ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KOUFETTAS ν. REPUBLIC (1978) 3 CLR 225
Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769
Νικολάκη Αλεξάνδρα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως ΕπισκοπήςΛεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1559/2010, 9/8/2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1014/2010, 30 Μαρτίου 2012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 40/2003)
7 Ιουνίου, 2004
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΛΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Αρ. Γεωργίου,
για την Αιτήτρια.Κ. Αιμιλιανίδης, για το Καθ ΄ου η αίτηση Συμβούλιο.
Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Απόφαση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας ημερομηνίας 6/12/02, με την οποία διορίσθηκε και/ή προήχθηκε στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού η Ξάνθη Δημοσθένους αναδρομικά από την 1/8/00.»
Η αιτήτρια προάχθηκε αρχικά στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού με απόφαση του καθ' ου η αίτηση (εφεξής ΣΑΛ) όμως η προαγωγή της ακυρώθηκε στις 28.11.01 με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ' αρ. 1276/00 που άσκησε η Ξάνθη Δημοσθένους, το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα υπόθεση. Οι λόγοι ακύρωσης αφορούσαν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Διαπιστώθηκε συναφώς ότι κατά την προαγωγική διαδικασία, τα μέλη του Συμβουλίου δεν τοποθετήθηκαν ως αυτοτελή άτομα αλλά με την ιδιότητα της ομάδας και ότι δεν καταγράφηκαν τα ονόματα εκείνων που ψήφισαν υπέρ ή κατά της πρότασης αλλά αριθμητικές μονάδες κατά παράβαση της αρχής της φανερής και ονομαστικής ψηφοφορίας.
Το ΣΑΛ μετά από επανεξέταση του θέματος στη συνεδρία του ημερ. 6.12.02, αποφάσισε την προαγωγή της Δημοσθένους, υιοθετώντας τους πιο κάτω λόγους, που εισηγήθηκε ένα από τα μέλη του Συμβουλίου (παρατίθενται αποσπασματικά):
«Εχοντας τα πιο πάνω υπόψη, το γεγονός ότι η Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που σύστησε την κ. Δημοσθένους, έλαβε υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία μετά από ψηφοφορία της Επιτροπής, υπερτερούσε η κ. Δημοσθένους, και είχε υπόψη της τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, αντικρίζοντας τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή με την επιφύλαξη την οποία έχω
εκφράσει πιο πάνω, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα προσόντα των δύο υποψηφίων είναι σχεδόν τα ίδια και ότι τα επιπλέον προσόντα της υποψηφίου κ. Παντελή τα οποία έχουν παρατεθεί δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης για προαγωγή, αντιμετωπίζοντας με κάθε επιφύλαξη τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις τις οποίες ο Γενικός Διευθυντής συνέτασσε και επομένως θεωρώντας ότι η διαφορά στη βαθμολογία των δύο υποψηφίων οφείλεται στην ιδιάζουσα σχέση που είχε ο Γενικός Διευθυντής με την υποψήφια Παντελή, έχοντας τέλος υπόψη την Εκθεση της συμβουλευτικής Επιτροπής και τη μεγάλη διαφορά σε αρχαιότητα της κ. Δημοσθένους από την κ. Παντελή (εννέα έτη), επιλέγω κατά τη γνώμη μου ως καταλληλότερη υποψήφια για την προαγωγή στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού την υποψήφια κ. Ξάνθη Δημοσθένους.»
Το ενδιαφερόμενο μέρος, υπό μορφή προδικαστικής ένστασης εισηγείται, ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης προαγωγής καθότι δεν είχε δικαίωμα αλλά μόνο προσδοκία προαγωγής και η τυχόν ακύρωση της επίδικης προαγωγής δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε όφελος στην αιτήτρια γιατί το παράπονό της όπως είναι διατυπωμένο στο αιτητικό της προσφυγής, περιορίζεται μόνο στην προσβολή της προαγωγής της συναδέλφου της (αντί τις ίδιας). Η παράλειψη αναφοράς στο αιτητικό της προσφυγής ότι προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους «αντί της αιτήτριας» δεν συνιστά ελάττωμα συνεπαγόμενο τη μη στοιχειοθέτηση του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας. Το ζήτημα είναι κατά πόσο, παρά την όποια ελλιπή διατύπωση του αιτητικού ή την ελαττωματική περιγραφή της προσβαλλόμενης πράξης, το Δικαστήριο, με αναφορά στα γεγονότα και τα νομικά σημεία της αίτησης εξεταζόμενης στο σύνολο της μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει την πράξη εναντίον της οποίας στρέφεται η προσφυγή και τη θεραπεία η οποία ζητείται. (Βλ. Ανδρέου ν. Σχολικής Εφορείας Πολεμίου, Υπόθ. Αρ. 719/97, ημερ. 25.9.98, Koufetas v. Republic (1978) 3 C.L.R. 225). Στην Αλ. Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού, ΑΕ 3038, ημερ. 20.11.02 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία η τυχόν εσφαλμένη αναγραφή του ονοματεπώνυμου του αιτούντος ή στοιχείων του ή της προσβαλλόμενης πράξης δεν επιφέρει ακυρότητα του δικόγραφου, εφ΄ όσον τα ελλείποντα ή εσφαλμένως αναφερόμενα στοιχεία συμπληρώνονται από το φάκελο ή κατά κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 271). Σύμφωνα με την υπόθεση ΣτΕ 3755/83 αν δεν προσδιορίζονται ειδικότερα οι διοικητικές πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, συνάγονται από το περιεχόμενο γενικά της αίτησης και ιδίως από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.»
Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του ΣΑΛ για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη συγκεκριμένη θέση αντί της ίδιας. Η διατύπωση στο δικόγραφο δεν είναι πλήρης
. όμως, τα νομικά σημεία και τα γεγονότα της αίτησης δεν αφήνουν αμφιβολία ότι προβάλλεται και το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να διοριστεί η αιτήτρια αντί του ενδιαφερόμενου μέρους. Η σύγκριση της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι φανερή. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακύρωση της πρώτης απόφασης διορισμού και προαγωγής της αιτήτριας. Αυτά στοιχειοθετούν το έννομο συμφέρον της αιτήτριας για προσβολή της επίδικης πράξης που την αφορά άμεσα. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκαν τα υπέρτερα προσόντα της που της έδιναν προβάδισμα. Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης γραφέα στην οποία υπηρετούσαν τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος μετά τον πρώτο διορισμό τους, η καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και δακτυλογραφίας ήταν προαπαιτούμενο. Η κατοχή θέσης στην οποία απαιτείται το ίδιο προσόν είναι τεκμήριο κατοχής του προσόντος και συνεπώς δεν προέκυπτε ανάγκη επανεξέτασης αυτού του θέματος
από το ΣΑΛ.Το σύνολο των προσόντων της αιτήτριας ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και από ό,τι φαίνεται στα πρακτικά, τα προσόντα αυτά σχολιάστηκαν και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή των πρακτικών:
«Αναφορικά με τα επιπλέον προσόντα της κ. Παντελή που αναφέρονται στην Εκθεση ως η σχετική σύσταση του Γενικού Διευθυντή, είναι φανερό ότι στην πλειοψηφία τους τα προσόντα αυτά είναι προσόντα τα οποία έχουν και οι δύο υποψήφιες. Το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής παραθέτει διάφορα πιστοποιητικά της υποψηφίου κ. Παντελή για δακτυλογραφία, στενογραφία και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ενώ είναι παραδεκτό ότι και η κ. Δημοσθένους έχει τα ίδια προσόντα, λόγω και της μακρόχρονης υπηρεσίας της στο Συμβούλιο, δεν πιστεύω ότι αυτά αποτελούν, όπως αναφέρει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή προσόντα πέραν των όσων κατέχει η ανθυποψήφια της κ. Παντελή. Εξάλλου, δεν λαμβάνω υπόψη προσόντα τα οποία αναφέρονται στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αναφορικά με την κ. Παντελή, που δεν έχουν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και με το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως επί παραδείγματι το πιστοποιητικό παρακολούθησης για «επιχειρηματική επικοινωνία για διευθυντές».
Δεν μου διαφεύγει της προσοχής το γεγονός της παρατήρησης στις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, ότι η υποψήφια κ. Δημοσθένους χρειάζεται αρκετή εξάσκηση και καθοδήγηση για τη χρήση λογισμικών προγραμμάτων. Οπως φαίνεται στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρόλο ότι η κ. Δημοσθένους έχει τις σχετικές βεβαιώσεις παρακολούθησης των λογισμικών προγραμμάτων που απαιτούν τα καθήκοντά της, δεν της είχε αναθέσει ο Γενικός Διευθυντής κατάλληλη εργασία για να αποκτήσει την, κατά το Γενικό Διευθυντή, αναγκαία εξάσκηση, ενώ είχε δοθεί από το Γενικό Διευθυντή τέτοια κατάλληλη εργασία στην υποψήφια κ. Παντελή. Το λογισμικό πρόγραμμα το οποίο είχε παρακολουθήσει η κ. Δημοσθένους είναι το Word 7.0 ενώ το λογισμικό πρόγραμμα που είχε παρακολουθήσει η κ. Παντελή είναι το Word 6.0, δηλαδή προηγούμενη εκδοχή του Word 7.0. Ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί ότι η κ. Παντελή διαθέτει πρόσθετο προσόν από την κ. Δημοσθένους επειδή η κ. Παντελή κατέχει το Word 6.0»
Σύμφωνα με τους περί Υπηρεσίας του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας Κανονισμούς του 1995 (καν. 20(6)), λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Ενόψει των πιο πάνω παρατηρήσεων του ΣΑΛ που βρίσκουν έρεισμα στους φακέλους, το τελικό συμπέρασμα ότι τα προσόντα των υποψηφίων είναι τα ίδια και ότι τα προσόντα που επικαλείται η αιτήτρια δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, κρίνεται
εύλογο.Η αιτήτρια προβάλλει ως δεύτερο λόγο ακύρωσης την υπεροχή της σε αξία. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αιτήτρια είχε βαθμολογηθεί στις εμπιστευτικές εκθέσεις ως εξαίρετη για τα έτη 1983 και μετά, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με το βαθμό λίαν καλώς για τα ίδια έτη. Ωστόσο, η ιδιάζουσα σχέση του Διευθυντή με την αιτήτρια, ο οποίος ήταν ο συντάκτης των υπηρεσιακών εκθέσεων που εκπήγαζε από το γεγονός ότι η αιτήτρια εκτελούσε καθήκοντα της ιδιαιτέρας γραμματέως του και από το γεγονός ότι είχε πνευματική συγγένεια με αυτή (είχε βαπτίσει το γιο της), αποτελούσε ικανοποιητικό λόγο ώστε το ΣΑΛ να προσεγγίσει τις βαθμολογίες στις υπηρεσιακές εκθέσεις με επιφύλαξη.
Όπως διαπίστωσα από τους φακέλους, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε υποβάλει ένσταση για αυτές τις βαθμολογίες, αν και κατά τα έτη 1988, 1990 και 1991, 1993 υπάρχει αλληλογραφία μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του Γενικού Διευθυντή στην οποία διατυπώνονται παράπονα για ορισμένες ενέργειες του Διευθυντή υποβάθμισης ή /και αφαίρεσης καθηκόντων και στέρησης της δυνατότητας προαγωγής. Επίσης οι εκθέσεις για τα έτη 1982-1984 φαίνεται ότι συντάχθηκαν το 1986 ενώ γενικά οι εκθέσεις δεν είναι πλήρως συμπληρωμένες. Το ΣΑΛ βέβαια δεν εξέτασε τις εκθέσεις υπό το πρίσμα αυτών των ελαττωμάτων αλλά περιορίστηκε στο να τις προσεγγίσει με επιφύλαξη για τους λόγους που ανάγονται στη σχέση του Διευθυντή με την αιτήτρια.
Είναι γνωστό ότι κάθε διοικητικό όργανο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του οφείλει να τηρεί τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει βέβαια να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα είτε από γεγονότα που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο είτε από ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί εύλογα να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Ο Καν. 40(1)(γ) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 166/95 προνοεί ρητά:
«40.-(1)
Κάθε υπάλληλος οφείλει -(α) ........................... .................................................. .................................................. .................
(β) ........................... ......................................
..................................... ..........................................(γ) να μην αναλαμβάνει είτε ατομικώς είτε ως μέλος του συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μην συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν ο ίδιος ή πρόσωπον με το οποίον έχει ιδιάζουσα σχέση ................... έχει πρόδηλο συμφέρον.»
Στην προκειμένη περίπτωση ο αξιολογών λειτουργός δεν ήταν ο προϊστάμενος του γραμματειακού προσωπικού αλλά ο Διευθυντής κ. Γιάλλουρος του οποίου, η αντικειμενικότητα βάλλεται από το γεγονός της ιδιαίτερης σχέσης του με την αιτήτρια καθώς και από τα ίδια τα γεγονότα. Η έλλειψη αμεροληψίας επικρίθηκε σε σειρά αποφάσεων, όπως στη Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769, όπου ο Γενικός Διευθυντής προέβη σε συστάσεις του συζύγου της ιδιαιτέρας γραμματέως του. Η Ολομέλεια προσέγγισε το θέμα ως εξής:
«Στην υπό κρίση υπόθεση δεν καλούμεθα να αποφασίσουμε κατά πόσο συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας, γιατί εξάλλου, κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε ενώπιόν μας για τον σκοπό αυτό. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητό της επειδή σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Συνδέεται ο Γενικός Διευθυντής, ενόψει της επαγγελματικής σχέσης του με την ιδιαιτέρα του, δια δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης, όπως προνοεί ο Νόμος;
Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι η σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Εκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι
η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγός της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ για να αποφύγει να λάβει μέρος στην διαδικασία προαγωγής. Επομένως συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»
Τηρουμένων των αναλογιών, έχω τη γνώμη πως στην παρούσα υπόθεση υπάρχει τεκμήριο μεροληπτικής διάθεσης του Γενικού Διευθυντή προς την ιδιαιτέρα γραμματέα του που ενισχύεται και από ορισμένες ενέργειες που προκύπτουν από το περιεχόμενο των φακέλων. Αυτή ακριβώς η σχέση του Διευθυντή με την αιτήτρια αντικατοπτρίζεται στο περιεχόμενο της έκθεσης /σύστασης του για την αιτήτρια, στην οποία παρουσιάζονται με υποκειμενικά και ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια τα επιμέρους στοιχεία κρίσης για την αιτήτρια έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Κατά συνέπεια το ΣΑΛ ορθά και νόμιμα αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις βαθμολογίες των υπηρεσιακών εκθέσεων, καθώς και την ίδια την σύσταση του Διευθυντή, με επιφύλαξη. Εξάλλου το ΣΑΛ έδωσε ικανοποιητική αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή, η οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο κρίσης.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και ότι η Αρχή απέτυχε να επιλέξει τον πραγματικά κατάλληλο υποψήφιο. Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Το απόσπασμα από τα πρακτικά (σελ. 3 ανωτέρω), αποκαλύπτει ως βασική αιτιολογία την προφανή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα (9 έτη) καθώς και το γεγονός ότι προτείνεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και λόγω της καλύτερης απόδοσης της στις συνεντεύξεις. Με δεδομένο ότι το ΣΑΛ δεν είχε ασφαλή εικόνα αναφορικά με την αντικειμενική αξία των υποψηφίων από τις εκθέσεις για τους λόγους που εξηγήθηκαν καθώς και το γεγονός ότι η σύσταση του Διευθυντή έπασχε, η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εύλογη και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του καθ' ου η αίτηση.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.