ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 342/03

21 Iουλίου, 2004

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στης]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΔΑΜΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθής η αίτηση.

---------------------------------

Α. Ευσταθίου, για τον αιτητή

Μ. Σπηλιωτοπούλου Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση

Μ. Καλλιγέρου, για το ενδιαφερόμενο μέρος

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ: Η μόνιμη θέση Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης, Τμήμα Εργασίας, είναι θέση πρώτου διορισμού. Αφού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν 46 υποψηφιότητες. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο Αδάμος Αδαμίδης και η Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου. Ύστερα από αξιολόγηση που έγινε από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) ο Αδάμος Αδαμίδης δεν συμπεριλήφθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο των 4 υποψηφίων που συστήθηκαν προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.). Αντίθετα συμπεριλήφθηκε η Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου. Η Ε.Δ.Υ., αφού υιοθέτησε τη σύσταση της Σ.Ε. και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο με τους ίδιους 4 υποψήφιους, τελικά, αφού τους υπέβαλε και σε προφορική εξέταση, επέλεξε και διόρισε στη θέση τη Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου.

Ο Αδάμος Αδαμίδης πρόσβαλε το διορισμό της Τασούλας Κυπριανίδου-Λεοντίδου με την υπ' αρ. 249/98 προσφυγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο κύριος λόγος ακύρωσης που πρόβαλε ήταν ότι η Σ.Ε. και, στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., που υιοθέτησε το πόρισμα της Σ.Ε., εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν τον πίστωσε με το «πλεονέκτημα» που προβλεπόταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και που ήταν το ακόλουθο:

«(4) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Η Σ.Ε., και στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., υιοθετώντας όπως ανέφερα το πόρισμα της Σ.Ε., δεν πίστωσε τον Αδάμο Αδαμίδη με το πιο πάνω «πλεονέκτημα» με το ακόλουθο αιτιολογικό:

«.Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η πείρα των υποψηφίων Αδαμίδη Αδάμου και .................. που αποκτήθηκε λόγω απασχόλησης τους στη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, από τις 15.3.93 και εντεύθεν δεν αποτελεί πλεονέκτημα γιατί το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, όπως προκύπτει από τα Σχέδια Υπηρεσίας, είναι διαφορετικό από εκείνο της θέσης Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση για διορισμό της Τασούλας Κυπριανίδου-Λεοντίδου (βλ. συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 125/98 και 249/98 Ε. Οικονόμου κ.α. ν. Ε.Δ.Υ. ημερ. 9/6/99). Η Ε.Δ.Υ. εφεσίβαλε την απόφαση. Η έφεση όμως απορρίφθηκε με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφασίζοντας ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν ικανοποιούσαν το πλεονέκτημα της επίδικης θέσης, ανέφερε ότι, όπως προέκυπτε από τα σχέδια υπηρεσίας, «το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, ...... είναι διαφορετικό από εκείνο της θέσης του Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης.» Επισημαίνουμε όπως πως αυτό δεν ήταν ακριβώς το ζητούμενο. Το ζητούμενο ήταν αν οι εφεσίβλητοι είχαν «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης». Είμαστε της άποψης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, εκτός του ότι φαίνεται να παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις κατοχής του πλεονεκτήματος, ενήργησε, όπως τουλάχιστο προκύπτει από το πόρισμα της, χωρίς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας, που θα συνίστατο σε διερεύνηση της πραγματικής κατάστασης σχετικά με τα καθήκοντα που όντως ασκούσαν οι εφεσίβλητοι στην προηγούμενη τους θέση, κάτι που θα οδηγούσε στην εξακρίβωση του κατά πόσο τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Ούτε από το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται αυτή να γνώριζε ποιά ήταν τα πραγματικά αυτά καθήκοντα αφού το μόνο που εκεί αναφέρεται είναι ότι έκρινε το επίδικο θέμα με βάση τα σχέδια υπηρεσίας.

Καταλήγουμε, ως εκ τούτου, ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ, που υιοθέτησε χωρίς περαιτέρω έρευνα το πόρισμα της πρώτης, ενήργησαν και έκριναν το επίδικο θέμα του πλεονεκτήματος χωρίς τη δέουσα έρευνα και με ελλιπή στοιχεία.»

