ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 591/2003)
22 Ιουνίου, 2004
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΟΥΡΑΝΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ-ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ης η αίτηση.
__________
Α. Κωνσταντίνου
, για την αιτήτρια.Ε. Αντωνίου, για την καθ΄ ης η αίτηση.
A. Δράκος, για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 1.
Ι. Τυπογράφος, για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 2.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Mετά από επανεξέταση, με την απόφασή της ημερομηνίας 9.5.2003, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) επαναπροήγαγε τους ενδιαφερόμενους Χρ. Κ. Λαμπρία και Π. Τακούση στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών Α΄, στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.
Η απόφαση της ΕΔΥ, όπως κρίθηκε*, ήταν άκυρη αφού διαμορφώθηκε με γνώμονα ως προς την αξία και την πάσχουσα σύσταση της τότε Διευθύντριας του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών. Όπως διαπιστώθηκε, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2852, ημερομηνίας 25.10.2002, με τη σύσταση τονίστηκαν ως στοιχεία υπεροχής των συσταθέντων ιδιότητες και ικανότητες για τις οποίες και η αιτήτρια, επί σειρά ετών, μάλιστα των τελευταίων, είχε βαθμολογία ίση με εκείνη των προαχθέντων.
Κατά την επανεξέταση, υπέβαλε σύσταση ο νέος Διευθυντής υπέρ των ιδίων και επαναφέρονται τα ίδια επιχειρήματα. Με τη βασική εισήγηση πως, κατ΄ ουσίαν, βρισκόμαστε μπροστά σε φραστικά επινοήματα, όπως και στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού, ΑΕ3209, ημερομηνίας
15.2.2002, προς παράκαμψη των δεσμευτικά κριθέντων με την ακυρωτική απόφαση.Κατά το πρώτο μέρος της, η σύσταση αναφέρεται στους συσχετισμούς σε σχέση με την αξία και την αρχαιότητα και μπορεί να λεχθεί ότι τα σταθερά δεδομένα από τους φακέλους, δεν αποκαλύπτουν σφάλμα, όσο και αν ήταν με γενικό τρόπο που έγινε η αναφορά. Κατά τα τελευταία 5 χρόνια συγκέντρωναν και οι τρεις την ανώτατη δυνατή βαθμολογία και, ως προς την αρχαιότητα, η αιτήτρια υστερούσε έναντι των ενδιαφερομένων.
__________________________________ _________________________
*
Οι ενστάσεις της αιτήτριας αφορούν κατ΄ αρχάς στην επισήμανση για τον Π. Τακούση «ότι είναι φιλότιμος και εργάζεται πέραν των κανονικών ωρών εργασίας» και για τον Χρ. Λαμπρία ότι «χαρακτηρίζεται από έφεση για μάθηση και ανανέωση και αποτελεί πρόσωπο αναφοράς για την υπηρεσία». Βασίμως, όπως κρίνω, αφού εδώ η διάκριση υπέρ των ενδιαφερομένων από αυτές τις απόψεις ενώ ο ζήλος, το υπηρεσιακό ενδιαφέρον, η απόδοση και η έφεση για μάθηση, στα οποία αντιστοιχούν, είναι στοιχεία τα οποία είχε και η ίδια η αιτήτρια αξιολογηθεί ως εξαίρετη, συγκρούεται προς τα στοιχεία.
Στη συνέχεια αφορούν στην παράλειψη αναφοράς από το Διευθυντή στα υπέρτερα, όπως εισηγείται η αιτήτρια, προσόντα της, μάλιστα όταν κατά τη σύγκριση του Χρ. Λαμπρία με άλλο υποψήφιο, ο Διευθυντής αντιφατικά τόνισε την υπεροχή του σε προσόντα. Η σημασία όμως του ζητήματος των προσόντων συναρτάται και προς το δεύτερο ισχυρισμό της αιτήτριας πως είχε προσόν που της προσέδιδε το πλεονέκτημα. Θα εξετάσω λοιπόν αυτό το θέμα στη συνέχεια, ως αυτοτελές.
Κατά το σχέδιο υπηρεσίας, «μετεκπαίδευση σε θέματα Δημοσιογραφίας, Δημοσίων Σχέσεων, Διεθνών Σχέσεων και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, θα αποτελεί πλεονέκτημα». Σύμφωνα με πιστοποιητικό από το Πάντειο Πανεπιστήμιο που βρίσκεται στο φάκελο της αιτήτριας, αυτή παρακολούθησε «σεμινάριο διαρκείας ενός εξαμήνου και εξεπόνησε επιτυχώς τις απαιτούμενες εργασίες στην Επικοινωνία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης». Η ΕΔΥ έκρινε πως υπό το πρίσμα της "ερμηνείας" του όρου «μετεκπαίδευση», όπως την προσδιόρισε η προηγούμενη σύνθεσή της, την οποία υιοθέτησε, η παρακολούθηση του σεμιναρίου «δεν μπορεί να λογιστεί ως πλεονέκτημα».
Παραθέτω την "ερμηνεία":
"μετεκπαίδευση εξυπακούει βασική εκπαίδευση σε επίπεδο πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου πανεπιστημιακού προσόντος στα θέματα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, όπως αυτό εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 23.1.1986. Η Επιτροπή καθόρισε επίσης ότι για να μπορεί η μετεκπαίδευση να λογιστεί ως πλεονέκτημα θα πρέπει να είναι διάρκειας έξι τουλάχιστον μηνών σε πλήρη βάση και να καλύπτει 420 περίπου ώρες διδασκαλίας που είναι το ήμισυ περίπου των αναγνωρισμένων ωρών ενός ακαδημαϊκού έτους. Περαιτέρω, η Επιτροπή καθόρισε ότι η μετεκπαίδευση θα πρέπει να έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό/ακαδημαϊκό ίδρυμα και να συνοδεύεται από σχετικό πιστοποιητικό."
Και την προσέγγιση της ΕΔΥ:
"Ακολούθως, η Επιτροπή ασχολήθηκε με το κατά πόσο το εξάμηνο ταχύρρυθμο σεμινάριο στην Επικοινωνία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που έγινε υπό την εποπτεία του Παντείου Πανεπιστημίου και το οποίο παρακολούθησε αριθμός λειτουργών που είναι υποψήφιοι για προαγωγή μπορεί να λογιστεί ως πλεονέκτημα. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη το εύρημα της έρευνας που διεξήγαγε το Γραφείο της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο το σεμινάριο διεξήχθηκε σε δύο φάσεις συνολικής διάρκειας 12 εβδομάδων, μεταξύ των ωρών 9.00-14.15, έκρινε ότι τούτο δεν πληροί τις ελάχιστες ώρες διδασκαλίας που καθορίστηκαν ως μετεκπαίδευση και ως εκ τούτου η παρακολούθησή του δεν μπορεί να λογιστεί ως πλεονέκτημα".
Συνάγεται πως δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη βασικής εκπαίδευσης στο καθορισθέν επίπεδο, η ένταξη του αντικειμένου του σεμιναρίου στα διαλαμβανόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας, η διεξαγωγή του από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό/ακαδημαϊκό ίδρυμα και, βεβαίως, η ύπαρξη πιστοποιητικού. Oύτε καν η εξάμηνη διάρκειά του, συνυπολογιζομένου του χρόνου που προφανώς απαιτείτο για την ετοιμασία των εργασιών, όπως τη βεβαίωνε το πιστοποιητικό.
Το πρόβλημα ήταν οι ώρες διδασκαλίας και εισηγείται η αιτήτρια πως η απαίτηση για το συγκεκριμένο αριθμό τους, εντελώς αναιτιολόγητη όπως ήταν, συνιστούσε αυθαιρεσία. Επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Αρτέμης, Δ., στην Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 702, στην οποία εξετάστηκε παρεμφερές θέμα σε σχέση με την πείρα ως πλεονέκτημα:
"Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (βλ. Τυρίμου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Πρ. Αρ. 409/94, ημερομηνίας 31.10.95).
Στην παρούσα όμως περίπτωση κρίνουμε ότι ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η ΕΔΥ, καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξείγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος."
Οι καθ΄ ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, δεν αντιδικούν επί της αρχής. Απορρίπτουν, όμως, τον ισχυρισμό με την εισήγηση πως εν προκειμένω υπάρχει αιτιολογία. Ως τέτοια θεωρούν δε τη συνάρτηση των ωρών που καθορίστηκαν με το μισό περίπου των αναγνωρισμένων ωρών ενός ακαδημαϊκού έτους. Και επικαλούνται τις βασικές αρχές σε σχέση με την αρμοδιότητα της διοίκησης να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Η "ερμηνεία" δεν μπορεί να απολήγει και σε αλλοίωση του Σχεδίου Υπηρεσίας με την προσθήκη σ΄ αυτό, ως μέρους του περιεχομένου του, απαιτήσεις που το ίδιο δεν θέτει. Σε περίπτωση όπως η παρούσα, η διακριτική ευχέρεια μπορεί και πρέπει να στοχεύει στον προσδιορισμό στοιχείων που να αναδεικνύουν κατά τρόπο ρεαλιστικό και πάντως εύλογο πως, η προτεινόμενη μετεκπαίδευση είναι ουσιαστική. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, θεωρώ πως ο εκ των προτέρων καθορισμός αυστηρών προϋποθέσεων, δεσμευτικών της διακριτικής ευχέρειας, ώστε να μην αφήνεται δυνατότητα απεμπλοκής όταν τα δεδομένα στο σύνολό τους δείχνουν πως δεν έχουμε κατ΄ επίφαση μετεκπαίδευση αλλά ουσιαστική, βρίσκεται εκτός ακραίων ορίων.
Ανεξάρτητα από αυτό, ήταν και εντελώς αναιτιολόγητη η απαίτηση για το συγκεκριμένο αριθμό ωρών διδασκαλίας. Η συνάρτηση πως το μισό ακαδημαϊκό έτος απλώς δημιουργεί κύκλο αφού δεν έχουμε αιτιολογία ούτε γι΄ αυτή τη βάση και, εν πάση περιπτώσει, ούτε για την αυστηρή προσήλωση στις ώρες διδασκαλίας τέτοιου έτους χωρίς συνυπολογισμό της ιδιαίτερης φύσης της μετεκπαίδευσης στο πλαίσιο σεμιναρίου που επάγεται και την ουσιαστική αφιέρωση χρόνου για την ετοιμασία απαραίτητων εργασιών. Με αποτέλεσμα, σεμινάριο σε προβλεπόμενο θέμα από αναγνωρισμένο ανώτατο ακαδημαϊκό ίδρυμα, εξάμηνης κατά τα ανωτέρω διάρκειας και που περιλάμβανε, αν η αριθμητική πράξη είναι ορθή, 315 ώρες διδασκαλίας, να κριθεί, αδίκως κατά τη γνώμη μου, πως δεν ήταν «μετεκπαίδευση» επειδή οι ώρες έπρεπε να ήταν περίπου 420.
Στην αγόρευση για τον ενδιαφερόμενο Χρ. Λαμπρία περιλαμβάνεται εισήγηση να εξεταστεί τώρα, κατ΄ ουσίαν, το κατά πόσο η αιτήτρια κατείχε το απαιτούμενο βασικό πανεπιστημιακό προσόν, καταλογίζοντας στην ΕΔΥ παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Το πρόβλημα για την εξέταση τέτοιου θέματος δεν αφορά απλώς στην έλλειψη οποιασδήποτε τεκμηρίωσης. Ούτε καν στις αρχές που τέθηκαν στην Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608, την οποία επικαλείται η αιτήτρια, αφού τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στην πρώτη προσφυγή.
Εδώ λειτουργούμε υπό το δεδομένο της κρίσης της ΕΔΥ πως η αιτήτρια είναι προσοντούχος. Αυτή η κρίση δεν είναι τώρα αντικείμενο αναθεώρησης και, βεβαίως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα για διαμόρφωση δικής του πρωτογενούς κρίσης επί τέτοιου θέματος. (Βλ. Εταιρεία Siemens AG ν. Aρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 1010/91, ημερ. 30.9.94, Π. Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 433 στη σελ. 439).
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΕΣΓ
C:\My Documents\2004\part4\591-03.doc