ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 656
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 48/2002)
30 Ιουλίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Δ. Παπαδόπουλος, για τον Αιτητή.
Τζ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.
: Με την παρούσα προσφυγή ο Χαράλαμπος Προδρόμου (ο αιτητής) ζητά όπως η απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (οι καθ'ων η αίτηση), σύμφωνα με την οποία η απαίτησή του για πληρωμή υπερωριών είχε περιορισθεί σε χαμηλότερο ποσό από ότι είχε ζητήσει ο ίδιος, κηρυχθεί ως άκυρη.(α) Τα γεγονότα.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αφορούν τη διαφορά του αιτητή με τους καθ'ων η αίτηση, που σχετίζονται με την απαίτησή του για την καταβολή υπερωριών ενώ ασχολείτο με την καταπολέμηση του εχινόκοκκου. Επειδή η διαφορά αυτή είχε διαρκέσει αρκετά χρόνια και αποτέλεσε και το αντικείμενο τριών άλλων προσφυγών, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε συντομία τα πιο κάτω στοιχεία που συνδέονται με την παρούσα διαδικασία.
Ο αιτητής, που υπηρετούσε από το 1966 στη θέση του Κτηνιατρικού Επιστάτη 2ης Τάξης, προάχθηκε το 1973 στη θέση του Κτηνιατρικού Επιστάτη 1ης Τάξης και το 1983 προάχθηκε στη θέση του Κτηνιατρικού Επιθεωρητή 3ης Τάξης. Από το 1970 μέχρι το 1985, προσέφερε υπερωριακή εργασία μέσα στα πλαίσια της εκστρατείας για την καταπολέμηση του εχινόκοκκου, που συμπεριλάμβανε και την εξόντωση αδέσποτων σκύλων. Μετά την αφυπηρέτησή του ο αιτητής αξίωσε την καταβολή δεδουλευμένων υπερωριών, διανυκτερεύσεων και γευμάτων, υποβάλλοντας προς τούτο συγκεκριμένες καταστάσεις. Άνκαι η Νομική Υπηρεσία εισηγήθηκε ότι το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών "είχε και έχει νομική υποχρέωση για τις αξιώσεις του αιτητή", οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημά του. Ο αιτητής καταχώρησε τότε την α΄ προσφυγή του (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 233/94 της 29/5/95) που κρίθηκε από το Δικαστή Κωνσταντινίδη ως απαράδεκτη γιατί στρεφόταν εναντίον μη εκτελεστής πράξης.
Ο αιτητής επανήλθε προβάλλοντας την απαίτησή του για υπερωρίες και οι καθ'ων η αίτηση αφού έλαβαν υπόψη τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την εκδίκαση της προσφυγής 233/94, απέρριψαν τις αξιώσεις του. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω άρνησης ο αιτητής καταχώρησε τη β΄ προσφυγή του (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 811/96 της 17/7/97) στην οποία κρίθηκε ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης έλαβε χώρα επανεξέταση η οποία οδήγησε και πάλι στην απόρριψη των αιτημάτων του γιατί σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση οι αξιώσεις του για οδοιπορικά, υπερωρίες, διανυκτερεύσεις και γεύματα είχαν τακτοποιηθεί με την καταβολή σε αυτόν του ποσού των Λ.Κ. 5 μηνιαίως κατ' αποκοπήν, εφόσον εργαζόταν για τουλάχιστο 12 ώρες μηνιαίως υπερωρίες, ενώ για τις υπερωρίες του είχε παραχωρηθεί άδεια ελεύθερου χρόνου, ο οποίος μάλιστα κατά την άποψη των καθ'ων η αίτηση ήταν για κάποια περίοδο μεγαλύτερος από ότι ο ίδιος εδικαιούτο.
Η πιο πάνω απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο της γ΄ προσφυγής του αιτητή (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 752/98 της 25/9/2000). Εκδίδοντας την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ο Δικαστής Αρτεμίδης (όπως ήταν τότε), επεσήμανε τις δύο πιο κάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην προηγούμενη προσφυγή 811/96, που αποτελούσαν αλληλοσυγκρουόμενα δεδομένα που είχαν επικαλεσθεί οι καθ'ων η αίτηση.
"(α) Ενώ με την επιστολή του ημερ. 17.6.96 ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών δέχεται ότι λαμβάνει χώραν εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής με την επιστολή του ημερ. 23.7.96 αναφέρει ότι δεν "έχουν προκύψει νέα στοιχεία".
(β) Με την επιστολή του ημερ. 15.2.90 ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών φαίνεται ότι αναγνωρίζει το αίτημα του αιτητή. Ωστόσο επικαλείται σαν λόγο απόρριψης του αιτήματος την απουσία έγκρισης και διαθέσιμων κονδυλίων. Ο Διευθυντής αναγνωρίζει το αίτημα του αιτητή και με την επιστολή του ημερ. 3.7.96. Στην περίπτωση αυτή επικαλείται και την έλλειψη επίσημων στοιχείων η απουσία των οποίων καθιστούσε "αδύνατο να εκτιμηθεί το ύψος της αποζημίωσης που ίσως δικαιούται το κάθε μέλος του Προσωπικού".
Αποφασίζοντας την ακύρωση της απόφασης για ελλιπή διαδικασία επανεξέτασης και εσφαλμένη αιτιολογία, το Δικαστήριο στην προσφυγή 752/98 διερωτήθηκε πώς τα ισχυριζόμενα εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση στοιχεία της νέας έρευνας, δηλαδή η καταβολή των Λ.Κ. 5 μηνιαίως κατ' αποκοπήν και η παραχώρηση άδειας ελεύθερου χρόνου στον αιτητή για την ικανοποίηση των αιτημάτων του, διαπιστώθηκαν μετά παρέλευση 30 χρόνων, ενώ έπρεπε να ήταν γνωστά από την αρχή. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η εξέλιξη της υπόθεσης δεν ήταν ικανοποιητική και ότι υπήρχε για άγνωστους λόγους, "άρνηση της διοίκησης να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του αιτητή, σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα, τη λογική και μέσα στο πνεύμα της χρηστής διοίκησης
".Κατά την επανεξέταση οι καθ'ων η αίτηση αφού έλαβαν υπόψη τα νέα στοιχεία που είχαν δοθεί από το δικηγόρο του αιτητή, διαφοροποίησαν τη θέση τους και αποφάσισαν να προσφέρουν στον αιτητή το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 11.440 το οποίο, όπως ανέφεραν, αντιπροσώπευε υπερωριακή αποζημίωση, τόκους και δικηγορικά έξοδα για οριστική διευθέτηση του θέματος. Ο αιτητής θεώρησε ως αόριστη και μη ικανοποιητική την προσφορά και ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με την ακριβή χρονική περίοδο στην οποία αντιστοιχούσε το πιο πάνω ποσό. Οι καθ'ων η αίτηση απάντησαν με διευκρινιστική επιστολή ημερομηνίας 11/12/2001. Στις 31/12/2001, ο αιτητής απέρριψε γραπτώς την πρόταση και ακολούθως στις 16/1/2
002 καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.(β) Η προδικαστική ένσταση.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν υπόκειται σε προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, γιατί αφορά ζήτημα χρηματικής διαφοράς που υπάγεται στη δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων, επικαλούμενος την απόφαση
Kantziais v. Ministry of Interior (1982) 1 CLR 606.Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στην υπόθεση
Kantziais τονίστηκε ότι η χρηματική απαίτηση μέλους της αστυνομικής δύναμης που είχε απολυθεί, για άδεια 166 ημερών που εδικαιούτο, αποτελούσε θέμα που ενέπιπτε μέσα στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως δε έχει τονισθεί πρόσφατα στην υπόθεση A.H.K. v. Φιλιαστίδη (Α.Ε. 3135, της 18/4/2003) στην οποία εξετάστηκε το αίτημα υπαλλήλου για καταβολή επιδομάτων για οδοιπορικά και συντήρηση, καθώς και αμοιβή για υπερωριακή εργασία,"Το απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα (βλ. Παπαγιώργης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 560) του οποίου, η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο."
Στην παρούσα περίπτωση η αξίωση του αιτητή μπορεί να έχει χρηματικό χαρακτήρα, όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υπηρεσιακή κατάστασή του.
(γ) Παράβαση δεδικασμένου - έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν απέφυγαν τα σφάλματα που επισημάνθηκαν στις δύο προηγούμενες προσφυγές που είχαν καταχωρηθεί από τον αιτητή. Ειδικότερα έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τις απαιτήσεις του αιτητή όπως τις είχε διατυπώσει ο ίδιος και δεν είχαν αμφισβητηθεί, ούτε διεξήγαγαν ολοκληρωμένη έρευνα, αλλά αντίθετα, με αόριστη επίκληση των στοιχείων του φακέλου, κατέληξαν σε δικά τους αυθαίρετα συμπεράσματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των περιόδων υπερωριακής απασχόλησης του αιτητή. Εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορό τους ότι η διοίκηση δεν αρνήθηκε το δικαίωμα του αιτητή για υπερωριακή απασχόληση και ότι η προσφορά που του έγινε ήταν το αποτέλεσμα διεξοδικής έρευνας κατά την επανεξέταση.
Οι εισηγήσεις του αιτητή είναι ορθές. Οι απαιτήσεις του, όπως αυτές καθορίσθηκαν στην επιστολή του της 15/3/96 και δεν αμφισβητήθηκαν από τους καθ'ων η αίτηση, αναφέρθηκαν και στην ακυρωτική απόφαση του Καλλή, Δ. στην προσφυγή αρ. 811/96 ως ακολούθως:
"(α) Διεκδικώ αποζημίωση υπερωριών και γευμάτων από 1971 μέχρι Απρίλιο 1975 τις οποίες για τόσα χρόνια απόκρυπταν δραττώμενοι της δήλωσης μου ότι αποδεικτικά στοιχεία που είχα εγκαταλείφθηκαν στην Άσσια με την Τουρκική Εισβολή. Ανέρχονται σε 537 ½ ώρες και 157 περιόδους (αντίγραφον επισυνάπτεται).
(β) Αποζημίωση υπολοίπου ωρών που με την αφυπηρέτηση μου δεν κατέστη δυνατόν να εξαντλήσω. Πρόκειται για την περίοδο Απριλίου 1975 μέχρι Ιούνιο 1979, υπόλοιπο 884 ώρες υπερωριακής εργασίας, 5 διανυκτερεύσεις και 296 περιόδους.
(γ) Για την περίοδο από Ιούνιο 1979 μέχρι τέλος 1985 να μου καταβληθούν τουλάχιστον ίσος αριθμός ωρών το πιο λίγο που αναγνωρίζοντο και στο συνάδελφο Κυριάκο Μιχαήλ, δηλαδή 12 ώρες κάθε μήνα.
Από Ιούνιο 1979 μέχρι Δεκέμβριο 1985 = 79 μήνες.
Λέγε 79 Χ 12 = 948 ώρες.
Συνοψίζοντας την απαίτηση μου, απαιτώ:
Α Περίοδος
1971-1975 537 ½ ώρες 157 Γεύματα
Β Περίοδος
1975-1979
υπόλοιπον Day-Off 884 ώρες 296 Γεύματα
Γ Περίοδος
1979-1985 948 ώρες
Σύνολο 2.369 ½ ώρες 453 Γεύματα."
Στην απόφαση της προσφυγής 752/98, ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), έκρινε ότι οι αξιώσεις του αιτητή παρέμειναν αναμφισβήτητες και αποτελούσαν έτσι πραγματικά γεγονότα. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση,
"Το ύψος των υπερωριών, οδοιπορικών και ο αριθμός των γευμάτων, όπως τα παρουσίασε στη διοίκηση ο αιτητής δεν αμφισβητούνται. Για κάποια περίοδο δε, που δεν είχε υποβάλει έντυπο των απαιτήσεων του, ο ίδιος λέει πως τούτο έγινε με βάση προφορική συμφωνία που είχε με το διευθυντή του. Τα στοιχεία όμως στα οποία βασίζονται είναι καταγραμμένα στο βιβλίο καταχώρισης του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Η νέα έρευνα, που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, όφειλε να συμβαδίσει με τα ευρήματα και διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 811/96, όπως παρατίθενται στις παραγράφους α και β πιο πάνω. Δεν μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να μεταβληθεί η βάση των πιο πάνω στοιχείων, που συνιστούν μεν την αιτιολογία της απόφασης του, αλλά δεν παύουν να θεωρούνται πραγματικά γεγονότα."
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δημιούργησαν δεδικασμένο αναφορικά με τα στοιχεία των αξιώσεων του αιτητή. Όμως παρά το γεγονός αυτό, οι καθ'ων η αίτηση κατά την επανεξέταση του θέματος διαφοροποίησαν τον αριθμό των υπερωριών από 2.369 ½ σε 1291 και επεξήγησαν στη διευκρινιστική επιστολή τους της 11/12/2001 ότι το προσφερθέν συνολικό ποσό των £11.440 αντιπροσώπευε τα ακόλουθα:
"1. Αποζημίωση για υπερωριακή εργασία
(α) 1.1.71 - 31.3.75 (537,5 ώρες κανονικές Χ 1.5) = 806 ώρες
(β) 1.4.75 - 31.5.79 (Υπόλοιπο 66 μέρες Χ 6.33 ώρες) = 418 ώρες
(γ) Αποζημίωση για 66.75 ώρες διαφορά από
λανθασμένο υπολογισμό της υπερωριακής
εργασίας 1:1.5 αντί 1:2 = 67 ώρες
Ολικός αριθμός ωρών = 1291 ώρες
2. Πληρωμή νενομισμένων τόκων για αποζημιώσεις (1)(α)-(γ).
3. Πληρωμή δικηγορικών εξόδων (£659.0)."
Η διαφοροποίηση των ωρών υπερωριακής εργασίας, που δεν είχαν αμφισβητηθεί στις διαδικασίες των άλλων δύο προσφυγών που προηγήθηκαν, συνιστούν παραβίαση του δεδικασμένου της προσφυγής 752/98.
Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Νικήτα (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση
Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 776/94 της 7/3/96) αναφορικά με τις προεκτάσεις του δεδικασμένου,"Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου."
Μέσα στα ίδια πλαίσια ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) τόνισε στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 515/93 της 19/1/
98) ότι,"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .................................................. ..................................................
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση της 7/11/2001 συνιστά παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