(Βλ. Α.Ε. 2868 Δημοκρατία ν. Ε. Οικονόμου κ.α. ημερ. 30/11/01)

Eνόψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η E.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση, αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου το θέμα στη Σ.Ε. για να υποβάλει νέα έκθεση για όλους τους υποψήφιους σχετικά με το θέμα της κατοχής του πλεονεκτήματος της πείρας, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αναφορικά με τον Αδάμο Αδαμίδη η Σ.Ε. κατέληξε ότι τα καθήκοντα τα οποία ασκούσε στη θέση Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης δε συνιστούσαν πείρα «σχετική» με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Περαιτέρω αποφάσισε ότι κανένας από τους υποψήφιους κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας. Ακολούθως, αφού αξιολόγησε τον Αδάμο Αδαμίδη ως «παρα πολύ καλό» και την Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου ως «παρα πολύ καλή», σύστησε και τους δύο ως τους καταλληλότερους υποψήφιους. Το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση αξιολόγησης έχει ως εξής:

«1. Αδαμίδης Αδάμος

Αρχικά η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο η πείρα που κατείχε ο υποψήφιος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί πλεονέκτημα για την πιο πάνω θέση.

Για το σκοπό αυτό η Συμβουλευτική Επιτροπή διερεύνησε και εξέτασε την πραγματική κατάσταση σχετικά με τα καθήκοντα που ασκούσε ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας 3ης τάξης από την ημέρα διορισμού του στη θέση Επιθεωρητή Ασφάλειας 3ης τάξης μέχρι την ημέρα υποβολής της αίτησης του. Η διερεύνηση αυτή περιλάμβανε έρευνα μέσα από φακέλους εργοστασίων τους οποίους εχειρίσθη ο υποψήφιος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του καθώς και ενημέρωση από αναφορά για τα καθήκοντα που εκτελούσε ο υποψήφιος, την οποία έκαμε ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος ήταν ο Αξιολογών Λειτουργός του υποψηφίου για το έτος 1995.

Με βάση την πιο πάνω διερεύνηση η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε ότι το είδος και το επίπεδο καθηκόντων που όντως εκτελούσε ο υποψήφιος διαφέρουν ουσιωδώς από το επίπεδο και το είδος των καθηκόντων της θέσης του Βιομηχανικού Υγιεινολόγου παρά τις λεκτικές ομοιότητες που υπάρχουν στα δύο Σχέδια Υπηρεσίας. Προς υποστήριξη της πιο πάνω διαπίστωσης αναφέρονται τα ακόλουθα:

i. Η φύση της επιθεώρησης που απαιτείται να διεξάγει ο Βιομηχανικός Υγειονολόγος σε εργοστάσια, εγκαταστάσεις και χώρους εργασίας γίνεται με σκοπό την επισήμανση και τον ποσοτικό προσδιορισμό και υπολογισμό των κινδύνων για την υγεία των εργαζομένων, με τη διεξαγωγή ειδικών μετρήσεων, διερευνήσεων και εξετάσεων, οι οποίοι δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμοι και δεν μπορούν να προσδιοριστούν με το είδος της επιθεώρησης που διεξήγαγε ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας 3ης τάξης.

Συγκεκριμένα στις περιπτώσεις που ο υποψήφιος ενετόπιζε ελλείψεις και παραβάσεις σε σχέση με θέματα επισήμανσης και ποσοτικού προσδιορισμού και υπολογισμού των κινδύνων για την υγεία των εργαζομένων, δεδομένου ότι δεν είχε την αναγκαία ειδική κατάρτιση που απαιτείτο, ειδοποιούσε τους Βιομηχανικούς Υγιεινολόγους για να προβούν σε εξειδικευμένη και ανώτερου επιπέδου επιθεώρηση. Συνεπώς, όταν εργαζόμενοι εξετίθεντο σε κινδύνους από χημικούς, βιολογικούς και άλλους παράγοντες, όπου ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας 3ης τάξης δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει τον πραγματικό κίνδυνο και να απαιτήσει την εφαρμογή των κατάλληλων αποτελεσματικών για την περίπτωση μέτρων, ειδοποιούσε τους αρμόδιους Βιομηχανικούς Υγιεινολόγους για να προβούν σε ποσοτικό προσδιορισμό και εκτίμηση του κινδύνου και να καθοδηγήσουν τον εργοδότη στη λήψη των αναγκαίων μέτρων.

ii. Ο Βιομηχανικός Υγιεινολόγος απαιτείται να διερευνά επικίνδυνα συμβάντα που αφορούν κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων, και όχι απλά εργατικά ατυχήματα. Η διερεύνηση των συμβάντων αυτών απαιτεί λεπτομερείς μετρήσεις και άλλες εξειδικευμένες εξετάσεις περιλαμβανομένων δειγματοληψιών, μετρήσεων, αναλύσεων καθώς και αξιολογήσεις της ατμόσφαιρας του εργασιακού χώρου, των υλικών και ουσιών που σχετίζονται με το συμβάν.

Σε αντίθεση, οι διερευνήσεις ατυχημάτων που διεξήγαγε ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας 3ης τάξης αφορούσαν την διακρίβωση γεγονότων και αιτίων που οδήγησαν στο ατύχημα, που δεν απαιτούσαν τη διεξαγωγή εξειδικευμένων εξετάσεων.

iii. Όσον αφορά εκείνο το μέρος των καθηκόντων για παροχή συμβουλών στους κατόχους εργοστασίων και εργαζομένων, οι συμβουλές που παρείχε ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας αναφέρονταν στις υποχρεώσεις των κατόχων εργοστασίων και των εργαζομένων που απορρέουν από τη νομοθεσία.

Σε αντίθεση, ο Βιομηχανικός Υγιεινολόγος απαιτείται να παρέχει συμβουλές που αφορούν λεπτομερή τεχνικά και άλλα μέτρα που προκύπτουν από την εκτίμηση των κινδύνων στον εργασιακό χώρο όπως αυτοί προσδιορίζονται με τις εξειδικευμένες μετρήσεις/εξετάσεις που διεξάγει, δηλ. δεν είναι γενικής φύσης αλλά συγκεκριμένες και εξειδικευμένες, και προϋποθέτουν ψηλό επίπεδο ειδίκευσης στα θέματα επαγγεματικής/βιομηχανικής υγιεινής. Επομένως οι συμβουλές προς τους κατόχους εργοστασίων και τους εργαζομένους που παρείχε ο υποψήφιος διέφεραν τόσο στο επίπεδο όσο και στο είδος, από εκείνες που αναμε΄νεται να δίδει ο Βιομηχανικός Υγιεινολόγος.

iv. Σε σχέση με εκείνα τα καθήκοντα του υποψηφίου ως Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης που αναφέρονται στην εφαρμογή της νομοθεσίας πάνω στις συνθήκες και τους όρους εργασίας, σημειώνεται ότι αυτά αφορούσαν την εξέταση από τον υποψήφιο των όρων απασχόλησης όπως είναι ώρες εργασίας, κατώτατο όριο μισθών, προστασία της μητρότητας, των νεαρών προσώπων κλπ. Και όχι την κατάσταση του περιβάλλοντος εργασίας (π.χ. ατμόσφαιρα, παρουσία επικινδύνων ουσιών και άλλα).

Σε αντίθεση, η διερεύνηση των συνθηκών και του περιβάλλοντος εργασίας που απαιτείται να διεξάγει ο Βιομηχανικός Υγιεινολόγος αφορά διερευνήσεις για σκοπούς ανίχνευσης του κινδύνου με δειγματοληψίες και μετρήσεις με τελικό σκοπό τον προσδιορισμό, την επισήμανση και τον έλεγχο των κινδύνων για την υγεία των εργαζομένων.

v. Τέλος αναφέρεται ότι ο Βιομηχανικός Υγιεινολόγος απαιτείται να εκτελεί επιπρόσθετα και πιο ειδικευμένα καθήκοντα από εκείνα που εκτελούσε ο υποψήφιος ως Επιθεωρητής Ασφαλείας 3ης τάξης όπως:

Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως Επιθεωρητής Ασφάλειας 3ης τάξης, ο υποψήφιος ουδέποτε εξετέλεσε τέτοια καθήκοντα όπως αναφέρονται στην παράγραφο v πιο πάνω.

Ενόψει των πιο πάνω η Συμβουλευτική Επιτροπή θεωρεί ότι τα καθήκοντα τα οποία όντως ασκούσε ο υποψήφιος Αδάμος Αδαμίδης στη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης δεν συνιστούσαν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης του Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, και ως εκ τούτου δεν θεωρήθηκε ότι ο υποψήφιος κατείχε πλεονέκτημα για τη θέση.

Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τα πρόσθετα ακαδημαϊκά του προσόντα, (Master of Science και Doctor of Philosophy στη Χημική Μηχανική), την τετραετή του πείρα ως επιστημονικού συνεργάτη, την τριετή πείρα του στη θέση Επιθεωρητή Ασφαλείας, τα στοιχεία του προσωπικού του φακέλλου καθώς και τα στοιχεία της αίτησης του και αποφάσισε να αξιολογήσει τον κ. Αδαμίδη ως Παρα πολύ Καλό.

.................................. .................................................. ........................................

14. Λεοντίδου - Κυπριανίδου Τασούλα

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα μεταπτυχιακά της προσόντα (MSc και PhD στη Χημική Μηχανική) και την κατάρτιση της σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, την εργασιακή της πείρα μετά την απόκτηση των Ακαδημαϊκών της προσόντων σε θέματα έρευνας από το Νοέμβριο του 1992 μέχρι το Νοέμβριο του 1994 και στην εκπαίδευση από το Σεπτέμβριο του 1995 και εντεύθεν και τα άλλα στοιχεία και πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση της, την αξιολόγησε ως Παρα πολύ Καλή.

.................................. ...............................................»

Προς το σκοπό διακρίβωσης του κατά πόσον οποιοσδήποτε από τους υποψήφιους κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας, κατά τον ουσιώδη χρόνο,) η Ε.Δ.Υ. προχώρησε και σε δική της έρευνα. Κάλεσε τους υποψήφιους να παράσχουν κάθε πληροφορία αναφορικά με το χώρο και τη φύση της εργασίας τους, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο. Τελικά η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε το πόρισμα της Σ.Ε. ότι κανένας από τους υποψήφιους διέθετε το πλεονέκτημα της πείρας.

Ακολούθως, και επειδή η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού, η Ε.Δ.Υ. κάλεσε όλους τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση. Κατά την εξέταση αυτή τόσο ο Αναπληρωτής Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησαν τον Αδάμο Αδαμίδη ως «πολύ καλό» ενώ την Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου ως «Εξαίρετη». Κατόπιν τούτου η Ε.Δ.Υ. επέλεξε την Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου ως την καταλληλότερη υποψήφια και της πρόσφερε διορισμό στη θέση αναδρομικά από 2/2/98. Το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερ. 17/12/02 έχει ως εξής:

«Στη συνεδρία παρευρίσκετο και ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, κ. Λέανδρος Νικολαϊδης, ο οποίος ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η Επιτροπή δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους πιο κάτω υποψηφίους:

1. ΑΔΑΜΙΔΗ Αδάμο

2. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ-ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΟΥ Τασούλα

Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Αναπληρωτής Διευθυντής όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητας τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.

.................................. .................................................. .....

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Αναπληρωτής Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτήν ως εξής:

1. Αδαμίδης Αδάμος: Πολύ καλός

2. Λεοντίδου-Κυπριανίδου Τασούλα: Εξαίρετη.

Στο σημείο αυτό ο Αναπληρωτής Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.

Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Αναπληρωτή Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία έχει ως εξής:

1. Αδαμίδης Αδάμος: Πολύ καλός: Διαθέτει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο και είναι ενήμερος των ευθυνών της θέσης. Αντιδρά άμεσα στα ερωτήματα, εκφράζεται με ευχέρεια, δεν εμβαθύνει όμως στην ουσία των θεμάτων και δεν τεκμηριώνει με την αναμενόμενη πειστικότητα τις θέσεις που υποστηρίζει. Υστέρησε, επίσης, στον σαφή καθορισμό νέων ευθυνών και διαδικασιών της υπηρεσίας που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες τάσεις της τεχνολογικής εποχής. Έχει αυτοπεποίθηση.

2. Λεοντίδου-Κυπριανίδου Τασούλα: Εξαίρετη: Διαθέτει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο και γνωρίζει τις ευθύνες της θέσης. Είναι επίσης ενήμερη της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξασφάλισης συνθηκών υγιούς περιβάλλοντος εργασίας και γενικότερης προστασίας της υγείας των εργαζομένων. Προσεγγίζει τα θέματα διαλεκτικά, διεισδύει στην ουσία τους, τα αναλύει επισταμένα, αξιοποιεί τις εμπειρίες από ερευνητικά προγράμματα και καταλήγει σε θέσεις τις οποίες τεκμηριώνει με επιστημονικότητα και σαφήνεια. Διαθέτει συγκροτημένη και ευέλικτη σκέψη, ευρυμάθεια και αυτοπεποίθηση.

Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι η ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ-ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΟΥ Τασούλα υπερέχει γενικά του άλλου υποψηφίου και την επέλεξε ως πιο κατάλληλη και αποφάσισε να της προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, 2ης τάξης, Τμήμα Εργασίας, η οποία μετονομάστηκε σε Λειτουργό Επιθεώρησης Εργασίας, 2ης τάξης, Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, αναδρομικά από 2.2.98.

Επιλέγοντας την Λεοντίδου-Κυπριανίδου Τασούλα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Παρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στο ίδιο δηλαδή επίπεδο με τον ανθυποψήφιο της, και ως Εξαίρετη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην ενώπιον της προφορική εξέταση, σε αρκετά ψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τον ανθυποψήφιο της, ο οποίος αξιολογήθηκε ως Πολύ καλός. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα δεν υστερεί του ανθυποψηφίου της σε προσόντα, σημειώνοντας ότι και οι δύο υποψήφιοι έχουν υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα επιπέδου Ph.D."

Η πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής του Αδάμου Αδαμίδη.

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι τόσο η Σ.Ε. όσο και η Ε.Δ.Υ. ενήργησαν υπό καθεστώς ουσιώδους πραγματικής πλάνης αναφορικά με το κατά πόσον ο αιτητής κατείχε ή όχι το πλεονέκτημα της πείρας. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του αιτητή η διαπίστωση περί λεκτικών ομοιοτήτων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ο αιτητής αφενός, και του σχεδίου υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης αφετέρου, δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο κατοχής της πείρας σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης από μέρους του αιτητή αφού, από αυτό τούτο το σχέδιο υπηρεσίας, προκύπτει ότι τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2868 ήταν ότι, ανεξάρτητα των ομοιοτήτων των δύο σχεδίων υπηρεσίας, όπως είχαν παρατεθεί επί λέξει στην πρωτόδικη απόφαση, τόσο η Σ.Ε. όσο και η Ε.Δ.Υ. όφειλαν να διερευνήσουν, ως θέμα πραγματικού γεγονότος, κατά πόσον τα καθήκοντα που εκτελούσε ο αιτητής στη θέση που κατείχε ήταν ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Κατά την επανεξέταση, τόσο η Σ.Ε. όσο και η Ε.Δ.Υ. διεξήγαγαν έρευνα προς διαπίστωση πραγματικού γεγονότος με αποτέλεσμα να καταλήξουν, για τους λόγους που εξήγησαν, ότι ο αιτητής δεν κατείχε, στην πραγματικότητα, το πλεονέκτημα της πείρας. Οι σχετικές εξηγήσεις που δόθηκαν από τη Σ.Ε., και υιοθετήθηκαν από την Ε.Δ.Υ., ήσαν, κατά την άποψη μου, εύλογα ικανοποιητικές προς θεμελίωση της θέσης ότι η πείρα του αιτητή δεν ήταν σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε, κατά την προφορική εξέταση του ενδιαφερομένου μέρους, την αρχή του καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου, υπό την έννοια ότι αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος με βάση στοιχεία που προέκυψαν μετά τον ουσιώδη χρόνο. Η δικηγόρος του αιτητή εισηγήθηκε, συγκεκριμένα, ότι, δοθέντος ότι η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι «ενήμερη της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξασφάλισης συνθηκών υγιούς περιβαλλοντικής εργασίας και γενικότερα προστασίας της υγείας των εργαζομένων» και δοθέντος ότι μετά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι το 1998 (μέχρι το τέλος του 2002), ημερομηνία διεξαγωγής της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ανατέθησαν στο ενδιαφερόμενο μέρος θέματα ευρωπαϊκής ένωσης, εφόσον έκτοτε κατείχε την υπό πλήρωση θέση, «δημιουργείται αμφιβολία ως προς το πλαίσιο λήψης της απόφασης για απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση, αξιολόγηση η οποία επέδρασε στην τελική απόφαση».

Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν ενήμερο της πολιτικής ευρωπαϊκής ένωσης στα υπό αναφορά θέματα προ του ουσιώδους χρόνου. Το ότι, μετά τον ουσιώδη χρόνο, του ανατέθηκαν, ως εκ του διορισμού του στην υπό πλήρωση θέση, ανάλογα θέματα, δεν μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος του, απλώς και μόνο στη βάση «αμφιβολίας» και χωρίς κάτι το συγκεκριμένο.

Ο τρίτος και τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι η Ε.Δ.Υ. προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του αιτητή, ήταν το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, και μόνο, κατά την οποία αυτός αξιολογήθηκε ως «πολύ καλός» ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη», που καθόρισε και το τελικό αποτέλεσμα. Τούτο δεν ήταν, κατά την ίδια εισήγηση, επιτρεπτό για το λόγο ότι, από συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, η προφορική εξέταση αναβαθμίστηκε σε αυτοτελές κριτήριο επιλογής.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η απόδοση στην προφορική εξέταση αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης εκεί όπου υπάρχουν και άλλα στοιχεία προς διακρίβωση της «αξίας» των υποψηφίων όπως π.χ. εμπιστευτικές εκθέσεις. Όταν όμως η θέση είναι πρώτου διορισμού, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αφής στιγμής κριθεί ότι, από πλευράς προσόντων, οι υποψήφιοι είναι ίσοι, όπως εδώ, (είχαν και οι δύο Ph.D.), είναι εύλογο η πλάστιγγα να κλίνει υπέρ του ενός ή του άλλου ανάλογα με την απόδοση του στην προφορική εξέταση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο