ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 557/2002)

1 Ιουλίου 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

NICOS EFREM SHARES AGENCY LIMITED,

Αιτήτρια,

- ν. -

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

----------------------

Κ. Αιμιλιανίδης, για την Αιτήτρια.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερ. 29 Μαΐου 2002, με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του Καν. 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως τροποποιήθηκε) και επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους £35.000.

Ο Καν. 21(2)(β) προβλέπει ότι τα μέλη του Χρηματιστηρίου οφείλουν να τηρούν «ιδιαίτερο τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμούς για χρήματα εντολέων». Η αιτήτρια δεν εκπλήρωσε αυτή την υποχρέωση. Τίθεται εδώ ως μόνο ζήτημα το κατά πόσο η Επιτροπή είχε εξουσία να αναλάβει την περίπτωση.

Οι υπό αναφορά Κανονισμοί εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 71 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, (Ν. 14(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε). Σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις εκτός όπου γίνεται άλλη ειδική πρόνοια. Στο άρθρο 10(3)(α), το οποίο αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου, προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου:

«Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία της Επιτροπής, και να αποφασίζει με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης από Μέλη του Χρηματιστηρίου, από εισηγμένους εκδότες και από οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προς οποιαδήποτε υποχρέωσή του που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή τους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς ή τους Κανόνες που διέπουν τη διαπραγμάτευση, την κατάρτιση και την ανακοίνωση προς το Χρηματιστήριο των συναλλαγών ή οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου η οποία έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στις περιπτώσεις διαπιστούμενων παραβάσεων το Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλλει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης:

Νοείται ότι η πιο πάνω εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή.»

 

Έπειτα, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 37, προνοείται η πειθαρχική αντιμετώπιση των περιπτώσεων:

«37.(1) Οι χρηματιστές οφείλουν να τηρούν πιστά τους ισχύοντες Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς και κατά την άσκηση των εργασιών τους να επιδεικνύουν την αρμόζουσα προς το λειτούργημα τους αξιοπρέπεια.

(2) Χρηματιστής που ενεργεί κατά παράβαση των Χρηματιστηριακών Κανονισμών ή που κατά την άσκηση των εργασιών του επιδεικνύει συμπεριφορά απάδουσα προς το λειτούργημα του, ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, διαπράττει πειθαρχικό παράπτωμα, που τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στον παρόντα Νόμο και στους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς.»

 

Επιπλέον, με το άρθρο 42 επιβάλλεται και ποινική ευθύνη:

«42. Χρηματιστής που παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή τους χρηματιστηριακούς Κανονισμούς διαπράττει αδίκημα που τιμωρείται εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ειδική ποινή, με φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή και με τις δύο ποινές.»

 

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεστήθη αρχικά με τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο: βλ. το άρθρο 8 στο Μέρος ΙΙΙ, «Κρατική Εποπτεία Χρηματιστηρίου». Ύστερα, με τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο του 2001, (Ν. 64(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε) μεταβλήθηκε η νομική ταυτότητα της Επιτροπής και επεκτάθηκε ο ρόλος της. Το υπό εξέταση ζήτημα αφορά ακριβώς την εμβέλεια αυτής της επέκτασης, εκεί όπου ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος περιέχει και ο ίδιος σχετικές ρυθμίσεις. Από τις αρμοδιότητες της Επιτροπής ενδιαφέρουν ιδιαίτερα εκείνες που εκτίθενται στο άρθρο 26(α) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου:

«26. Η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Να εποπτεύει και ελέγχει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και τις καταρτιζόμενες στο Χρηματιστήριο συναλλαγές, να καθορίζει μετά από εισήγηση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου άλλα πράγματα ή άλλες κινητές αξίες ως χρηματιστηριακά πράγματα, να εποπτεύει και ελέγχει τους εκδότες των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο τίτλων και τα Μέλη του Χρηματιστηρίου, να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιλαμβανομένων συμβούλων επενδύσεων, χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών, η οποία στην περίπτωση χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για εγγραφή τους, ως Μελών του Χρηματιστηρίου, να ανακαλεί τις άδειες αυτές για ειδικούς λόγους όπως ειδικότερα καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές εναντίον χρηματιστών, χρηματιστηριακών εταιρειών και συμβούλων επενδύσεων κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι όπου στην παρούσα παράγραφο προβλέπεται η ανάθεση αρμοδιότητας στην Επιτροπή ανάλογης με αρμοδιότητα που ασκείται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου με βάση τις διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου.»

 

Η εν λόγω αρμοδιότητα της Επιτροπής «.... να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ..... εναντίον χρηματιστών, χρηματιστηριακών εταιρειών ....» ρυθμίζεται περαιτέρω με το άρθρο 38(1) του ίδιου νόμου. Προβλέπεται ότι:

«38. - (1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»

 

Το κατά πόσο ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί περιλαμβάνονται στην «κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτοδίκως σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων. Δεν υπήρξε σύγκληση απόψεων μεταξύ των Δικαστών. Πρόκειται όμως για ζήτημα σε σχέση με το οποίο δεν χρειάζεται να εκφέρω οριστικώς άποψη. Κι αυτό διότι, αν εκλάβω ως δεδομένη την καταφατική προς το ερώτημα απάντηση, διαπιστώνω πως δεν υπήρξε ενεργοποίηση των σχετικών, ως προς τον υπό αναφορά τομέα, αρμοδιοτήτων της Επιτροπής αφού δεν εκδόθηκαν οι προβλεπόμενοι Κανονισμοί με τους οποίους να «εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου». Τέτοιοι Κανονισμοί αποτελούν, κατά την άποψη μου, απαραίτητη προϋπόθεση όπως, άλλωστε, μου φαίνεται να εννοούσε σε σχέση με αυτή την πτυχή και ο Γαβριηλίδης, Δ., στις υποθέσεις A.L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 741/2002, ημερ. 23 Απριλίου 2004 και Expresstock Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 742/2002, ημερ. 23 Απριλίου 2004.

Αυτή η κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιασδήποτε άλλης πτυχής. Σημειώνω ωστόσο και το περαιτέρω πρόβλημα της εμβέλειας του εν λόγω άρθρου 38 όπου στον άλλο νόμο - τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο - η διάταξη που δημιουργεί την παράβαση προβλέπει κύρωση διαφορετική από εκείνη που κατά το άρθρο 38 δύναται η Επιτροπή να επιβάλει: βλ. την Κώστα Χατζηγαβριήλ ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 996/02 ημερ. 23 Δεκεμβρίου 2002, (Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε) και Frindlays Investmetns Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 55/02, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 2003, (Κωνσταντινίδη, Δ.). Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από τη δεύτερη που κάλυψε πεδίο ευρύτερο από ό,τι η πρώτη:

«Σε συμφωνία με την απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ (ανωτέρω), καταλήγω πως το άρθρο 38 δεν είναι εμβέλειας τέτοιας ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε ό,τι ρητά προσδιορίζεται ως ποινικό αδίκημα, με καθορισμένες κατά το νόμο που το δημιουργεί κυρώσεις από τη διάπραξή του. Ούτε, προσθέτω, και ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε παραβάσεις των Κανονισμών για τις οποίες επίσης ρητά καθορίζεται μέγεθος κύρωσης σαφώς διαφορετικό από εκείνο που καθορίζει το άρθρο 38. Άλλη προσέγγιση θα οδηγούσε στο αντινομικό αποτέλεσμα να έχουμε ένα νόμο που να δημιουργεί το ποινικό αδίκημα ή την κανονιστική παράβαση και να προβλέπει τις επιπτώσεις από τη διάπραξή τους και άλλο νόμο που να παρέχει εξουσία σε όργανο διαφορετικό από το προσδιοριζόμενο στον πρώτο για επιβολή κύρωσης, εν προκειμένω κατά πολύ αυστηρότερη, πάντως άλλης από εκείνη που κατά τη δημιουργία του ποινικού αδικήματος ή της κανονιστικής παράβασης προβλέπεται.»

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο