικές της ενέργειες.
9. Η Διοίκηση Αεροπορίας, με επιστολή της με ημερομηνία 18.9.2002, (φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένσταση ως τεκμήριο 8) υπέβαλε την αναφορά του αιτητή στο 1ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ, για τις δικές του ενέργειες.
10. Η πιο πάνω αναφορά του αιτητή εξετάστηκε από το ΓΕΕΦ και με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερομηνίας 18.10.2002, (φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένσταση ως τεκμήριο 9), που στάληκε στη Διοίκηση Αεροπορίας, μέσω του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΕΦ, την πληροφόρησε τα πιο κάτω και την κάλεσε να ενημερώσει ενυπόγραφα τον αιτητή:
«α. Οι μνημονευόμενες στην αναφορά του Ανθσγού (ΤΑΤ) Λάζου Λούκα αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσαν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές ως και κάθε συμπροσβαλλόμενη πράξη μόνο σε ότι έχει σχέση με τον ασκηθέντα πειθαρχικό έλεγχο και δεν συναρτώνται σε καμία περίπτωση με τη δυσμενή του κρίση.
β. Ο εν λόγω Αξκός έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμα προσφυγής του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, για τη δυσμενή του κρίση του 2001, του οποίου Συμβουλίου οι αποφάσεις είναι αμετάκλητες και ως εκ τούτου δεν είναι νομικά επιτρεπτή η επανεξέταση του θέματος από τη Διοίκηση».
11. Η Διοίκηση Αεροπορίας, με επιστολή της με ημερομηνία 1.11.2002, (φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένσταση ως τεκμήριο 10), διαβίβασε στη Μονάδα του Αιτητή φωτοαντίγραφο της πιο πάνω επιστολής του ΓΕΕΦ, προκειμένου να ενημερώσει ενυπόγραφα τον αιτητή.
12. Ο αιτητής, μετά τη γνωστοποίηση σ΄ αυτόν της πιο πάνω επιστολής του ΓΕΕΦ, καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την παρούσα προσφυγή.
Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη είναι ότι ο καθ΄ ου η αίτηση «ενήργησε αναρμοδίως και/ή καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας». Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι όταν το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών τον έκρινε ως «παραμένων στον ίδιο βαθμό» βασίστηκε σε δύο δυσμενή για τον αιτητή στοιχεία ένα από τα οποία ήταν δυο πειθαρχικές ποινές που του είχαν επιβληθεί από το διοικητή της μονάδος του στις 20.7.00 και 23.7.00. Το άλλο στοιχείο ήταν η δυσμενής βαθμολογία με την οποία τον αξιολόγησε ο ίδιος διοικητής στην ΄Εκθεση Ικανότητας που συνέταξε γι΄ αυτόν για την περίοδο από 1.1.00 έως 9.10.00. Κατ΄ αρχή ο μόνος αρμόδιος να συγκαλεί το Συμβούλιο Κρίσεως Αξιωματικών σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο ήταν ο Υπουργός Αμυνας. Επικαλέστηκε τον καν. 37(4) της ΚΔΠ 90/90. Ετσι δεν έπρεπε το αίτημα του αιτητή να εξεταστεί και αποφασιστεί από τον Αρχηγό Εθνικής Φρουράς. Αν όμως αποφασιστεί ότι είχε εξουσία και ο Αρχηγός, τότε αφού οι δυο ποινές ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ο Αρχηγός όφειλε να δεχθεί το αίτημα του αιτητή όπως τούτο υποβλήθηκε με την αναφορά (τεκμήριο 6 στην ένσταση) και όχι να απορρίψει τούτο όπως έπραξε με το τεκμήριο 9 στην ένσταση.
Ο καθ΄ ου η αίτηση στη δική του γραπτή αγόρευση προβάλλει προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή σχετικά με το αίτημά του για επανεξέταση των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών επειδή ο αιτητής δεν προσέβαλε τις αποφάσεις των δύο Συμβουλίων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος ούτως ώστε οι εν λόγω αποφάσεις να έχουν καταστεί αμετάκλητες. ΄Ετσι ήταν η θέση του ότι δεν υποχρεούται να προβεί σε επανεξέταση των εν λόγω αποφάσεων.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ΄ ου η αίτηση είναι ότι ανεξάρτητα από την ακύρωση των δυο πειθαρχικών ποινών από το Ανώτατο Δικαστήριο, παραμένει το θέμα της αξιολόγησης του αιτητή στην ΄Εκθεση Ικανότητας που είναι ανεξάρτητο από το θέμα των ποινών.
Αναφορικά με το θέμα αναρμοδιότητας του Αρχηγού, η θέση του συνηγόρου του καθ΄ ου η αίτηση ήταν ότι υπάρχει κενό νόμου στους σχετικούς κανονισμούς ως προς το ποιος είναι αρμόδιος να συγκαλεί τα δυο Συμβούλια (Συμβούλιο Κρίσεων και Συμβούλιο Επανακρίσεων) σε συνεδρία για σκοπούς επανεξέτασης των αποφάσεων τους. Επομένως οποιοσδήποτε αξιωματούχος του ΓΕΕΦ ή του Υπουργείου ΄Αμυνας θα μπορούσε να αποφασίσει επί του αιτήματος για επανεξέταση. Ομως και αν ακόμα ο Αρχηγός ενήργησε παράτυπα, τούτο δεν αποτελεί ουσιώδη παρατυπία με την έννοια του άρθρου 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος 158(1)/99).
Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης από το θέμα έλλειψις εννόμου συμφέροντος. Παρόλο ότι εγείρεται τούτο για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση, θα εξετάσω το θέμα αυτό αφού είναι τέτοιας φύσης που θα μπορούσε να εγερθεί και αυτεπάγγελτα. (Βλ. Βραχίμη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 498.) Αφού εξέτασα το θέμα κατάληξα ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος δεν πρέπει να ευσταθεί αφού το αίτημα του αιτητή όπως τούτο υποβλήθηκε στις 11.9.02 (βλ. τεκμήριο 6 στην ένσταση) βασιζόταν σε νέα γεγονότα δηλαδή την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο των προαναφερθεισών πειθαρχικών ποινών.
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αναρμοδίως ο Αρχηγός Εθνικής Φρουράς απέρριψε το αίτημά του για επανεξέταση των αποφάσεων των δυο Συμβουλίων, έχω καταλήξει να συμφωνήσω με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή. Από το κείμενο του καν. 37(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, ως έχουν τροποποιηθεί, που αφορά τη συγκρότηση του Συμβουλίου Κρίσεων αλλά και από το κείμενο του καν. 44(4) των ιδίων κανονισμών που αφορά τη συγκρότηση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, είναι σαφές ότι τούτο συγκροτείται και συνέρχεται με απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας. Επομένως το αίτημα του αιτητή για επανεξέταση δυσμενούς βαθμολογίας και δυσμενούς κρίσεως όπως υποβλήθηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 11.9.02 (τεκμήριο 6 στην ένσταση) μετά την επιτυχία των δυο προσφυγών του, έπρεπε να είχε εξεταστεί από το Συμβούλιο Επανακρίσεων αφού τούτο συγκροτείτο με απόφαση του Υπουργού και όχι να επιληφθεί τούτου ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς ως η απόφασή του ημερομηνίας 18.10.02 (τεκμήριο 9 στην ένσταση). Δεν είναι θέμα απλής παρατυπίας, αλλά ουσιώδους παρατυπίας με την έννοια του άρθρου 13 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999. Είναι ουσιώδης διότι κατάληξε σε άλλο πρόσωπο για να αποφασίσει το θέμα από το Συμβούλιο Επανακρίσεων. Επομένως αυτό αποτελεί ανεξάρτητο και αρκετό λόγο για την επιτυχία της προσφυγής.
Κι αν ακόμα η απόφαση έπρεπε να ήταν ότι ορθά επιλήφθηκε του θέματος ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, θα πρέπει να αποφασιστεί αν η κατάληξή του να απορρίψει το αίτημα του αιτητή είναι νόμιμη. Μελέτησα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις καθώς και το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου που είναι ενώπιόν μου ως τεκμήριο 1. Προκύπτει ότι οι εν λόγω δυο πειθαρχικές ποινές που αφορούσαν τεσσάρων ημερών κράτηση του αιτητή είχαν επιβληθεί από το ίδιο πρόσωπο που ετοίμασε και την ΄Εκθεση Ικανότητας δηλαδή το Διοικητή της 60 ΜΕΑ όταν ο αιτητής υπηρετούσε στην Κρήτη. Συμφωνώ, χωρίς καμιά απολύτως δυσκολία, με τη θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η αξιολόγηση του αιτητή που έγινε για την περίοδο 1.1.00 - 9.10.00 έχει επηρεασθεί σημαντικά από το γεγονός της ύπαρξης των δυο πειθαρχικών ποινών. Τούτο είναι σαφές από το εξής απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών (τεκμήριο 1 στην ένσταση) όπου για τον αιτητή αναφέρονται τα εξής:
«Παραμένων στον ίδιο βαθμό κατά πλειοψηφία (Τέσσερα Μέλη τον έκριναν παραμένων στον ίδιο βαθμό και ένα Μέλος προακτέο κατ΄ αρχαιότητα».
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου κατάληξε στην πιο πάνω απόφαση αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των δυο πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και από τα οποία συνάγεται ότι δεν επιδεικνύει τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία αλλά ούτε και την απαιτούμενη επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και στην ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων. .............»
Προχωρεί βέβαια και αναφέρει ότι λήφθηκε υπόψη και η ΄Εκθεση Ικανότητας. ΄Ομως η έμφαση ήταν στα δυο πειθαρχικά παραπτώματα που επηρέασαν και την ΄Εκθεση Ικανότητας.
Αν δούμε και την ίδια την ΄Εκθεση Ικανότητας ημερομηνίας 10.10.00 (παράρτημα Α στην απαντητική αγόρευση) είναι φανερό ότι δόθηκε πολύ μεγάλη έμφαση στα δυο παραπτώματα του αιτητή τα οποία όμως εξαλείφθηκαν με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι έχουν αρθεί για το μέλλον (βλ. καν. 29(3) των Κανονισμών του 1990 και τεκμήρια 4 και 5 στην ένσταση) αυτό δεν θεραπεύει την κατάσταση.
Είναι λοιπόν φανερό ότι και αν ακόμα αποφασίζετο ότι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς ήταν ο αρμόδιος να επιληφθεί του θέματος, τα όσα αναφέρει στην επιστολή του ημερομηνίας 18.10.02 (τεκμήριο 9 στην ένσταση) ότι δηλαδή η δυσμενής κρίση του αιτητή είναι τελείως άσχετη από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ακύρωσαν τις πειθαρχικές ποινές, αποτελούν πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα. Από τη στιγμή που με τις προσφυγές του ο αιτητής πέτυχε την ακύρωση των εν λόγω πειθαρχικών ποινών, έπεται ότι έπρεπε και οι δυσμενείς γι΄ αυτόν επιπτώσεις που είχαν δημιουργηθεί κατά το χρόνο της ύπαρξής τους, να εξαφανιστούν. Διαφορετικά η επιτυχία των εν λόγω δυο προσφυγών θα ήταν άνευ αντικειμένου. ΄Ετσι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Σαν αποτέλεσμα η απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερομηνίας 18.10.02 με την οποία απέρριψε το αίτημα του αιτητή για επανεξέταση των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών χωρίς να ληφθεί υπόψη η έκθεση ικανότητας του για την περίοδο από 1.1.00 - 9.10.00, με την παρούσα ακυρώνεται.
Ο καθ΄ ου η αίτηση να καταβάλει τα έξοδα του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.