ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 142/2003)
4 Ιουνίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΜΑΚΡΗ ΜΟΥΖΟΥΡΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
Ν. Χρυσομηλά για Σκορδή, Παπαπέτρου & Σία, για την Αιτήτρια.
Ν. Παρτασίδου, για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ'ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.
: Με την παρούσα προσφυγή η Μαρία Μούζουρα (αιτήτρια) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου (καθ'ου η αίτηση) με την οποία η Όλγα Μιχαηλίδου (ενδιαφερόμενο μέρος) προάχθηκε στη θέση της Γραμματειακής Λειτουργού.
(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια προσλήφθηκε στην υπηρεσία του καθ'ου η αίτηση ως έκτακτη γραφέας την 1/1/90 και μονιμοποιήθηκε στην ίδια θέση την 1/6/91. Το ενδιαφερόμενο μέρος προσλήφθηκε στη θέση Γραφέα την 1/9/91. Και οι δύο διεκδίκησαν την ανώτερη ιεραρχικά θέση της Γραμματειακής Λειτουργού, που είναι θέση προαγωγής. Οι έξι συνολικά υποψήφιες που πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση και βαθμολογήθηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του καθ'ου η αίτηση, η οποία στη συνέχεια αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, καθώς επίσης και την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση, αποφάσισε να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση της Γραμματειακής Λειτουργού.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενη
Στην παρούσα υπόθεση η θέση ήταν Προαγωγής και η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του καθ'ου η αίτηση υπέβαλε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ενόψει της απουσίας ρητής πρόβλεψης στον Κανονισμό 9, η διαδικασία ήταν παράνομη, παραβιάστηκαν τα εδάφια (3) και (4) του Κανονισμού που δεν προνοούν για τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης, αφού η προφορική εξέταση περιορίζεται σε διεκδικητές θέσεων Πρώτου Διορισμού και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Οι δικηγόροι του καθ'ου η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Κανονισμός 9(4) δεν είναι εξαντλητικός και ότι στο σύνολό τους οι σχετικοί Κανονισμοί της ΚΔΠ 162/90 και ΚΔΠ 256/92 δεν αποκλείουν τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Η λειτουργία και η άσκηση των αρμοδιοτήτων του καθ'ου η αίτηση διέπεται από τον περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο (Ν. 144/89 όπως τροποποιήθηκε) και τους σχετικούς Κανονισμούς. Το άρθρο 24 του Ν. 144/89 προβλέπει την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων αναγκαίων για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του. Σύμφωνα δε με το εδάφιο (2) "η διάρθρωση των διοικητικών υπηρεσιών του Πανεπιστημίου και οι όροι υπηρεσίας του διοικητικού προσωπικού που διορίζεται με βάση το εδάφιο (1) καθορίζονται με Κανονισμούς". Πρόκειται για τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμούς του 1990, όπως τροποποιήθηκαν με τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 1992 (ΚΔΠ 162/90 και 256/92). Ο Κανονισμός 8 των πιο πάνω Κανονισμών ρυθμίζει τη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Για τις συγκεκριμένες κατηγορίες θέσεων προβλέπεται ρητά η υποχρέωση διεξαγωγής συνεντεύξεων. Σχετικές είναι οι πρόνοιες των εδαφίων (2) και (4):
"(2) Η δημοσίευση θέσεων παρέχει πλήρη στοιχεία του σχεδίου υπηρεσίας και καθορίζει την προθεσμία υποβολής αιτήσεων. Κανένας δε διορίζεται, εκτός αν κληθεί σε προσωπική συνέντευξη.
.................................. .................................................. ........................
(4) Το Συμβούλιο ή η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσο οι υποψήφιοι θα υποβληθούν σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις ή και στις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας. Οι υποψήφιοι μιας θέσης μπορούν να υποβληθούν σε κοινή γραπτή εξέταση με υποψηφίους άλλων θέσεων."
Αντίθετα, μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων μόνο Προαγωγής οι σχετικές πρόνοιες του Κανονισμού 9 δεν επιβάλλουν προφορική εξέταση:
"9.-(1) Κενή θέση Προαγωγής πληρούται χωρίς δημοσίευση με την προαγωγή υπαλλήλου που υπηρετεί στην αμέσως κατώτερη τάξη.
(2) Κανένας υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση εκτός αν:
(α) Υπάρχει κενή τέτοια θέση:
Νοείται ότι σε περίπτωση συνδυασμένων θέσεων μπορεί να γίνει προαγωγή από την κατώτερη στην ανώτερη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση·
(β) κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από το Συμβούλιο η απόφαση για την πλήρωση της θέσης· και
(γ) δεν τιμωρήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας για πειθαρχικό παράπτωμα σοβαρής μορφής.
(3) Η προαγωγή των υπαλλήλων αποφασίζεται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα.
(4) Κατά την προαγωγή το Συμβούλιο λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι οι Κανονισμοί δεν απαγορεύουν την προφορική εξέταση και η μη ρητή συμπερίληψή της στα πλαίσια των ρυθμίσεων της διαδικασίας πλήρωσης θέσεων Προαγωγής δεν αποκλείει τη συγκεκριμένη μέθοδο ως μέσο διαπίστωσης των γνώσεων, ικανοτήτων και της εν γένει καταλληλότητας των διεκδικητών μιας ανώτερης θέσης με αυξημένα καθήκοντα και ευθύνες. Όπως εξάλλου τονίστηκε από το Δικαστήριο σε αρκετές περιπτώσεις, οι συνεντεύξεις αποτελούν διαδικασία η οποία υποβοηθεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των υποψηφίων από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό επίσης από απόψεως προσόντων. (Βλ.
Republic v. Zahariades (1986) 3 CLR 852 και Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081). Εφόσον η διαδικασία της προφορικής εξέτασης δεν προσέκρουε σε οποιαδήποτε ρητή διάταξη νόμου, η διαδικασία την οποία επέλεξε η Επιτροπή για τη διαπίστωση των απαιτούμενων προσόντων, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η αιτήτρια ήταν αρχαιότερη από το ενδιαφερόμενο μέρος. Στο σχετικό πρακτικό της διαδικασίας σημειώνεται ρητά ότι είχε προσληφθεί ως έκτακτη γραφέας την 1/1/90 και σε μόνιμη θέση γραφέα την 1/6/91. Αναφέρεται επίσης ότι "η προϋπηρεσία της στην έκτακτη θέση αναγνωρίσθηκε από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή (Π.Δ.Ε.) για σκοπούς προσαυξήσεων και αρχαιότητας". Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η προϋπηρεσία της στην έκτακτη θέση έπρεπε να ληφθεί υπόψη όχι μόνο για σκοπούς προσαυξήσεων και αρχαιότητας, αλλά και για σκοπούς προαγωγής. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Όπως uποδείχθηκε ορθά από την ευπαίδευτη συνήγορο του καθ'ου η αίτηση, η προϋπηρεσία της αιτήτριας λήφθηκε υπόψη για σκοπούς προαγωγής. Στο σχετικό πίνακα, τον οποίο η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών επεσύναψε στα πρακτικά της, αναφέροντάς τον ως "συνοπτικό πίνακα αρχαιότητας" αναφέρεται η ημερομηνία 2/1/90 κάτω από τη στήλη που τιτλοφορείται ως "ημερομηνία πρόσληψης στην κλίμακα Α2-Α5-Α7". Καταγράφεται επίσης ρητά στα πρακτικά ότι η αιτήτρια "υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων σε αρχαιότητα". Εξίσου ανεδαφικό είναι το επιχείρημα ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με την αναφερόμενη στο συνοπτικό πίνακα αρχαιότητας ημερομηνία τοποθέτησής της στην κλίμακα Α7, που είναι η 1/12/2001. Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη είναι η 1/1/2001, σύμφωνα και με το περιεχόμενο της επιστολής του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών ημερομηνίας 15/11/2001 με την οποία της ανακοινώθηκε η τοποθέτησή της στην κλίμακα Α7. Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής δεν υποστηρίζει την άποψη της αιτήτριας, αφού σε αυτήν αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι:
"Συγκεκριμένα από 01/01/2001 και για 11 μήνες ο ετήσιος βασικός μισθός σας θα είναι £2211.50 μεταξύ της 2ης και 3ης βαθμίδας της κλίμακας Α7 και από 01/12/2001 θα τοποθετηθείτε στην 3η βαθμίδα της Α7 με ετήσιο βασικό μισθό £2310."
Η αναφερόμενη στον πίνακα ημερομηνία, αφορά την τοποθέτησή της στην 3η βαθμίδα της κλίμακας Α7 και εκτός αυτού, η ημερομηνία που λήφθηκε υπόψη για το σκοπό υπολογισμού της αρχαιότητας της αιτήτριας είναι, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, η ημερομηνία πρόσληψής της ως έκτακτου γραφέα, δηλαδή η 2/1/90.
(iii) Παραγκωνισμός της αρχαιότητας της αιτήτριας.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι αγνοήθηκε η υπεροχή της σε αρχαιότητα και πείρα με δεδομένη, όπως υποστηρίχθηκε, την ισοδυναμία της με τις συνδιεκδικήτριες της στα υπόλοιπα κριτήρια. Εκ μέρους του καθ'ου η αίτηση υποβλήθηκε ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε υπεροχή και ότι άνκαι υπάρχει μεν ισοδυναμία στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί στα προσόντα και αξιολογήθηκε σε ανώτερο επίπεδο στην προφορική εξέταση. Οι προσωπικοί φάκελοι επιβεβαιώνουν τις θέσεις του καθ'ου η αίτηση. Σε ό,τι αφορά τη βαθμολογημένη αξία, το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως "εξαίρετη" για τα έτη 1997-2001 σε όλα τα κριτήρια. Η αιτήτρια έχει την ίδια εξαίρετη επίδοση για τα έτη 1997, 1998 και 2001, ενώ για τα έτη 1999-2000 δεν κατέστη δυνατή η αξιολόγησή της για τεχνικούς λόγους. Στο κριτήριο των προσόντων, υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος στην Αγγλική Στενογραφία με 110 λέξεις το λεπτό έναντι 80 της αιτήτριας. Στην προφορική εξέταση το ενδιαφερόμενο μέρος είχε την καλύτερη επίδοση, αφού κατετάγη 1η, ενώ η αιτήτρια ήταν 4η στη σχετική κατάταξη. Η Επιτροπή αιτιολόγησε τις εντυπώσεις που απεκόμισε από τις δύο υποψήφιες με αναλυτικό τρόπο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω από τα πρακτικά τα πιο κάτω:
"Η Μ. Μούζουρα απάντησε με σαφήνεια και ακρίβεια μόνο σε ορισμένες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Συγκεκριμένα δεν έδωσε ολοκληρωμένη απάντηση στην ερώτηση «Ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να κατέχει το άτομο που θα προσληφθεί στη θέση αυτή». Δεν έπεισε επίσης την Επιτροπή η απάντηση που έδωσε, στην ερώτηση «Γιατί το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να προσφέρει τη θέση αυτή στην ίδια». Δεν έδωσε επίσης ολοκληρωμένη απάντηση στην ερώτηση «Ποια η επίδραση της τεχνολογίας στην φύλαξη των εγγράφων και ποια η σημασία και η σπουδαιότητα των πολλών χάρτινων φακέλων σε ένα αρχείο». Έδωσε όμως ορθή απάντηση στην ερώτηση για τη χρησιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του διαδικτύου (Internet) καθώς επίσης και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) στο χώρο εργασίας. Τέλος έδωσε ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση «Ποια αναμένει να είναι τα νέα της καθήκοντα και πώς θα τα ιεραρχήσει»."
Οι αντίστοιχες εντυπώσεις για το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν οι πιο κάτω:
"Η Ο. Μιχαηλίδου απάντησε με σαφήνεια και ακρίβεια σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Συγκεκριμένα έδωσε ολοκληρωμένη απάντηση στην ερώτηση «Ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να κατέχει το άτομο που θα προσληφθεί στη θέση αυτή». Έπεισε επίσης την Επιτροπή η απάντηση που έδωσε, στην ερώτηση «Γιατί το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να προσφέρει τη θέση αυτή στην ίδια». Απάντησε επίσης με σαφήνεια στην ερώτηση «Ποια η επίδραση της τεχνολογίας στην φύλαξη των εγγράφων και ποια η σημασία και η σπουδαιότητα των πολλών χάρτινων φακέλων σε ένα αρχείο». Έδωσε επίσης ορθή απάντηση στην ερώτηση για τη χρησιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του διαδικτύου (Internet) καθώς επίσης και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) στο χώρο εργασίας. Τέλος έδωσε ολοκληρωμένη απάντηση στην ερώτηση «Ποια αναμένει να είναι τα νέα της καθήκοντα και πώς θα τα ιεραρχήσει»
Στην παρούσα υπόθεση ενώ οι δύο υποψήφιες βρίσκονται στην ίδια θέση στο στοιχείο της αξίας, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε προσόντα και η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα. Όμως το ενδιαφερόμενο μέρος έχει αξιολογηθεί σε ψηλότερη βαθμολογία στις προφορικές εξετάσεις. Κατά συνέπεια οι δύο υποψήφιες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι κατά τα άλλα ίσες. Επομένως η αρχαιότητα δεν μπορεί να δώσει οποιοδήποτε προβάδισμα στην αιτήτρια αφού όπως έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί νομολογιακά, η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι στα υπόλοιπα κριτήρια (Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 756) και δεν αποδεικνύει από μόνη της έκδηλη υπεροχή (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112). Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Έλλειψη αιτιολογίας.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 5/12/2002 είναι αναιτιολόγητη, γενικόλογη και αόριστη. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι υπήρχαν αξιολογήσεις της αιτήτριας για τα έτη 1999 και 2000, οι οποίες κακώς δεν λήφθηκαν υπόψη, ότι οι κρίσεις της Επιτροπής σχετικά με τις επιδόσεις των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις ήταν γενικές και αόριστες και ότι η κατάταξη στο σχετικό πίνακα βαθμολόγησης ήταν λανθασμένη. Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της εξουσία κατά το δέοντα τρόπο και η τελική επιλογή της δεν είναι ασαφής και αόριστη. Στους σχετικούς πίνακες που συνοδεύουν τα πρακτικά ως "Παραρτήματα" καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, ο σχολιασμός των αποτελεσμάτων των προφορικών εξετάσεων (όπως παρατέθηκε πιο πάνω) ήταν εμπεριστατωμένος, στο θέμα της αξίας, ούτως ή άλλως (με ή χωρίς τις βαθμολογήσεις των ετών 1999 και 2000), οι δύο υποψήφιες κρίθηκαν ισοδύναμες και τέλος η εκ παραδρομής αναφορά σε "Κλίμακα Βαθμολογίας 1-5" αντί (1-6) δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού και πάλι η αιτήτρια θα υστερούσε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Από το σύνολο των δεδομένων προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει δώσει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην επίδικη απόφαση. Η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή και συνεπώς δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου. (Χ" Σάββας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 ΑΑΔ 76, 78).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Δ.